Χαμηλότερες τιμές ηλεκτρικού ρεύματος περιμένει το 2025 ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θόδωρος Σκυλακάκης εκτιμώντας ότι θα συνεχιστεί η καθοδική πορεία του όταν ήδη οι τιμές είχαν υποχωρήσει σε σχέση με το 2023. Όπως ανέφερε χθες σε συνέντευξή του στον ΑΝΤ1 και έχει άλλωστε επισημάνει κατ’ επανάληψη το αυξανόμενο ποσοστό Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) στο ενεργειακό μείγμα αποτελεί τον καταλυτικό παράγοντα για την αποκλιμάκωση των τιμών, καθώς οι μεγαλύτερες ποσότητες «πράσινης» ενέργειας μειώνουν τη χρήση του φυσικού αερίου, το οποίο είναι ακριβότερο.
Την ίδια ώρα στην τελική ευθεία βρίσκονται οι αποφάσεις για την επιδότηση στο ρεύμα για τις μικρές επιχειρήσεις. Με βάση τα δεδομένα της χονδρικής αγοράς ενέργειας, το Υπουργείο προετοιμάζεται για την ανακοίνωση επιδοτήσεων προς τις μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες θα καλύψουν την περίοδο Δεκεμβρίου 2024 - Ιανουαρίου 2025 και αν χρειαστεί και τον Φεβρουάριο. Εκτιμάται ότι «οδηγός» για να προσδιοριστούν οι επιδοτήσεις για τις μικρές επιχειρήσεις θα είναι τα τιμολόγια Νοεμβρίου.
Ηδη, όπως έχει προαναγγείλει ο κ. Σκυλακάκης αναμένει πρώτα τη διαμόρφωση της μέσης τιμής χονδρικής για τον Ιανουάριο, καθώς και την τιμολογιακή πολιτική των προμηθευτών, προτού καθορίσει το ύψος των ενισχύσεων. Οι αποφάσεις αυτές αναμένονται στα τέλη Ιανουαρίου ή αρχές Φεβρουαρίου.
Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία, η μέση τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας στην Αγορά Επόμενης Ημέρας του Χρηματιστηρίου Ενέργειας τον Οκτώβριο του 2024 ήταν στα 90,06 ευρώ/MWh, ενώ το Νοέμβριο ανέβηκε στα 137,4 ευρώ/MWh. Αν και τον Δεκέμβριο υπήρξε ελαφρά πτώση στα 133,55 ευρώ/MWh, η τάση του Ιανουαρίου δείχνει μια σταθεροποίηση γύρω στα 122,46 ευρώ/MWh. Παρόλα αυτά, το Υπουργείο αποφεύγει να θέσει συγκεκριμένα όρια τιμών για τις επιδοτήσεις, λόγω της μεγάλης ποικιλίας τιμολογίων που προσφέρουν οι πάροχοι στις μικρές επιχειρήσεις. Παράλληλα, ελπίζει ότι οι πάροχοι θα διατηρήσουν στάση αυτοσυγκράτησης, όπως συνέβη στους οικιακούς λογαριασμούς τον Δεκέμβριο και τον Ιανουάριο.
Για να αποφευχθούν λάθη του παρελθόντος, όπως η επιδότηση λογαριασμών που δεν πληρούσαν τα ευρωπαϊκά κριτήρια, οι επιδοτήσεις θα αφορούν αυστηρά πολύ μικρές επιχειρήσεις. Το υπουργείο εξετάζει εάν το κριτήριο θα είναι η ισχύς της σύνδεσης (έως 35kVA) ή ο ετήσιος τζίρος (μέχρι 200.000 ευρώ). Πρόκειται για κατηγορίες όπως αρτοποιεία, εστιατόρια και μικρές εμπορικές επιχειρήσεις. Παράλληλα, θα διενεργείται έλεγχος για οφειλές και συμμόρφωση με όποιες ρυθμίσεις πληρωμών, ενώ οι αιτήσεις θα γίνονται μέσω ειδικής ψηφιακής πλατφόρμας.
Μία σημαντική προϋπόθεση για την επιδότηση είναι η συμμόρφωση με τον κανονισμό «de minimis», που ορίζει ότι οι επιδοτήσεις δεν μπορούν να υπερβαίνουν τα 200.000 ευρώ μέσα σε τρία χρόνια. Επιπλέον, επιχειρήσεις που τροφοδοτούνται από τη Μέση Τάση και ενεργοβόρες βιομηχανίες Υψηλής Τάσης εξαιρούνται από το μέτρο.
Παρά τις προκλήσεις, ο στόχος είναι σαφής: η ενίσχυση των μικρών επιχειρήσεων χωρίς να επιβαρύνεται υπερβολικά το ενεργειακό κόστος. Η ενσωμάτωση περισσότερων ΑΠΕ και η σταθεροποίηση της χονδρικής τιμής ενέργειας δημιουργούν αισιοδοξία ότι η ενεργειακή μετάβαση μπορεί να συνοδευτεί από οφέλη για όλους.