Τα υψηλότερα κέρδη ευθύνονται για το 45% των αυξήσεων στις τιμές καταναλωτή στην Ευρωζώνη από τις αρχές του 2022 έως τον Μάρτιο του 2023, με τους μισθούς να ευθύνονται μόνο για το 25%. Το υπόλοιπο ποσοστό οφείλεται στο αυξανόμενο κόστος των εισαγωγών ενέργειας, τροφίμων και άλλων αγαθών.
Αυτό προέκυψε από έρευνα του Δ.Ν.Τ και φαίνεται ότι τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων έχουν μπει δυναμικά στην συζήτηση για την πορεία του πληθωρισμού στην Ευρώπη καθώς οι επιχειρήσεις κατηγορούνται για το λεγόμενο «greedflation», δηλαδή για το γεγονός ότι εκμεταλλεύτηκαν τις αυξήσεις στο ενεργειακό κόστος, στις τιμές των πρώτων υλών και στο εργατικό κόστος για να προχωρήσουν σε ακόμα μεγαλύτερες αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων τους.
Σε αυτό το πλαίσιο η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ προειδοποιεί μιλώντας σε συνέντευξή της στην γαλλική εφημερίδα La Provence, ότι η ΕΚΤ δεν θα διστάσει να αναλάβει δράση εάν διαπιστώσει ότι αυξάνονται ταυτόχρονα τα περιθώρια κέρδους και οι μισθοί των επιχειρήσεων.
Η ίδια σημείωσε ότι «οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν ακόμη δουλειά να κάνουν για να θέσουν τον πληθωρισμό υπό έλεγχο».
Το σχετικό σχόλιο έγινε με αφορμή την απόφαση που αναμένεται να λάβε η ΕΚΤ στις 27 Ιουλίου, για τα επιτόκια και θεωρείται σχεδίων βέβαιο ότι θα προχωρήσει στην αύξησης τους κατά 25 μονάδες βάσης.
Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να δεχτούν ένα περιορισμό των κερδών τους προκειμένου να αυξηθούν. οι μισθοί των εργαζομένων, διαφορετικά, όπως είπε η κ. Λαγκάρντ «μια ταυτόχρονη αύξηση και των δύο θα τροφοδοτούσε κινδύνους πληθωρισμού και δεν θα μέναμε άπραγοι απέναντι σε τέτοιους κινδύνους».
Υπενθυμίζεται ότι η ΕΚΤ έχει προχωρήσει σε αύξηση των επιτοκίων κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες από τον περασμένο Ιούλιο, αλλά η αίσθηση του κινδύνου διατηρείται καθώς ο πληθωρισμός των υπηρεσιών, και ιδίως το κόστος εργασίας, παρακολουθείται στενά ενώ σημειώνεται ότι η ΕΚΤ δύσκολα θα σταματήσει την αυστηρή πολιτικής της μέχρι να δει αξιοσημείωτη ανάκαμψη στις προοπτικές του δομικού πληθωρισμού, ο οποίος δεν μετράει το ασταθές κόστος τροφίμων και ενέργειας.
Πάντως, σε πρόσφατες δηλώσεις του ο Γιάννης Στουρνάρας δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο περαιτέρω αύξησης των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τον Σεπτέμβριο, αλλά πρόσθεσε ότι οποιαδήποτε αύξηση πέρα από αυτόν τον μήνα «θα ήταν έκπληξη».
Ο «πληθωρισμός της απληστίας» απασχολεί και την ελληνική αγορά
Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή ο «πληθωρισμός της απληστίας» απασχολεί πλέον σοβαρά και την ελληνική αγορά, όπως και τις υπόλοιπες χώρες, για την πορεία της οικονομίας της Ευρωζώνης. Όπως σχολίασε ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς, Βασίλης Κορκίδης:
Παρά την αποκλιμάκωση του δείκτη τιμών καταναλωτή στο 2,7% στην Ελλάδα και στο 5,4% στην Ευρωζώνη, οι μεγάλες πληθωριστικές εστίες των τροφίμων και καταναλωτικών αγαθών παραμένουν ενεργές και προειδοποιούν ότι αν δεν συγκρατηθούν τα επιχειρηματικά περιθώρια κέρδους, η αντιμετώπιση του πληθωρισμού θα τραβήξει σε βάθος χρόνου με ακόμα περισσότερες αυξήσεις επιτοκίων από την πλευρά της ΕΚΤ. Στην έκθεση για την πορεία της ελληνικής οικονομίας εκτιμάται ότι θα υπάρξει σημαντική αποκλιμάκωση του πληθωρισμού το 2024 με μείωση του ποσοστού κατά 50%, από το 4,6% φέτος στο 2,3% του χρόνου, ωστόσο ενέχει ο κίνδυνος από τον πυρήνα της ακρίβειας, που είναι τα τρόφιμα.
