Ο νόμος των ΗΠΑ για τη μείωση του πληθωρισμού (InflationReductionAct–IRA), ο οποίος περιλαμβάνει κοντά στα 370 δισεκατομμύρια δολάρια για την χρηματοδότηση της καθαρής ενέργειας, ώθησε την Ευρώπη να επανεξετάσει τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει τη βιομηχανική πολιτική. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε πριν λίγες μέρες μια νέα βιομηχανική πολιτική που ελπίζει ότι μπορεί να επιταχύνει την ενεργειακή της μετάβαση, διατηρώντας παράλληλα την παραγωγή στο εσωτερικό της. Οι Βρυξέλλες θέλουν να διεκδικήσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος της αναπτυσσόμενης πράσινης βιομηχανίας, η οποία μπορεί να αξίζει 650 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως στο τέλος της δεκαετίας, δηλαδή περισσότερο από τρεις φορές το σημερινό της μέγεθος.
“Η Ευρώπη είναι αποφασισμένη να ηγηθεί της επανάστασης της καθαρής τεχνολογίας", δήλωσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ursula von der Leyen. “H καλύτερη πρόσβαση στη χρηματοδότηση θα επιτρέψει στις πράσινες βιομηχανίες της Ένωσης να επεκταθούν γρήγορα” συμπλήρωσε.
Πώς θα επιτευχθεί αυτό; Μέσα από διευκόλυνση και επιτάχυνση της διαδικασίας για εθνικές κρατικές ενισχύσεις και φοροελαφρύνσεις, αντισταθμίζοντας τα αμερικανικά κίνητρα του IRA. Για παράδειγμα, μια διάταξη που πρότεινε η Επιτροπή επιτρέπει στις κυβερνήσεις να αντιστοιχούν άμεσα πράσινες επιδοτήσεις που προσφέρονται από τις ΗΠΑ. Η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ανταγωνισμού Margrethe Vestager δήλωσε ότι αυτό σημαίνει ότι αν σε μια εταιρεία προσφερθεί 1 δισεκατομμύριο δολάρια για την κατασκευή ενός νέου εργοστασίου μπαταριών εκτός Ευρώπης, "ένα κράτος μέλος θα μπορούσε να προσφέρει το ίδιο".
Το πρόγραμμα «αντιστοίχισης επιδοτήσεων» θα έχει διάφορους όρους, δήλωσε η κ. Vestager. Μια επιχείρηση θα πρέπει να δείξει πώς θα μπορούσε να επωφεληθεί από μια επιδότηση από τις ΗΠΑ ή μια άλλη χώρα, και τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά κονδύλια θα πρέπει να ωφελούν περισσότερες από μια ευρωπαϊκές χώρες. Βεβαίως, αυτοί οι όροι πρέπει να εξειδικευθούν.
Και είναι αλήθεια πως οι ευρωπαϊκές χώρες είναι διχασμένες ως προς τους όρους αυτούς. Ορισμένες χώρες δείχνουν να επιδιώκουν μεγάλη ευελιξία και δυνατότητα για μεγάλες δαπάνες, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, ενώ άλλες να ζητούν αυτοσυγκράτηση, όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Ολλανδία, φοβούμενες πως τα κράτη με ισχυρά δημοσιονομικά (όπως η Γερμανία) θα προχωρήσουν σε πολύ μεγάλες ενισχύσεις, αυξάνοντας το βιομηχανικό χάσμαμε τους υπόλοιπους.Για να αποφευχθεί κάτι τέτοιο, θα χρειαστεί επιπλέον χρηματοδότηση σε επίπεδο ΕΕ. Ούτε εδώ όμως οι απαντήσεις είναι ξεκάθαρες. Η αρχική διευκρίνηση είναι ότι τα κεφάλαια θα μπορούσαν βραχυπρόθεσμα να προέλθουν από υπάρχοντες πόρους, όπως είναι τα αδιάθετα από το ταμείο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (προσεγγίζουν τα 270 δισεκατομμυρίων ευρώ). Ανακυκλώνοντας όμως υπάρχοντες πόρουςδεν αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά το αμερικανικό πρόγραμμα «μπαζούκας».
Μακροπρόθεσμα, η Ευρώπη θέλει να δημιουργήσει ένα Ευρωπαϊκό Ταμείο Κυριαρχίας. Στόχος αυτού του νέου κουμπαρά είναι να αποτρέψει χώρες με «βαθιά τσέπη» να υπερβαίνουν τις δαπάνες λιγότερο εύπορων χωρών, δίνοντας έτσι στις εγχώριες εταιρείες τους πλεονέκτημα. Αλλά η ίδρυσή του δεν έχει ακόμα «κλειδώσει» και το μέγεθος και η χρηματοδότησή του δεν έχουν καθοριστεί. Η εξεύρεση μιας ξεκάθαρης απάντησης είναι δύσκολη για την ΕΕ, καθώς περιλαμβάνει διαπραγματεύσεις μεταξύ 27 κρατών μελών.
Δεν πρέπει όμως να καθυστερήσει. ΟIRA έχει ήδη μειώσει το προβάδισμα της Ευρώπης σε σημαντικά τμήματα της αλυσίδας εφοδιασμού πράσινης ενέργειας.
Οι ευρωπαϊκές εταιρείες έχουν πληγεί και στο παρελθόν από τις επιδοτήσεις στο εξωτερικό. Είναι πασίγνωστο το «πράσινο παράδοξο» με τα φωτοβολταϊκά, όπου ενώ η Ευρώπη τα προωθούσε πάρα πολύ και είχε ένα σημαντικό μερίδιο (κοντά στο 10%) της παγκόσμιας αγοράς το 2005, αυτό έχει πλέον μειωθεί στο 0.3% το 2022. Η στήριξη από το Πεκίνο ήταν απίστευτη και βοήθησε τις κινεζικές εταιρείες να κυριαρχήσουν στην παγκόσμια βιομηχανία ηλιακής ενέργειας.
Οι Βρυξέλλες δεν θέλουν να αφήσουν να συμβεί αυτό, ξανά. Ο τρόπος όμως αντίδρασης δεν είναι ακόμα απόλυτα σαφής. Οι ευρωπαϊκές εταιρείες δε μπορούν να περιμένουν για πολύ καιρό την ευρωπαϊκή στήριξη.
(Ο Χάρης Δούκας είναι Αν. Καθηγητής ΕΜΠ- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Τα Νέα»)