Οι υπόλοιποι εργαζόμενοι προσβλέπουν σε αυτό το βοήθημα που θα τους ανακουφίσει σε κάποιο βαθμό από το καλπάζον ενεργειακό κόστος. Δύο χρόνια έχουν στη διάθεσή τους οι εργοδότες για να καταβάλουν το αφορολόγητο επίδομα στους εργαζόμενους. Το βοήθημα θα αποτελέσει από τον Ιανουάριο αντικείμενο διαπραγμάτευσης για τις νέες συλλογικές συμβάσεις εργασίας στο Δημόσιο, τις ταχυδρομικές υπηρεσίες, τη βιομηχανία τροφίμων και την εστίαση.
Σύμφωνα με σφυγμομέτρηση το οικονομικού ινστιτούτου Ifo, το 42% των εταιρειών προτίθεται να καταβάλει το βοήθημα, 14% το απορρίπτει και το 44% αμφιταλαντεύεται. «Ειδικά οι εργαζόμενοι στην βιομηχανία και τις μεγάλες επιχειρήσεις θα μπορούσαν να επωφεληθούν από αυτό το αφορολόγητο μπόνους», δήλωσε την Παρασκευή η ειδικός του Ifo Γιοχάνα Γκάρνιτς. Από την άλλη πλευρά, στον τομέα του εμπορίου, μόλις το 33% των εργοδοτών θεωρεί πιθανή την καταβολή εφάπαξ πληρωμής ύψους 1.500 ευρώ.
«Θεωρούμε δεδομένο ότι το αφορολόγητο βοήθημα θα αποτελέσει αντικείμενο και σε άλλες διαπραγματεύσεις για νέες συλλογικές συμβάσεις εργασίας, έτσι ώστε να επωφεληθούν πολύ περισσότεροι εργαζόμενοι», λέει ο Μίχαελ Σρόντι, εκπρόσωπος της κοινοβουλευτικής ομάδας των γερμανών σοσιαλδημοκρατών για οικονομικά ζητήματα. Το εφάπαξ βοήθημα έχει ως στόχο να ανακουφίσει τους εργαζόμενους σε μια εποχή εκτόξευσης τιμών. Και μάλιστα χωρίς να αυξάνεται μακροπρόθεσμα το μισθολογικό κόστος, δημιουργώντας ένα ανοδικό σπιράλ μισθών-τιμών, τροφοδοτώντας περαιτέρω τον πληθωρισμό.
Τα 4,5 εκατομμύρια εργαζόμενοι στις βιομηχανίες μετάλλου, ηλεκτρονικών, χημείας και φαρμάκων θα λάβουν 3.000 ευρώ καθαρά σε δύο δόσεις επιπλέον στις μισθολογικές αυξήσεις. Από το μπόνους δεν επωφελούνται μόνο οι εργαζόμενοι σε κολοσσούς εισηγμένους στο χρηματιστήριο, όπως BASF, Bayer, BMW, Fresenius, Henkel, Mercedes και Siemens, αλλά και όσοι εργάζονται σε αναρίθμητες μικρότερες επιχειρήσεις.
Η συνδικαλιστική οργάνωση Verdi χαιρετίζει την καταβολή αντισταθμίσματος στον πληθωρισμό και σε τράπεζες όπως Deutsche Bank, Commerzbank και ING-Diba. Ο Νόρμπερτ Ρόιτερ, αρμόδιος για τις διαπραγματεύσεις συλλογικών συμβάσεων του συνδικάτου, καθιστά ωστόσο σαφές ότι: «Η καταβολή μπόνους δεν αποτελεί εναλλακτική στις μισθολογικές αυξήσεις ούτε τις υποκαθιστά. Διότι γρήγορα το ποσό αυτό ξοδεύεται χωρίς να έχει μεσοπρόθεσμη επίδραση στο εισόδημα του εργαζομένου».
Δεν επωφελούνται τα χαμηλά εισοδήματα
Ο πρόεδρος του ινστιτούτου Ifo Κλέμενς Φουστ δηλώνει: «Σε εποχές οικονομικής αβεβαιότητας η καταβολή εφάπαξ πληρωμών έχει νόημα». Ασκεί ωστόσο κριτική επειδή το βοήθημα επιδοτείται στην ουσία από το κράτος, αλλά και επειδή «η αφορολόγητη πληρωμή 3.000 ευρώ ωφελεί κυρίως τα μεσαία και υψηλά εισοδήματα, ενώ θα έπρεπε να επικεντρώνεται στην ενίσχυση των κατώτατων εισοδημάτων».
Σύμφωνα με το οικονομικό ινστιτούτο Ifo πολλές εταιρείες εκμεταλλεύτηκαν την εκτίναξη του ενεργειακού κόστους για να αυξήσουν τις τιμές και τα κατά συνέπεια τα κέρδη τους, όπως συνέβη για παράδειγμα στον κατασκευαστικό κλάδο, το εμπόριο, τις μεταφορές και την εστίαση. Ο αντιπρόεδρος του συνδικάτου Τροφή Κατανάλωση Εστίαση NGG Φρέντι Αντγιάν χαρακτηρίζει κερδισμένους της κρίσης εταιρίες όπως Nestlé, Unilever και Coca-Cola. Στις επόμενες διαπραγματεύσεις για συλλογικές συμβάσεις το 2023 στην βιομηχανία τροφίμων και την εστίαση με συνολικά πάνω από 2 εκατομμύρια εργαζόμενους το συνδικάτο προτίθεται να διεκδικήσει αυξήσεις της τάξης του 10%.
Αφορολόγητο μπόνους θα λάβουν και οι εργαζόμενοι στις αλυσίδες σουπερμάρκετ Lidl και Rewe, τις κλινικές Sana, τον ενεργειακό κολοσσό RWE, αλλά και τους Γερμανικούς Σιδηρόδρομους. Τόσο ο Φρέντι Αντγιάν όσο και ο Μίχαελ Σρόντι εκτιμούν ωστόσο ότι είναι ακόμα πρώιμο να εξαχθούν κατάλληλα συμπεράσματα.
Πηγή: DW