Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο οργανισμός που εκπροσωπεί τις ευρωπαϊκές εταιρείες ενέργειας το 2024 παρατηρείται ραγδαία αύξηση των ωρών λειτουργίας με αρνητικές τιμές στην Ενδοημερήσια Αγορά αλλά και στην Αγορά της Επόμενης Ημέρας φτάνοντας τις 1031 το οκτάμηνο. Αρνητικές τιμές υπήρχαν ιστορικά στην Ενδοημερήσια Αγορά ωστόσο λόγω της υπερπροσφοράς από μονάδες ΑΠΕ και της χαμηλής ζήτησης το φαινόμενο έχει διογκωθεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ώρες αρνητικών τιμών σε όλη την Ευρώπη, από 154 το 2018, αυξήθηκαν σε 352 το 2019, 672 το 2020, 326 το 2021, 249 το 2022, και εκτινάχθηκαν σε 821 το 2023 για να φτάσουν στις 1031 το 2024. Και για να γίνει το αντιληπτό το μέγεθος επί 42 ολόκληρα 24ωρα οι παραγωγοί ενέργειας της Ευρώπης παρήγαγαν ενέργεια για την οποία έπρεπε να πληρώσουν προκειμένου να απορροφηθεί.
Η Eurelectric ζητά τη λήψη μέτρων από την Κομισιόν προκρίνοντας καταρχήν την προώθηση του εξηλεκτρισμού με ένα σχέδιο δράσης που θα οδηγήσει στην ενίσχυση της ζήτησης η οποία θα εξυπηρετηθεί από την άφθονη παραγωγή των ΑΠΕ.
Στη μελέτη της Eurelectic γίνεται αναφορά και στις χώρες που εμφανίστηκαν για πρώτη φορά το 2024 αρνητικές τιμές στην Αγορά της Επόμενης Ημέρας, μεταξύ αυτών η Ελλάδα, η Ισπανία, η Πορτογαλία και Πολωνία. Επιπλέον, αγορές όπως η Ρουμανία και η Ελβετία παρουσίασαν πιο έντονες αρνητικές τιμές, ενώ σε άλλες αγορές όπως η Ιταλία αυξήθηκαν οι περιπτώσεις εξαιρετικά χαμηλών τιμών αλλά δεν έχει ακόμη γράψει αρνητικές τιμές στην αγορά της Επόμενης Ημέρας.
Όπως αναφέρεται, σε κάθε μία από τις αγορές της Ευρώπης ισχύουν διαφορετικοί κανόνες και κάθε χώρα αντιμετωπίζει με διαφορετικό τρόπο το ζήτημα. Ειδικότερα για την Ελλάδα τονίζει ότι υπάρχουν αυστηροί κανόνες που μειώνουν τα χρήματα που εισπράττουν οι μονάδες ΑΠΕ με Feed-in Premium (FiP) εάν οι τιμές είναι μηδενικές ή αρνητικές για δύο συνεχόμενες ώρες. Ωστόσο αυτό δεν ισχύει για τις μονάδες με Feed in Tariff, δηλαδή τις παλαιές μονάδες που αμείβονται με πολύ υψηλότερες εγγυημένες ταρίφες. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους για τους οποίους στην Ελλάδα δεν παρατηρούνται πολλές ώρες αρνητικών τιμών. Oι εκπρόσωποι έργων με παλαιές ταρίφες προσφέρουν εξαιρετικά χαμηλές, αλλά όχι μηδενικές ή αρνητικές τιμές. Με τον τρόπο αυτό η DAM διαμορφώνεται σε θετικό έδαφος, έστω και πολύ χαμηλό, με αποτέλεσμα οι παραγωγοί με θερμικές μονάδες να αμείβονται με την τιμή που διαμορφώνεται στην αγορά, ενώ οι παραγωγοί που διαθέτουν μονάδες ΑΠΕ με παλαιές ταρίφες, αμείβονται στη συμβολαιοποιημένη υψηλή τιμή. Αυτός άλλωστε είναι και ένας από τους λόγος για τους οποίους εξετάζεται η επιπλέον φορολόγηση των μονάδων που διαθέτουν παλαιές ταρίφες.
Πάντως στην Ελλάδα είναι σημαντικό το ποσοστό των περικοπών ενέργειας οι οποίες αφορούν κυρίως μεγάλα και νέα έργα. Έτσι τους πρώτους 10 μήνες του έτους περικόπηκαν 814 GWh ΑΠΕ, που αντιστοιχούν στο 3,7% της συνολικής παραγόμενης ενέργειας από ΑΠΕ στο ίδιο χρονικό διάστημα.
Εξάλλου όπως αναφέρει η μελέτη της Eurelectric στην Ελλάδα, οι λιγνιτικές μονάδες, που λειτουργούν μεταξύ Οκτωβρίου και Απριλίου για την παροχή θέρμανσης στη Δυτική Μακεδονία και τη Μεγαλόπολη μπορεί να προκαλέσουν χαμηλές ή αρνητικές τιμές στη DAM σε περιόδους χαμηλής ζήτησης ή υψηλής απόδοσης ΑΠΕ.
Η Eurelectric υπογραμμίζει ότι οι αρνητικές τιμές ενέχουν κινδύνους, όπως η αναστολή επενδύσεων στον τομέα της ενέργειας. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος, προτείνει:
- Ενίσχυση της ζήτησης μέσω ενός σχεδίου δράσης που προωθεί τον εξηλεκτρισμό και μπορεί να απορροφήσει την αυξημένη παραγωγή ΑΠΕ.
- Ευελιξία του συστήματος, με κίνητρα για την ανάπτυξη ευέλικτων μονάδων παραγωγής, την απόκριση ζήτησης και την αποθήκευση ενέργειας.
- Δημιουργία μιας αγοράς επενδύσεων στην ευελιξία, ειδικά ενόψει της αυξημένης διείσδυσης των ΑΠΕ και της διασυνοριακής συμφόρησης.