Συγκεκριμένα ο ΕΣΠΕΝ ζητά να προσδιοριστεί ο ρόλος του ΔΕΔΔΗΕ για το θέμα και να ενσωματωθεί το κόστος των απωλειών στο Επιτρεπόμενο Έσοδό του σύμφωνα με τις προβλέψεις σχετικής απόφασης της ΡΑΑΕΥ.
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με στοιχεία του ACER, ήδη από το 2021, η Ελλάδα ήταν μία εκ των ελαχίστων Κρατών-Μελών της Ε.Ε. όπου το κόστος των απωλειών του δικτύου δεν ανακτάται μέσω του Επιτρεπόμενου Εσόδου του ΔΕΔΔΗΕ αλλά μετακυλίεται στο κόστος προμήθειας, με προφανή συνέπεια την έλλειψη κινήτρου του Διαχειριστή για τον περιορισμό των απωλειών, αλλά και αύξηση των τιμολογίων του ρεύματος για τους τελικούς καταναλωτές.
Αλλωστε οι αυξανόμενες απώλειες από το σύνολο της ενέργειας που καταναλώθηκε στο δίκτυο δεν αντιστοιχίζονται με την κατανάλωση έτσι καταγράφονται ως τεχνικές και μη τεχνικές απώλειες δηλαδή ρευματοκλοπές.
Στο πλαίσιο αυτό, ενόψει και των νέων προκλήσεων που θέτει η ενεργειακή μετάβαση, ως προς την ανάπτυξη και τη λειτουργία των δικτύων, ο Σύνδεσμος θεωρεί αυτονόητο ότι θα πρέπει το συντομότερο δυνατόν, να αντιμετωπιστεί από τον ΔΕΔΔΗΕ το θεμελιώδες και χρόνιο ζήτημα της αδυναμίας επακριβούς καταλογισμού της καταναλισκόμενης ενέργειας που αντιστοιχεί σε κάθε Εκπρόσωπο Φορτίου.
Θεωρεί δε ότι η ψηφιοποίηση του δικτύου και η εγκατάσταση έξυπνων μετρητών αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για τον μετασχηματισμό της αγοράς και την ανάπτυξη νέων προϊόντων και υπηρεσιών ενώ σημειώνει ότι είναι αναγκαίο όλοι οι συμμετέχοντες στην αγορά, συμπεριλαμβανομένων των προμηθευτών, να έχουν ολοκληρωμένη πληροφόρηση για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση του έργου. Και αυτό για μπορούν να εναρμονίσουν τις απαραίτητες ενέργειες για την ανάπτυξη και την παροχή των σχετικών υπηρεσιών.
Την ίδια ώρα ο ΕΣΠΕΝ θέτει θέμα ανταγωνισμού στη λιανική αγορά ενέργειας. Όπως αναφέρει στο Εθνικό Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ενέργεια και το Κλίμα γίνεται αναφορά στο γεγονός ότι «η ανάπτυξη του ανταγωνισμού στην αγορά λιανικής θα δώσει την δυνατότητα να αποφευχθεί ο υψηλός βαθμός συγκέντρωσης και η χαμηλή κινητικότητα καταναλωτών. Το μερίδιο προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας στη Χαμηλή Τάση που εκπροσωπεί η δεσπόζουσα επιχείρηση (ΔΕΗ) έχει μειωθεί από το 91% το 2016 στο 63% το 2023».
Σχολιάζοντας το συγκεκριμένο σημείο, που αναφέρεται στο ΕΣΕΚ, τονίζει ότι «δεν καθίσταται σαφής ο τρόπος με τον οποίο προκύπτει η εκτίμηση ότι ο βαθμός συγκέντρωσης στην αγορά λιανικής θα βαίνει μειούμενος στο μέλλον, ενώ μάλιστα δεν βρίσκεται σε εφαρμογή και δεν προσδιορίζεται στο ΕΣΕΚ οποιοδήποτε μέτρο/ πολιτική στην κατεύθυνση αυτή.
Επιπρόσθετα, σε ό,τι αφορά το μερίδιο της δεσπόζουσας επιχείρησης στη Χαμηλή Τάση, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη όχι μόνο το αναφερόμενο στο ΕΣΕΚ μερίδιο που αφορά την ποσότητα ενέργειας, αλλά και το μερίδιο της επιχείρησης ως προς τον αριθμό των πελατών, το οποίο τον Ιούλιο του 2024 στη ΧΤ ανερχόταν σε 72% στο Διασυνδεδεμένο Σύστημα, έναντι μεριδίου 74% τον Σεπτέμβριο του 2021 – δηλαδή πριν τρία χρόνια.
Επιπρόσθετα, αναφερόμενος στον ανταγωνισμό στην αγορά σημειώνει ότι παρά τις διατάξεις των Ν. 4336/2015 και 4389/2016 και άρα της ύπαρξης νομικής βάσης για τη λήψη μέτρων προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης του ανταγωνισμού στη λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στο ΕΣΕΚ δεν προβλέπονται συγκεκριμένα μέτρα. Ο Σύνδεσμος τονίζει ότι η λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας δεν πληροί σε καμία περίπτωση τα αντικειμενικά κριτήρια για να χαρακτηριστεί ως μια «ανταγωνιστική αγορά», ενώ η πλήρης έλλειψη οποιουδήποτε σαφούς μέτρου πολιτικής για την ενίσχυση του ανταγωνισμού στο υπό διαβούλευση ΕΣΕΚ, ουσιαστικά υποβαθμίζει το ζήτημα της ανάγκης ενίσχυσης και πλαισίωσης της αγοράς με μέτρα τα οποία όμως η ελληνική πολιτεία ουσιαστικά δεσμεύεται να λαμβάνει.