Ενεργειακές διασυνδέσεις, εξαγωγές και ενεργειακή ασφάλεια στο επίκεντρο της στρατηγικής του Νίκου Τσάφου

Ενεργειακές διασυνδέσεις, εξαγωγές και ενεργειακή ασφάλεια στο επίκεντρο της στρατηγικής του Νίκου Τσάφου
Δευτέρα, 24/03/2025 - 07:58

Η ενίσχυση των διεθνών ηλεκτρικών διασυνδέσεων και η αξιοποίηση των εξαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας αναδεικνύονται σε κεντρικές προτεραιότητες για τη νέα ηγεσία του Υπουργείου Ενέργειας.

Όπως τονίζει ο νέος υφυπουργός Ενέργειας, Νίκος Τσάφος, μιλώντας στο Cleaning Up Podcast, η εξαγωγή της πλεονάζουσας ενέργειας που παράγεται από Ανανεώσιμες Πηγές (ΑΠΕ) δεν αποτελεί μόνο μια οικονομικά επωφελή διαδικασία, αλλά και ένα κρίσιμο εργαλείο για τη σταθερότητα του ενεργειακού συστήματος. Παράλληλα, η ανάπτυξη των διεθνών διασυνδέσεων θεωρείται στρατηγικής σημασίας, καθώς επιτρέπει την πιο αποδοτική διαχείριση της μεταβλητής παραγωγής από ΑΠΕ και ενισχύει τη θέση της Ελλάδας στην περιφερειακή ενεργειακή αγορά.

Η αύξηση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας δεν αποτελεί άμεση προτεραιότητα, καθώς το βάρος πέφτει στη δημιουργία ενός ευέλικτου και ανθεκτικού ενεργειακού συστήματος που θα συνδυάζει την ασφάλεια εφοδιασμού με την ομαλή μετάβαση σε ένα πιο πράσινο ενεργειακό μείγμα. Η δουλειά του, όπως εξηγεί, αφορά κατά το ήμισυ την ενεργειακή ασφάλεια και το υπόλοιπο μισό την ενεργειακή μετάβαση. Κύρια επιδίωξή του είναι η εξασφάλιση της απρόσκοπτης τροφοδοσίας της χώρας με ενέργεια, αποτρέποντας τυχόν διαταραχές, ενώ παράλληλα σχεδιάζει τη στρατηγική που θα οδηγήσει το ενεργειακό σύστημα της Ελλάδας προς το 2030, το 2040 και το 2050.

Σε ό,τι αφορά την υπερπροσφορά ενέργειας από ΑΠΕ, ένα ζήτημα που αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία, ιδίως καθώς οι καιρικές συνθήκες βελτιώνονται και αυξάνεται η παραγωγή, ο κ. Τσάφος υπογραμμίζει ότι η πιο αποτελεσματική λύση είναι η αξιοποίηση του διασυνοριακού εμπορίου ηλεκτρικής ενέργειας.

«Ο νούμερο ένα τρόπος που εξισορροπούμε τις ΑΠΕ είναι το εμπόριο. Δεν τις εξισορροπούμε με φυσικό αέριο. Τις εξισορροπούμε με λίγα υδροηλεκτρικά σε ωριαία βάση – βασικά, χρησιμοποιούμε τα υδροηλεκτρικά, τα αυξάνουμε το πρωί, τα μειώνουμε το μεσημέρι και τα επαναφέρουμε το βράδυ. Αλλά ο κύριος τρόπος που εξισορροπούμε τις ΑΠΕ είναι το εμπόριο», σημειώνει, προσθέτοντας: «Εξάγουμε ηλεκτρική ενέργεια όταν έχουμε πολλές ανανεώσιμες, κυρίως αιολικά, και εισάγουμε ηλεκτρική ενέργεια όταν δεν έχουμε αρκετές ανανεώσιμες».

Ο νέος υφυπουργός Ενέργειας εκφράζει την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι το 2024 η Ελλάδα, για πρώτη φορά μετά από 25 χρόνια, κατάφερε να είναι καθαρός εξαγωγέας ηλεκτρικής ενέργειας. Ωστόσο, επισημαίνει ότι η μεγαλύτερη πρόκληση για το μέλλον της ελληνικής ενεργειακής αγοράς είναι η εξισορρόπηση της υπερπαραγωγής από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ). Παράλληλα, θέτει ως κρίσιμο ζήτημα το πώς μπορεί να διατηρηθεί η σταθερότητα του συστήματος χωρίς υπέρογκο κόστος για το 5%-15% της ενεργειακής ζήτησης που δεν μπορεί να καλυφθεί από ΑΠΕ.

Υποστηρίζει σθεναρά τη δυναμική της ενοποιημένης ενεργειακής αγοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επισημαίνοντας ότι δεν πρόκειται απλώς για 27 εθνικά σχέδια συνδεδεμένα μεταξύ τους, αλλά για ένα ενιαίο σύστημα που αξιοποιεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματα κάθε χώρας. Αναγνωρίζει, ωστόσο, ότι η μετάβαση σε αυτό το μοντέλο δεν είναι εύκολη υπόθεση και υπογραμμίζει τη σημασία των διασυνδέσεων, τονίζοντας πως «δεν πρέπει να επενδύσουμε υπερβολικά σε περισσότερη παραγωγή ενέργειας, αλλά σίγουρα πρέπει να επενδύσουμε περισσότερο στις διασυνδέσεις».

Όσον αφορά το φαινόμενο των εξαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από την Ελλάδα προς γειτονικές χώρες, την ίδια στιγμή που οι εγχώριες τιμές παραμένουν υψηλές, ξεκαθαρίζει: «Αν κοιτάξετε τι συνέβη πραγματικά, η τιμή ήταν υψηλή για όλους, αλλά για εμάς ήταν χαμηλότερη επειδή ήμασταν καθαροί εξαγωγείς. Και αυτό είναι καλύτερο από την αντίθετη περίπτωση, όπου αν ήμασταν καθαροί εισαγωγείς, θα είχαμε ακόμα υψηλότερες τιμές από τους γείτονές μας».

Παρότι αναγνωρίζει τις προκλήσεις, υπογραμμίζει την ανάγκη εξεύρεσης λύσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς, όπως σημειώνει, «αυτά τα προβλήματα μπορούμε πάντα να τα λύσουμε καλύτερα μαζί». Επιπλέον, εκτιμά ότι πλέον υπάρχει αυξημένη πολιτική βούληση στην Ευρώπη για τη βελτίωση των αδυναμιών της εσωτερικής ενεργειακής αγοράς, γεγονός που μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία ενός πιο σταθερού και αποδοτικού ενεργειακού συστήματος.