Ο αριθμός των ανθρώπων που πλήττονται από την ενεργειακή φτώχεια αυξήθηκε κατά 10,7 εκατομμύρια σε ολόκληρη την ΕΕ, με την Κομισιόν να εκτιμά πως ο αριθμός αυτός θα ήταν πολύ μεγαλύτερος εάν δεν είχαν γίνει παρεμβάσεις, όπως τα μέτρα στήριξης με στόχο την ανακούφιση νοικοκυριών και επιχειρήσεων έναντι των υψηλών τιμών της ενέργειας.
Σύμφωνα με την έκθεση State of the Energy Union Report 2023 η επικαιροποίηση της οδηγίας για την ενεργειακή απόδοση δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην άμβλυνση της ενεργειακής φτώχειας και στην ενδυνάμωση των καταναλωτών. Οι νέες διατάξεις περιλαμβάνουν τον πρώτο ορισμό της ΕΕ για την «ενεργειακή φτώχεια» και απαιτούν από τα κράτη μέλη, κατά την εφαρμογή μέτρων ενεργειακής απόδοσης, να δίνουν προτεραιότητα σε άτομα που πλήττονται από ενεργειακή φτώχεια, ευάλωτους πελάτες, νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος και, κατά περίπτωση, άτομα που ζουν σε κοινωνικές στέγαση.
Η κομισιόν αναφέρει πως κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης, πολλά νοικοκυριά δεν μπορούσαν να πληρώσουν τους λογαριασμούς ενέργειας. Το 2022, το 16% των ευρωπαίων καταναλωτών αντιμετώπισαν δυσκολίες στην πληρωμή των λογαριασμών ενέργειας και το 71% από αυτούς άλλαξαν συνήθειες με σκοπό να μειώσουν την κατανάλωση ενέργειας. Αυτό φάνηκε και στη χώρα μας. Το 2022, περίπου 40 εκατομμύρια πολίτες δεν μπορούσαν να διατηρήσουν επαρκώς το σπίτι τους ζεστό, έναντι περίπου 30 εκατομμυρίων το 2021. Επισημαίνει πως η ενεργειακή φτώχεια θα είχε αυξηθεί σημαντικά σε ολόκληρη την ΕΕ εάν δεν υπήρχαν οι παρεμβάσεις πολιτικής.
«Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν ποικίλες προσεγγίσεις για την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας, που βασίζονται είτε σε ποσοτικούς στόχους είτε σε πιο ποιοτικές αξιολογήσεις. Ενώ ορισμένες χώρες σημείωσαν πρόοδο, άλλες αντιμετωπίζουν προκλήσεις όσον αφορά την παροχή σαφών αξιολογήσεων προόδου. Η ενεργειακή φτώχεια έχει αναγνωριστεί ρητά από τη νομοθεσία της ΕΕ: Τα κράτη μέλη φέρουν την ευθύνη για την αξιολόγηση του αριθμού των νοικοκυριών που βρίσκονται σε ενεργειακή φτώχεια στην αντίστοιχη επικράτειά τους και για την εφαρμογή ενός μείγματος διαρθρωτικών και κοινωνικών πολιτικών εάν υπάρχει σημαντική επίπτωση», σύμφωνα με την έκθεση.