Για «ασφυξία» την οποία έχει προκαλέσει η κυβέρνηση στις περιβαλλοντικές υπηρεσίες έκανε λόγο κατά την τοποθέτηση του Σωκράτη Φάμελλου στην Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Προστασίας Περιβάλλοντος, με θέμα ημερήσιας διάταξης: «Ολοκλήρωση της ενότητας «Δημόσια Υγεία και Περιβάλλον». Ειδικότερο θέμα «Περιβαλλοντικές διαστάσεις του COVID-19».
Η παγκόσμια συζήτηση για την περιβαλλοντική πολιτική ενισχύεται διαρκώς λόγω της εντεινόμενης ανησυχίας των κοινωνιών απέναντι στην κλιματική κρίση και τις τραγικές συνέπειες των φυσικών καταστροφών, καθώς και λόγω της ανάγκης των νέων ανθρώπων να διεκδικήσουν ένα καλύτερο μέλλον και καλύτερες δουλειές.
Δημιουργείται ταυτόχρονα, όμως, κίνδυνος η περιβαλλοντική πολιτική και η προστασία του περιβάλλοντος να αντιμετωπίζεται, πολλές φορές, σαν μόδα. Έτσι ακούμε και στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ωραίες δηλώσεις που παραμένουν όμως «ευχολόγια». Πολλά ωραία λόγια, πολλές και μεγάλες δεσμεύσεις -ευτυχώς έχουμε φτάσει στις δεσμεύσεις, γιατί αν θυμάστε την Κοπεγχάγη, δεν είχαμε ούτε δεσμεύσεις κάποτε- πολύ λίγες όμως πράξεις.
Στην Ελλάδα πιο συγκεκριμένα, δεν μπορούμε να έχουμε ισχυρή περιβαλλοντική πολιτική χωρίς ισχυρές περιβαλλοντικές υπηρεσίες. Αυτήν την περίοδο, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχει σταματήσει τις προσλήψεις στελεχών στις περιβαλλοντικές υπηρεσίες και τις οδηγεί σε ασφυξία. Όταν μία κυβέρνηση σταματάει τις προσλήψεις επιστημόνων στις δασικές υπηρεσίες και στους Φορείς Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών, δίνει, δυστυχώς, ένα πολύ ισχυρό και πρακτικό μήνυμα ότι στοχεύει ακριβώς στην αντίθετη κατεύθυνση, στην αποδυνάμωση δηλαδή της περιβαλλοντικής πολιτικής. Συνεπώς, αν θέλουμε εμείς να ενισχύσουμε την περιβαλλοντική πολιτική, το πρώτο για το οποίο πρέπει να πιέσουμε είναι για άμεσες προσλήψεις στις υπηρεσίες περιβαλλοντικής αδειοδότησης και στις υπηρεσίες περιβαλλοντικού ελέγχου, όπως και στις τομεακές υπηρεσίες, βιοποικιλότητας, δασών, ατμοσφαιρικής ρύπανσης και βέβαια κλιματικής αλλαγής και κλιματικής κρίσης.
Πρέπει να διεκδικήσουμε ακόμη αύξηση του προς διάθεση προϋπολογισμού. Δεν μπορεί να μειώνεται ο προϋπολογισμός ή να «ιδιωτικοποιείται», να μεταφέρεται δηλαδή το κόστος προστασίας του περιβάλλοντος στην κοινωνία.
Στην περιβαλλοντική πολιτική χρειαζόμαστε και την επιστήμη καθώς και νέα τεχνολογικά συστήματα παρακολούθησης της ποιότητας του περιβάλλοντος, διότι δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε σύγχρονα προβλήματα με παλιές λύσεις. Η δυσοσμία στη δυτική Αττική, στη δυτική Θεσσαλονίκη και στο Βόλο δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με συμβατικά συστήματα μέτρησης της αέριας ρύπανσης τα οποία δεν βρίσκουν αυτή τη στιγμή - ας το πω έτσι απλά - συγκεκριμένους ρύπους που, όμως, ο κόσμος, η τοπική κοινωνία αντιλαμβάνεται γιατί υπάρχουν σοβαρές οχλήσεις. Χρειάζεται και ένα εθνικό δίκτυο πιστοποιημένων εργαστηρίων όπου, σε αυτόν τον στόχο, τα πανεπιστημιακά εργαστήρια μπορούν να παίξουν ιδιαίτερα θετικό ρόλο. Η πιστοποίηση, δηλαδή, των περιβαλλοντικών εργαστηρίων και η ενιαία λειτουργία τους σε ένα πλαίσιο που θα εξυπηρετεί την Πολιτεία, έχει μεγάλη σημασία. Γιατί έχουμε πολλές ανακοινώσεις από επίσημα ή μη εργαστήρια που δεν είναι πιστοποιημένα και σε ενιαίο δίκτυο.
