Τα τρία προγράμματα Εξοικονομώ υπολογίζονται σε 1 δισ. ευρώ, ώστε να περάσουν στο επόμενο στάδιο της εξοικονόμησης ενέργειας τόσο τα νοικοκυριά, όσο και οι επιχειρήσεις.
Τα νέα Εξοικονομώ αναμένονται να ξεκινήσουν μέσα στο επόμενο διάστημα –με στόχο να έχει αρχίσει η υποβολή αιτήσεων ένταξης πριν τις εκλογές. Πρόκειται για το Εξοικονομώ – Επιχειρώ, το Εξοικονομώ 2023, καθώς και το Εξοικονομώ – Ανακαινίζω που απευθύνεται σε νέους έως 39 ετών.
Στα 300 εκατ. ευρώ πρόκειται να φθάσει ο προϋπολογισμός για το Εξοικονομώ 2023 που θα κινηθεί στην ίδια λογική με την προηγούμενη έκδοσή του. Ο σχετικός οδηγός πρόκειται να δημοσιευθεί έως τις εκλογές, ωστόσο δεν υπάρχουν, έως σήμερα, εκτιμήσεις ότι θα δούμε κάτι διαφορετικό από αυτά που γνωρίζαμε ήδη από τον προηγούμενο κύκλο.
Ταυτόχρονα αναμένεται το πρόγραμμα εξοικονόμησης και ενεργειακής αναβάθμισης για επιχειρήσεις. Από τα 200 εκατ. ευρώ με πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που είχε ανακοινωθεί ότι θα δοθούν κατά 100 εκατ, ευρώ στους κλάδους Εμπορίου και Υπηρεσιών και 100 εκατ. ευρώ σε επιχειρήσεις του τουριστικού κλάδου, τελικά φαίνεται πως οδηγούμαστε σε ένα συνολικό ποσό της τάξης των 300 εκατ, ευρώ, χωρίς να είναι γνωστό πώς τελικά θα διατεθούν.
Το τρίτο στη σειρά πρόγραμμα για εξοικονόμηση ενέργειας στο κτιριακό απόθεμα της χώρας είναι το «Εξοικονομώ-Ανακαινίζω» για νέους από 18 έως 39 ετών με προϋπολογισμό 350 εκατ. ευρώ. Στο πλαίσιο του προγράμματος προβλέπονται επιδοτήσεις που φθάνουν έως και το 75% ή το 90% με το μπόνους 15% της αποκέντρωσης για τις παρεμβάσεις που αφορούν στην ενεργειακή εξοικονόμηση της κατοικίας, ενώ για το κομμάτι της ανακαίνισης φθάνει έως το 30%.
Πιο αναλυτικά, ο προϋπολογισμός του προγράμματος «σπάει» στα 200 εκατ. ευρώ για τις ενεργειακές παρεμβάσεις, 50 εκατ. ευρώ κατευθύνονται στις δράσεις ανακαίνισης και άλλα 100 εκατ. ευρώ προβλέπονται για τα χαμηλότοκα δάνεια. Οι παρεμβάσεις για την ενεργειακή εξοικονόμηση δεν μπορεί να ξεπερνούν συνολικά τα 22.500 ευρώ, ενώ για το κομμάτι της ανακαίνισης τα 10.000 ευρώ.
Υποχρεωτική ενεργειακή αναβάθμιση με κόστος για τους ιδιοκτήτες
Υποχρεωτική ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων νομοθετεί η ΕΕ. Η διαδικασία δεν πρόκειται να έχει εθελοντικό χαρακτήρα, όπως μέχρι σήμερα, αλλά θα αποτελεί μέρος της ευθυγράμμισης των υποχρεώσεων της χώρας, έναντι σχετικής κοινοτικής οδηγίας, η οποία ψηφίστηκε τον προηγούμενο Δεκέμβριο και θα αρχίσει να υιοθετείται σταδιακά τα επόμενα δύο χρόνια από τα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Με βάση τα όσα αναφέρει η νέα οδηγία της ΕΕ, μέχρι το τέλος του 2030, όλες οι κατοικίες που σήμερα κατατάσσονται στην τελευταία βαθμίδα του ενεργειακού πιστοποιητικού (δηλαδή δεν διαθέτει κανενός είδους μόνωση, ή σύγχρονα κουφώματα), θα πρέπει να αναβαθμιστούν κατά τουλάχιστον δύο κατηγορίες. Αντίστοιχα, το ίδιο θα πρέπει να συμβεί μέχρι το τέλος του 2032 και όλα τα ακίνητα που σήμερα κατατάσσονται στην προτελευταία βαθμίδα ενεργειακής απόδοσης. Αυτό σημαίνει ότι εντός των επόμενων 10 ετών, θα πρέπει να έχουν αναβαθμιστεί ενεργειακά σχεδόν 1 εκατ. κτίρια, ήτοι το 30% του κτιριακού αποθέματος της χώρας.
Με δεδομένο ότι κατά τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, η κατάσταση του κτιριακού δυναμικού της Ελλάδας επιδεινώθηκε, ο όγκος των απαιτούμενων αναβαθμίσεων φαντάζει θα απαιτήσει μια τιτάνια προσπάθεια, με την εμπλοκή σειράς φορέων και ασφαλώς μεγάλης χρηματοδοτικής ενίσχυσης, τόσο από κοινοτικούς, όσο κι από εθνικούς πόρους. Άλλωστε, τα προγράμματα ενεργειακής αναβάθμισης που έχουν «τρέξει» μέχρι σήμερα στην χώρα, παρά την μεγάλη επιτυχία τους, δεν έχουν ωφελήσει παρά μόλις 200.000 ακίνητα.
Η ΠΟΜΙΔΑ έχει υπολογίσει ότι για την αναβάθμιση του υφιστάμενου κτιρίου αποθέματος ώστε να φτάσει στην κατηγορία Γ’ του ενεργειακού πιστοποιητικού, τα απαιτούμενα κεφάλαια αγγίζουν τα 30 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό αυξάνεται σε πάνω από 70 δισ. ευρώ για να επιτευχθεί ο στόχος που έχει τεθεί σε επίπεδο Ε.Ε. για αναβάθμιση του συνόλου των κτιρίων έως το 2050, προκειμένου αυτά να θεωρούνται μηδενικών εκπομπών ρύπων. Συνολικά, στην Ε.Ε. το σχετικό κόστος (με σημερινές τιμές υπολογίζεται ότι θα απαιτήσει κεφάλαια τουλάχιστον 1,5 τρισ. ευρώ.