Η βαριά βιομηχανία που τροφοδοτείται στην Υψηλή Τάση από τις αρχές του 2023 θα βρεθεί αντιμέτωπη με τη λήξη των συμβολαίων που έχει με τη ΔΕΗ χωρίς να υπάρχει καμία προοπτική ανανέωσης, ενώ οι μονάδες που τροφοδοτούνται στη Μέση Τάση ζουν την αγωνία των μηνιαίων επιδοτήσεων χωρίς να μπορούν να προγραμματίσουν την παραγωγή τους και να κλείσουν παραγγελίες αφού δεν γνωρίζουν προκαταβολικά το κόστος τους.
Ηδη οι ενεργοβόρες βιομηχανίες, που τροφοδοτούνται στην Υψηλή Τάση και οι συμβάσεις τους για την προμήθεια ρεύματος με σταθερά τιμολόγια λήγουν στις 31 Δεκεμβρίου, έλαβαν την περασμένη εβδομάδα επιστολή- τελεσίγραφο από τη ΔΕΗ.
Μεγάλοι πελάτες της εταιρείας όπως η τσιμεντοβιομηχανία ΑΓΕΤ Ηρακλής, η χαρτοβιομηχανία ΜΕΛ και η βιομηχανία μετάλλων ΒΙΟΧΑΛΚΟ, ενημερώθηκαν πώς στην περίπτωση κατά την οποία συνεχιστεί η προμήθεια αμέσως μετά τη λήξη της τρέχουσας σύμβασης, δηλαδή από την 1.1.2023, η τιμολόγηση θα είναι αποκλειστικά μεταβλητή (indexed). Αυτό σημαίνει ότι η ΔΕΗ ενημερώνει ότι θα πουλάει το ρεύμα στην τιμή που θα διαμορφώνεται καθημερινά στο Χρηματιστήριο Ενέργειας, η οποία εκτιμάται ότι μπορεί να είναι της τάξης των 300 ευρώ/MWh. Και αυτό για επιχειρήσεις με κόστος ενέργειας 30-50% του συνολικού κόστους παραγωγής.
Με την ίδια επιστολή η ΔΕΗ τονίζει στους πελάτες της ότι η μη κατάρτιση σύμβασης προμήθειας πέραν ενός εύλογου χρονικού διαστήματος διαπραγμάτευσης, σύμφωνα με τον Κώδικα, έχει ως συνέπεια την εξάλειψη οποιασδήποτε υποχρέωσης του προμηθευτή, για προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας.
Με άλλα λόγια η ΔΕΗ ξεκαθαρίζει ότι σε περίπτωση που δεν υπογραφεί ένα συμβόλαιο μεταξύ των δυο πλευρών στο οποίο θα συμφωνούν σε κυμαινόμενο τιμολόγιο με βάση την εξέλιξη της αγοράς ενέργειας τότε θα προχωρήσει σε διακοπή της ηλεκτροδότησης.
Το πρόβλημα του πλαφόν
Αξίζει να σημειωθεί πως δεν είναι η πρώτη φορά που οι ενεργοβόρες βιομηχανίες και η ΔΕΗ βρίσκονται σε αντιπαράθεση εν όψει της υπογραφής συμβολαίων προμήθειας. Ωστόσο όπως αναφέρουν καλά πληροφορημένες πηγές, είναι η πρώτη φορά που η ΔΕΗ απευθύνει στους πελάτες της αυτής της μορφής το τελεσίγραφο χωρίς να έχει προηγηθεί παράταση των συμβάσεων ώστε να υπάρξει χρόνος για διαπραγματεύσεις.
Παράγοντες της βιομηχανίας συνδέσουν τη στάση της ΔΕΗ, η οποία στο παρελθόν προ τριετίας είχε δώσει τρίμηνη παράταση και επιπλέον 15 ημέρες για διαπραγματεύσεις, με την έναρξη εφαρμογής του μηχανισμού που έχει υιοθετήσει η κυβέρνηση από τον περασμένο Ιούλιο για την παρακράτηση των υπερεσόδων των παραγωγών ρεύματος στην πηγή. Εκτιμούν δε ότι τα πράγματα θα ήταν περισσότερο βατά στις διαπραγματεύσεις εάν η ΔΕΗ με την ιδιότητα της ως παραγωγού ρεύματος δεν ήταν αντιμέτωπη με το πλαφόν στα έσοδα της από τη λιγνιτική και υδροηλεκτρική παραγωγή.