Εμείς, είχαμε επιλέξει και είχαμε υπογράψει ως κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ένα Μνημόνιο Συνεργασίας που συμπεριελάμβανε τον Δημόκριτο, το Αστεροσκοπείο, το ΕΛΚΕΘΕ και την Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας και έτσι είχαμε εξασφαλίσει τη μεγαλύτερη στήριξη στις αναλύσεις και στα περιστατικά ρύπανσης. Όλους τους σχετικούς επιστημονικούς φορείς, έτσι ώστε να παρέχονται ακριβείς πληροφορίες στην κοινωνία, κάτι που έγινε π.χ. μετά την πυρκαγιά στο Μάτι και είχαμε αποτελέσματα και στη θάλασσα, και στο έδαφος και στην ατμόσφαιρα.
Επιτρέψτε μου να κάνω ειδική αναφορά στα θέματα της κλιματικής κρίσης. Η Ελλάδα έχει καθυστερήσει πάρα πολύ στη διαμόρφωση ενός κλιματικού νόμου, είναι κάτι που έχουμε θέσει και προτείνει πολλαπλώς το τελευταίο εξάμηνο ως ΣΥΡΙΖΑ. Από την άλλη, ενώ η κυβέρνηση του κυρίου Μητσοτάκη αυτοχαρακτηρίζεται ως «πράσινη» δεν έχει προχωρήσει στο σχεδιασμό ενός κλιματικού νόμου, σε αντιστοιχία με πρωτοβουλίες που έχει λάβει και η Κομισιόν. Δεν έχουμε δηλαδή ένα νόμο που να προσδιορίζει ποιο ποσοστό του προϋπολογισμού θα δίνεται, κάθε χρονιά, για το περιβάλλον και ιδιαίτερα για την κλιματική ουδετερότητα, για την ανθεκτικότητα της κοινωνίας μας στην κλιματική κρίση.
Το έλλειμμα αυτό είναι πλέον, επικίνδυνο, διότι υπάρχει η πιθανότητα - βεβαιότητα για εμένα – ότι το Υπουργείο Ανάπτυξης στηρίζει επενδύσεις χωρίς να έχει περιβαλλοντική ατζέντα, ή έχει μάλλον «αντιπεριβαλλοντική» ατζέντα -οι κύριοι Γεωργιάδης και Χατζηδάκης το έχουν αποδείξει αυτό-, με αποτέλεσμα οι επενδύσεις να μη μειώνουν, αλλά να αυξάνουν το κλιματικό και περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα. Ο κλιματικός νόμος χρειάζεται, επειγόντως στη χώρα μας γιατί θα τη βοηθήσει να ανταπεξέλθει στον αναδυόμενο κλιματικό ανταγωνισμό.
Κλείνοντας επιτρέψτε μου ένα πρώτο, μικρό σχόλιο για το νομοσχέδιο της κυβέρνησης για την ηλεκτροκίνηση που είναι σε δημόσια διαβούλευση. Θέλω να σημειώσω ότι αν η Ελλάδα δεν συμμετάσχει στην ηλεκτροκίνηση, μέσω της βιομηχανικής παραγωγής, δημιουργείται ο κίνδυνος η μετεξέλιξή μας σε μια πιο «ηλεκτροκινούμενη κοινωνία», να οδηγήσει στο να αγοράζουμε μόνο ακριβά προϊόντα από τη Βόρεια Ευρώπη. Θα οδηγήσει στη συνέχεια στην υστέρηση της Ελλάδας στον κλιματικό και τεχνολογικό ανταγωνισμό, με το ενδεχόμενο η κλιματική κρίση να μεγεθύνει τις ανισότητες και να πλήξει τις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Πρόκειται για ένα κίνδυνο που έχουν εντοπίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών και γι’ αυτό χρησιμοποιούν το σύνθημα «Κανείς να μη μείνει πίσω».
Μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι «κανείς δεν θα μείνει πίσω»; Γιατί, ήδη, από την κρίση του κορονοϊού, πλήττονται περισσότερο οι ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Πρέπει να παρέμβουμε ώστε κανείς να μη μείνει πίσω. Να μην μείνει πίσω όμως και η χώρα μας εξαιτίας των αναχρονιστικών και αντιπεριβαλλοντικών πολιτικών της κυβέρνησης του κυρίου Μητσοτάκη που μάς οδηγεί προς τα πίσω. Χρειαζόμαστε συνεπώς, μία κοινωνική συμφωνία και μία συμμαχία την οποία η Κυβέρνηση δεν στηρίζει και δεν επιδιώκει αλλά επικεντρώνεται μόνο στην ιδιωτικοποίηση ενεργειακών υποδομών.