Καύσιμα: Πόσα χάνουμε από τις πειραγμένες αντλίες

Καύσιμα: Πόσα χάνουμε από τις πειραγμένες αντλίες
Τρίτη, 15/04/2025 - 08:08

Παρά τα αυστηρότερα μέτρα και την εντατικοποίηση των ελέγχων, η παραβατικότητα στην αγορά καυσίμων φαίνεται να παραμένει σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα, όπως αποτυπώνεται στα στοιχεία του Συνδέσμου Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών Ελλάδας (ΣΕΕΠΕ).

Οι εκτιμήσεις της αγοράς για το 2025 δείχνουν σχεδόν διπλασιασμό των παραβατικών πρατηρίων στα μεγάλα αστικά κέντρα, σε σχέση με το 2016. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία από τις εκτιμήσεις της αγοράς, που παρουσίασε ο πρόεδρος του ΣΕΕΠΕ και διευθύνων σύμβουλος της Ελινόιλ, Γιάννης Αληγιζάκης, στο πλαίσιο του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, το 2025 το ποσοστό των παραβατικών πρατηρίων αυξήθηκε σε 29% στην Αττική και σε 17% στη Θεσσαλονίκη, όταν το 2016 το αντίστοιχο ποσοστό έφτανε το 15% στην Αττική και το 11% στη Θεσσαλονίκη. Καταγράφεται δηλαδή μια αύξηση κατά 93% στην Αττική και 55% στη Θεσσαλονίκη.

Το φαινόμενο, όπως περιέγραψε, επικεντρώνεται πλέον κυρίως στις «πειραγμένες» αντλίες και στις ελλειμματικές παραδόσεις, δηλαδή στην κλοπή καυσίμων κατά τη διανομή ή την προμήθεια του καταναλωτή.

Η τάση που καταγράφεται είναι ότι αυξάνεται ο αριθμός των παραβατικών πρατηρίων, αλλά μειώνεται η ποσότητα καυσίμων που κλέβεται ανά πρατήριο. Όπως σημείωσε ο κ. Αληγιζάκης, «περισσότερα πρατήρια κλέβουν μικρότερες ποσότητες». Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, το 2025 η μέση απώλεια ανά παράδοση λόγω πειραγμένων αντλιών ανέρχεται στο 18%, καταγράφοντας μείωση κατά 25% σε σχέση με το 2023, όταν η απώλεια έφτανε το 24%.

Παράλληλα, ο πρόεδρος του ΣΕΕΠΕ αναφέρθηκε στην πρόοδο που έχει σημειωθεί από την Πολιτεία για την αντιμετώπιση της παραβατικότητας, επισημαίνοντας τη θέσπιση του νόμου περί «δέουσας επιμέλειας» το 2024, ο οποίος προβλέπει αυστηρότερες ποινές για τους παραβάτες. Ωστόσο, όπως υπογράμμισε, η εφαρμογή του νόμου στην πράξη συναντά σοβαρές δυσκολίες, καθώς ορισμένες δικαστικές αποφάσεις αναστέλλουν την επιβολή των ποινών, επιτρέποντας τη συνέχιση της λειτουργίας παραβατικών πρατηρίων.

Κομβικό ρόλο στην ενίσχυση της παραβατικότητας φαίνεται πως διαδραματίζει και η συνέχιση της ισχύος του πλαφόν στο περιθώριο κέρδους των πρατηρίων, μέτρο που εφαρμόζεται τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Ο ΣΕΕΠΕ έχει κατ' επανάληψη αναφερθεί στις αρνητικές συνέπειες του μέτρου, κάνοντας λόγο για στρέβλωση της αγοράς και ενίσχυση του αθέμιτου ανταγωνισμού. «Το πλαφόν, πέρα από αδικαιολόγητο, είναι και αναποτελεσματικό, καθώς επηρεάζει μόλις το 6% της τελικής τιμής των καυσίμων», ανέφερε ο κ. Αληγιζάκης. Πρόσθεσε δε ότι «πολλά νόμιμα πρατήρια καθίστανται μη βιώσιμα και περνούν στα χέρια παραβατικών επιχειρηματιών».

Παρόμοια ήταν και η τοποθέτηση του αναπληρωτή διευθύνοντος συμβούλου του Ομίλου Motor Oil, Πέτρου Τζαννετάκη, ο οποίος μιλώντας στην Ένωση Θεσμικών Επενδυτών χαρακτήρισε την διατήρηση του πλαφόν παράλογη, επισημαίνοντας ότι η επιχείρηση καλείται να λειτουργήσει υπό συνθήκες σημαντικής αύξησης του κόστους τόσο σε μισθούς όσο και σε ενέργεια. Ο ίδιος τόνισε ότι αναμένει την απόφαση της κυβέρνησης έως το τέλος Απριλίου, οπότε και εκπνέει η υφιστάμενη νομοθετική ρύθμιση.

Σε αυτό το περιβάλλον, η ΑΑΔΕ έχει καταρτίσει φιλόδοξο σχέδιο δράσης για το 2025, με στόχο τον περιορισμό του λαθρεμπορίου καυσίμων. Το επιχειρησιακό σχέδιο προβλέπει τη διενέργεια 33.410 ελέγχων δίωξης σε προϊόντα με Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης, όπως υγρά καύσιμα, καπνικά και αλκοολούχα. Επιπλέον, περιλαμβάνει 6.082 ελέγχους «δέουσας επιμέλειας», 1.500 ελέγχους βάσει πληροφοριακών δελτίων, καθώς και τουλάχιστον 13.700 εκ των υστέρων ελέγχους εγγράφων από τα τελωνεία. Συνολικά, το πλάνο προβλέπει περισσότερους από 73.400 ελέγχους από τα τελωνεία και 184.000 φορολογικούς και τελωνειακούς ελέγχους, με στόχο την ανάκτηση επιπλέον εσόδων ύψους 1,7 δισ. ευρώ. Στη «φαρέτρα» των ελεγκτικών αρχών επιστρατεύονται και ψηφιακά εργαλεία, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, τα μοντέλα ανάλυσης κινδύνου και οι διασταυρώσεις από μέσα κοινωνικής δικτύωσης και καταγγελίες πολιτών, προκειμένου να εντοπιστούν ύποπτα πρότυπα συμπεριφοράς και να περιοριστεί η φοροδιαφυγή και το λαθρεμπόριο στην αγορά καυσίμων.