H ενεργειακή μετάβαση και οι πιο φιλόδοξοι στόχοι που τίθενται για το 2030 σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν πρέπει να αποτελούν επικοινωνιακά πυροτεχνήματα αλλά, οφείλουν να μεταφραστούν σε εφαρμόσιμες πολιτικές, όπως και οφείλουν παράλληλα να εξασφαλίζουν την κοινωνική δικαιοσύνη, σημείωσε ο Τομεάρχης Περιβάλλοντος και Ενέργειας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Σ. Φάμελλος, στο πλαίσιο του Thessaloniki Summit με θέμα την κλιματική αλλαγή και τη δίκαιη μετάβαση.
Παρότι η Ευρωπαϊκή Ένωση εξακολουθεί να πρωτοπορεί, σε παγκόσμιο επίπεδο, στις πολιτικές για το κλίμα, με τις πολιτικές προτάσεις από το κόμμα των Πρασίνων και την Ευρωπαϊκή Αριστερά για μείωση εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου άνω του 60%, η ουσιαστική αλλαγή της πολιτικής και η μετατόπιση σε φιλικές προς το κλίμα επιλογές σε όλη την πυραμίδα των πολιτικών αποφάσεων παραμένει ζητούμενο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Ευρωπαϊκό Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης, όπου η χρηματοδότηση κάθε χώρας-μέλους εξαρτάται μόνο εν μέρει από τη δέσμευση στο στόχο της κλιματικής ουδετερότητας και όπου η πρόταση των Ευρωβουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για την ενσωμάτωση κριτηρίων σχετικών με την ταχύτητα απολιγνιτοποίησης απορρίφθηκε από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, με αποτέλεσμα οι ευρωβουλευτές της Νέας Δημοκρατίας να στηρίξουν την τροπολογία του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
Οι κλιματικοί στόχοι γίνονται όμως πιο φιλόδοξοι σε ένα όλο και πιο δύσκολο περιβάλλον και λόγω του COVID, και πλέον η αναθεώρηση των στόχων σε ευρωπαϊκό επίπεδο επιβάλλει και την εκ νέου αναθεώρηση του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα της Ελλάδας, που εγκρίθηκε πρόσφατα, προς την ακόμη μεγαλύτερη μείωση εκπομπών, με ακόμη ταχύτερη απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, συμπεριλαμβανομένου και του φυσικού αερίου. Εδώ φαίνεται και το λάθος της προσέγγισης της Νέας Δημοκρατίας, η οποία συνέδεσε την απολιγνιτοποίηση με αντικατάσταση του λιγνίτη από ιδιωτικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο και όχι από ΑΠΕ, πολιτική που κινδυνεύει να δεσμεύσει τη χώρα σε νέες επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα που δε θα μπορέσουν να αποσβεστούν έγκαιρα, μπλοκάροντας παράλληλα την ενεργειακή μετάβαση της χώρας και βαρύνοντας με επιπρόσθετο κόστος τους καταναλωτές, τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Χρειάζεται ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, τουλάχιστον 10 με 15 χρόνια, για την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου στις λιγνιτικές περιοχές. Η εξαγγελία της απολιγνιτοποίησης, τον Σεπτέμβριο του 2019, χωρίς σχέδιο για τις λιγνιτικές περιοχές, και η έως τώρα προσπάθεια της κυβέρνησης να παρουσιάσει ένα σχέδιο που διαμορφώθηκε στην Αθήνα με βάση υποτιθέμενες επενδυτικές προτάσεις, κινδυνεύουν να μετατρέψουν τη μετάβαση της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης σε μία μετάβαση για λίγους. Δεν υπάρχει καμία απάντηση μέχρι σήμερα για τους εργαζόμενους, για την τοπική κοινωνία και για την αποκατάσταση της εργασίας, με αποτέλεσμα η αγωνία των ανθρώπων να εντείνεται, λόγω των ιδιαίτερα στενών χρονικών περιθωρίων.
Η μετάβαση δεν αφορά μόνο τις λιγνιτικές περιοχές, οι οποίες αντιμετωπίζουν άμεσα ζητήματα, αφορά επίσης και όλη την κοινωνία και όλη τη χώρα. O κλιματικός ανταγωνισμός και οι διαδικασίες του Ταμείου Ανάκαμψης, κινδυνεύουν να οδηγήσουν στη διεύρυνση των ανισοτήτων και στην Ευρώπη. Οι μέχρι τώρα εξελίξεις και το μείγμα πολιτικής που εφαρμόζεται διευκολύνει την πρόσβαση αναπτυγμένων χωρών και μερίδας μεγάλων επιχειρήσεων με ήδη μεγάλο βαθμό ετοιμότητας στους διαθέσιμους πόρους. Έτσι όμως, μένει έξω από τις χρηματοδοτήσεις η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, καθώς και οι ασθενέστεροι εισοδηματικά και κοινωνικά που πλήττονται περισσότερα και από την υγειονομική και από την κλιματική κρίση. Δεν υπάρχει πρόσβαση για όλους στην ανάκαμψη και στο συμπληρωματικό κεφάλαιο.
Υπάρχει το ρίσκο, το σύνθημα της Ευρώπης «Κανείς να μην μείνει πίσω» να μείνει μόνο στα χαρτιά, τόσο μεταξύ χωρών όσο και μεταξύ πολιτών και επιχειρήσεων. Για την Ελλάδα συγκεκριμένα, η εφαρμογή της εθνικής Αναπτυξιακής Στρατηγικής, που για το ΣΥΡΙΖΑ το 2018-2019 είχε ισχυρό κλιματικό πρόσημο, με μετάβαση για όλους, σε αντίθεση με την πρόταση της Επιτροπής Πισσαρίδη, παραμένει ένα κρίσιμο ζήτημα, όπως και η αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας με ειδική χρηματοδότηση στο πλαίσιο του Εξοικονομώ για τους οικονομικά ασθενέστερους, η μείωση του κόστους ενέργειας για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, όπου σήμερα υπάρχουν υπερκέρδη για λίγους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας, ο πλουραλισμός στην ενεργειακή παραγωγή, μέσω των Ενεργειακών Κοινοτήτων, και τέλος, η διατήρηση εργαλείων της πολιτείας στη διαδικασία της ενεργειακής μετάβασης, με το δημόσιο έλεγχο στα δίκτυα της χώρας.
Κλείνοντας την τοποθέτησή του, ο Σ. Φάμελλος επέμεινε στη σημασία ενός εθνικού κλιματικού νόμου, ο οποίος, όπως ανέφερε δε θα θέτει μόνο στόχους αλλά και προϋποθέσεις για την ίδια τη διαδικασία της μετάβασης, θα βάζει τέλος στη χρηματοδότηση επενδύσεων με κλιματικό αποτύπωμα και θα συνδέει την κλιματική παράμετρο σε όλες τις πολιτικές, καθώς, για παράδειγμα, η διείσδυση των ΑΠΕ δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς ξεκάθαρο χωρικό σχεδιασμό που να λαμβάνει υπόψη τόσο την προστασία της βιοποικιλότητας όσο και την συνύπαρξη με άλλες οικονομικές δραστηριότητες. Η ασφάλεια δικαίου αλλά και η κοινωνική και δημοκρατική μετάβαση είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την επίτευξη των φιλόδοξων κλιματικών στόχων που οφείλει να πετύχει η Ελλάδα, σε αυτούς τους άξονες παρατηρείται όμως μεγάλη καθυστέρηση, ενώ οι πολιτικές της κυβέρνησης οξύνουν τις υφιστάμενες αντιθέσεις και συγκρούσεις.