Σε ένα πλέγμα παραγόντων, που εκτείνεται από το μέγεθος της ελληνικής αγοράς μέχρι το υψηλότερο κόστος των ρύπων ή την καθυστέρηση της απελευθέρωσης τη αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας αποδίδεται από μελέτη της Eurobank το γεγονός ότι η χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρισμού στην Ελλάδα είναι ακριβότερη από τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών αγορών. Την ίδια ώρα ωστόσο, παρατηρείται ότι οι τιμές λιανικής είναι χαμηλότερες ως αποτέλεσμα των χαμηλότερων φόρων και τελών που επιβάλλονται στην Ελλάδα σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ.
Όπως αναφέρεται σχετικά οι τελικές τιμής λιανικής στην Ελλάδα κυμαίνονταν διαχρονικά χαμηλότερα από το μέσο όρο στην ΕΕ και την πλειονότητα των εξεταζόμενων χωρών του πυρήνα και της περιφέρειας αυτής. Τα οικιακά τιμολόγια είναι σταθερά χαμηλότερα τα τελευταία χρόνια στη Μάλτα από ότι στην Ελλάδα, ενώ τα μη οικιακά έχουν διαμορφωθεί κατά περιόδους χαμηλότερα των εγχώριων στη Γαλλία. Ωστόσο, από το δεύτερο εξάμηνο του 2021, τα μη οικιακά τιμολόγια στην Ελλάδα έχουν φτάσει ή και υπερβεί τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Πάντως σύμφωνα με τη μελέτη, όσο παραμένει σε εξέλιξη η αναπροσαρμογή των πηγών ενεργειακού εφοδιασμού της Ελλάδας και ευρύτερα της ΕΕ για τον περιορισμό της εξάρτησης από τις εισαγωγές από τη Ρωσία, αλλά και η στροφή της παραγωγής σε περισσότερο «πράσινες» τεχνολογίες παραγωγής, οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας θα είναι κατά περιόδους υψηλότερες σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα. Ωστόσο σε μέσο-μακροπρόθεσμα και όταν θα έχει ολοκληρωθεί και θα έχει αρχίσει να αποδίδει η μετάβαση στις πράσινες τεχνολογίες, οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας θα υποχωρήσουν σε σαφώς χαμηλότερα επίπεδα από τα τρέχοντα.
Στους παράγοντες οι οποίοι καθιστούν ακριβότερες τις τιμές χονδρικής στην ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας υψηλότερες από το μέσο όρο των τιμών στην ΕΕ, περιλαμβάνονται οι εξής:
1. Το μέγεθος της αγοράς και η σχετικά περιορισμένη ρευστότητα, που έχουν ως αποτέλεσμα χαμηλή εγχώρια προσφορά και οδηγούν στην εισαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας για την κάλυψη της ζήτησης, αλλά και σε άνοδο των τιμών στην αγορά εξισορρόπησης.
2. Το συγκριτικά υψηλότερο κόστος των ρύπων λόγω της μείωσης του αριθμού των διαθέσιμων δικαιωμάτων εκπομπών για τις μονάδες παραγωγής από λιγνίτη και φυσικό αέριο.
3. Η εν εξελίξει εφαρμογή του Μοντέλου Στόχου της ΕΕ και η ανεπάρκεια στις διασυνδέσεις περιφερειακών αγορών που καθυστερούν τη σύζευξή τους, ενώ ταυτόχρονα παρεμποδίζουν τη μεταφορικήικανότητα και τις διασυνοριακές ροές ενέργειας
4. Η καθυστέρηση στη διαδικασία απελευθέρωσης της εγχώριας αγοράς και ο χαμηλός βαθμός ανταγωνισμού, κυρίως στο σκέλος της παραγωγής.
Όπως τονίζεται στη μελέτη η πρόβλεψη των εξελίξεων στις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας σε μέσο-μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα ενσωματώνει υψηλό βαθμό αβεβαιότητας.
Πάντως οι μελετητές της Eurobank θεωρούν ότι όσο παραμένει σε εξέλιξη η αναπροσαρμογή των πηγών ενεργειακού εφοδιασμού της Ελλάδας και ευρύτερα της ΕΕ για τον περιορισμό της εξάρτησης από τις εισαγωγές από τη Ρωσία, καθώς και ο μετασχηματισμός της παραγωγής, για τη μετάβασή του σε «πράσινες» τεχνολογίες, οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας πιθανότατα θα είναι κατά περιόδους υψηλότερες του αντίστοιχου επιπέδου τους προ της ενεργειακής κρίσης.
Ωστόσο μέσο-μακροπρόθεσμα, όταν θα έχει ολοκληρωθεί και θα αρχίσει να αποδίδει ένα σημαντικό τμήμα των επενδύσεων σε «πράσινες» τεχνολογίες, οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας θα υποχωρήσουν σε σαφώς χαμηλότερα επίπεδα από τα τρέχοντα, συμβατά κυρίως με την ένταση της ζήτησης και επηρεαζόμενα σε σαφώς μικρότερο βαθμό από τις συνθήκες προσφοράς, οι οποίες επικυριαρχούν στηδιαμόρφωση των τιμών την τρέχουσα περίοδο.
Σε ό,τι αφορά τη χονδρική αγορά γίνεται λόγος για υψηλό βαθμό συγκέντρωσης. Σε αυτό το φαινόμενο συμβάλλει η ύπαρξη πολύ μεγάλων καθετοποιημένων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται τόσο στην παραγωγή όσο και στην προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες δυνητικά μπορούν να διαμορφώσουν συνθήκες καθορισμού των τιμών. Έως το 2020 η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού παρέμεινε ο βασικός παίκτης με το μερίδιό της στην δραστηριότητα της παραγωγής το 2020 να αντιστοιχεί στο 45,9% της συνολικής εγκατεστημένης ισχύος, παρόμοια στην προμήθεια το μερίδιο ανήλθε στο 46,6% (IEA, 2023). Στην Ελλάδα, σύμφωνα με την έκθεση της Eurobank, παρατηρείται μια σταδιακή πτώση στο μερίδιο αγοράς που αντιστοιχεί στη μεγαλύτερη εταιρεία, τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού, λόγω της εισόδου νέων παικτών στην αγορά. Ταυτόχρονα, ο αριθμός των συμμετεχόντων στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας έχει αυξηθεί, με τα πρόσφατα στοιχεία της ΡΑΕ να δείχνουν 24 ενεργούς προμηθευτές. Αν και το ζήτημα της συγκέντρωσης αγοράς είναι αισθητό στην Ελλάδα, ωστόσο στις αγορές άλλων κρατών-μελών της ΕΕ η δυνατότητα διαμόρφωσης τιμών συναντάται πιο έντονα. στις αγορές της Κύπρου, της Γαλλίας, της Κροατίας, της Τσεχίας, της Σλοβακίας, της Ουγγαρίας.