Με βάση αυτό το δεδομένο οι ίδιες πηγές αναφέρουν ότι η λύση στο πρόβλημα θα ήταν η άρση του πλαφόν για τις ποσότητες ρεύματος που είναι συμβολαιοποιημένες μεταξύ της ΔΕΗ και της βαριάς βιομηχανίας.
Σχήμα ενίσχυσης ανάλογο με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι συμβάσεις που λήγουν αυτή την περίοδο βρίσκουν την ελληνική βαριά βιομηχανία αντιμέτωπες με μια βαθιά ενεργειακή κρίση. Μια κρίση, που άλλες χώρες της Ευρώπης όπως η Γερμανία και η Γαλλία αντιμετωπίζουν στηρίζοντας την παραγωγή τους με σταθερά τιμολόγια ρεύματος. Ακόμη και η Βουλγαρία νομοθέτησε πρόσφατα ότι θα επιδοτεί το κόστος του ρεύματος για τις βιομηχανίες για οποιοδήποτε ποσό άνω των 100 ευρώ/MWh.
Η βιομηχανία ζητεί να δημιουργηθεί ένα σχήμα ενίσχυσης αντίστοιχο με αυτό άλλων χωρών της Ευρώπης που θα κρατάει την τιμή του ρεύματος σε ένα επίπεδο κοντά στα 140 ευρώ/MWh. Το σχήμα αυτό για να λειτουργήσει και να δώσει μεσοπρόθεσμη ορατότητα κόστους στις επιχειρήσεις θα πρέπει να είναι σταθερό και όχι να αλλάζει κάθε μήνα. Όπως τονίζεται χαρακτηριστικά η βιομηχανία δεν μπορεί να προγραμματίσει την παραγωγή της και να κάνει μακροπρόθεσμα συμβόλαια με τους πελάτες της όταν δεν γνωρίζει το κόστος της ενέργειας σε μεσορπόθεσμη βάση.
Σε ότι αφορά δε το κόστος των επιδοτήσεων για τη βαριά βιομηχανία το 2023 εκτιμάται σε περίπου 450-600 εκατ ευρώ αναλόγως της τιμής του ρεύματος στο Χρηματιστήριο Ενέργειας. Μέρος των χρημάτων αυτών η βιομηχανία θα το λάβει έτσι κι αλλιώς ως επιδότηση μέσω του ΤΕΜ, όπως και οι υπόλοιπες επιχειρήσεις. Κατά συνέπεια το επιπλέον κόστος για την πολιτεία προκειμένου να στηρίξει την ελληνική παραγωγή την ανταγωνιστικότητα της και τις θέσεις εργασίας,δεν φαίνεται ότι ξεπερνάει τα 150 εκατ ευρώ για το 2023.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΒΙΚΕΝ, Αντώνη Κοντολέων εάν δεν υπάρξει άμεση παρέμβαση από την πολιτεία για την αντιμετώπιση του προβλήματος η βιομηχανία θα «τραβήξει χειρόφρενο», σταματώντας όλα τα προγράμματα επενδύσεων. Ήδη το προηγούμενο διάστημα η παραγωγική βάση της χώρας έχει συρρικνωθεί σε ποσοστό 50% και οι εξελίξεις του 2023 προοιωνίζονται πολύ χειρότερες.
Ο κ. Κοντολέων όπως επεσήμανε και κατά τη Γενική Συνέλευση της ΕΒΙΚΕΝ την περασμένη εβδομάδα «είναι επείγουσα η ανάγκη να δημιουργηθεί και στην Ελλάδα ένα δίχτυ ασφαλείας για τις βιομηχανίες έντασης ενέργειας, ώστε να μην είναι εκτεθειμένες στις ανεξέλεγκτες διακυμάνσεις των τιμών της χονδρεμπορικής αγοράς και να περιοριστεί ο κίνδυνος αποβιομηχάνισης».