Παρά την θετική εικόνα, οι οικονομικές προκλήσεις παραμένουν και συνδέονται κατά κύριο λόγο με την μετεξέλιξη του πληθωρισμού από ζήτησης και κόστους σε απληστίας ή αισχροκέρδειας, με αναδιανεμητικές επιπτώσεις, που βελτιώνουν τη θέση κάποιων ισχυρών, επιδεινώνοντας τη θέση κάποιων μικρομεσαίων. Σχετική έρευνα του ΔΝΤ διαπιστώνει ότι ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης από τις αρχές του 2022 οφείλεται κατά 45% στα υψηλότερα επιχειρηματικά κέρδη, κατά 40% στις τιμές εισαγωγών και κατά μόλις 25% στην αύξηση των μισθών. Το φαινόμενο έχει χαρακτηριστεί ως «greedflation» και θέτει νέα διλήμματα στην αντιμετώπισή του. Η αποτελεσματικότητα αντιμετώπισης του πληθωρισμού εξαρτάται περισσότερο από τη συγκράτηση των επιχειρηματικών κερδών, την αναπλήρωση των εισαγωγών με εγχώρια παραγωγή και πολύ λιγότερο από τον έλεγχο των μισθολογικών αυξήσεων. Χωρίς λοιπόν μείωση των περιθωρίων κέρδους, η επιστροφή του πληθωρισμού στο επίπεδο του 2% θα απαιτήσει περισσότερο χρόνο και υψηλότερα επιτόκια, με τις ανάλογες αρνητικές συνέπειες στην ευρύτερη οικονομική δραστηριότητα.
Σημειώνεται ότι, παρά την επιβράδυνση του ρυθμού μεγέθυνσης και τη μείωση του πληθωρισμού, η ονομαστική μεγέθυνση αναμένεται να παραμείνει υψηλότερη από το επιτόκιο. Επιπρόσθετα, η αποκλιμάκωση του μέσου πληθωρισμού θα επιβραδύνει και την αύξηση των φορολογικών εσόδων, κυρίως του ΦΠΑ που ακολουθεί τις αυξήσεις των τιμών.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού έχει καταρτίσει για φέτος και του χρόνου τρία σενάρια όσον αφορά την πορεία της οικονομίας. Πρόκειται όμως για παραλλαγές του βασικού σεναρίου το οποίο προβλέπει τον ρυθμό μεγέθυνσης του τρέχοντος και του επόμενου έτους να διαμορφώνεται στο 2,2%, ενώ τον πληθωρισμό από 4,6% το 2023 να μειώνεται στο 2,3% το 2024. Από την άλλη πλευρά, ο πληθωρισμός παρουσιάζει έντονη διαφοροποίηση σε επιμέρους κατηγορίες αγαθών που ελέγχονται από λίγες και μεγάλες επιχειρήσεις παγκοσμίως. Ενδεικτικά, στην κατηγορία των τροφίμων η μείωση είναι οριακή, από 11,4% σε 10,4% στην κατηγορία της ένδυσης και υπόδησης παρουσιάζει αύξηση από 5% σε 12,2%. Η διατήρηση του υψηλού πληθωρισμού κάποιων βασικών αγαθών, επιβαρύνει το κόστος διαβίωσης των πιο ευάλωτων νοικοκυριών, καθώς μεγάλο μέρος του εισοδήματός που δαπανάται για σίτιση και στέγαση, φτάνει το 60%. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι κλείνει η ψαλίδα προτίμησης από τα επώνυμα στα ιδιωτικής ετικέτας προϊόντα.
H ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας εκτιμάται ότι θα βοηθήσει την διάχυση του χαμηλότερου κόστους δανεισμού στον ιδιωτικό τομέα, αλλά και στην εξάλειψη του πρόσθετου κινδύνου για τις επενδύσεις, ενώ η επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου θα βελτιώσει τον ρυθμό ανάπτυξης της επόμενης χρονιάς κατά τουλάχιστον μισή μονάδα, από 2,2% που είναι η πρόβλεψη στο 2,7%. Αυτή η εξέλιξη στο ΑΕΠ μεταφράζεται σε επιπλέον 1,1 δις ευρώ εθνικού εισοδήματος και 400 εκατ. ευρώ περισσότερα έσοδα για το κράτος. Καθοριστική είναι η πρόωρη αποπληρωμή κατά δύο χρόνια και σε 2 δόσεις, χρέους 5,3 δις ευρώ από τα συνολικά 34 δις ευρώ των δανείων διάσωσης.