Η κάλυψη των αναγκών σε θέρμανση αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα για ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας.
Σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ενέργειας και Κλίματος με τίτλο «Κατάσταση ενεργειακής φτώχειας και πολιτικές για την αντιμετώπισή της στις χώρες της Κεντρικής Ανατολικής, και Νότιας Ευρώπης» σχεδόν 34 εκατομμύρια Ευρωπαίοι αδυνατούν να διατηρήσουν τα σπίτια τους επαρκώς ζεστά. Η έρευνα εστιάζει σε 10 χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά ενεργειακής φτώχειας. Τη Βουλγαρία, Τσεχία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Ιταλία, Πολωνία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σλοβακία και Ισπανία.
Στην Ελλάδα πολλά νοικοκυριά αντιμετώπισαν αδυναμίες να διατηρήσουν το σπίτι τους επαρκώς ζεστό και ειδικότερα το 15% των νοικοκυριών το 2008, το 33% το 2014. Ωστόσο μειώθηκε το ποσοστό σε σχεδόν 15% το 2020. Να σημειωθεί πως στη Βουλγαρία η αδυναμία των νοικοκυριών να ζεσταθούν μειώθηκε με τα χρόνια, καθώς το 27,5% του πληθυσμού δεν μπόρεσε να κρατήσει ζεστό το σπίτι του το 2020 σε σύγκριση με το 46,3% το 2011. Στην Τσεχία το ποσοστό αυτό έχει μειωθεί σημαντικά με τα χρόνια, το 9,3% του πληθυσμού δεν μπορούσε να κρατήσει ζεστό το σπίτι του το 2005, το 2,8% το 2020.
Επίσης, σύμφωνα με την έρευνα τα νοικοκυριά που οι ενεργειακές δαπάνες ήταν υψηλότερες από το 10% του εισοδήματός τους αυξήθηκαν στη χώρα μας την περίοδο μεταξύ 2016 και 2019. Το 2017, το 42% των νοικοκυριών αντιμετώπιζε ενεργειακές δαπάνες υψηλότερες από το 10% του εισοδήματός τους. «Αυτοί οι αριθμοί δείχνουν ότι σχεδόν ο μισός πληθυσμός έχει υψηλές ενεργειακές δαπάνες και υπογραμμίζει ότι η Ελλάδα είναι η ευρωπαϊκή χώρα με την υψηλότερη βαθμολογία όσον αφορά την ενεργειακή φτώχεια», επισημαίνεται στην έρευνα.
Η έρευνα διαπιστώνει την έλλειψη πρόσβασης σε εναλλακτικές λύσεις εφοδιασμού ενέργειας σε χώρες που είναι περισσότερο εκτεθειμένες στην ενεργειακή φτώχεια και τη σχετικά κακή κάλυψη του συστήματος κοινωνικής προστασίας.
Να σημειωθεί πως στον Εθνικό σχεδιασμό για την Ενέργεια και το κλίμα προβλέπεται η «μείωση κατά τουλάχιστον 50% των σχετικών δεικτών αποτύπωσης της ενεργειακής ένδειας μέχρι το έτος 2025 και μέχρι το έτος 2030 αυτό το ποσοστό να έχει μειωθεί κατά 75% σε σχέση με το έτος 2016 και να είναι αρκετά χαμηλότερα από το μέσο όρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση».