Τη σημασία των ενεργειακών κοινοτήτων ανέλυσαν την Τετάρτη 23 Ιουνίου στη διαδικτυακή εκδήλωση του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς "Ενεργειακές κοινότητες: Εργαλείο δημοκρατικού και συμμετοχικού ανασχεδιασμού του ενεργειακού τοπίου", που πραγματοποίησε με αφορμή τη δημοσίευση της μελέτης “Ο ρόλος των ενεργειακών κοινοτήτων στη δίκαιη ενεργειακή μετάβαση στην Ελλάδα”, στο πλαίσιο της συνεργασίας του ΙΝΠ με τις ερευνητικές ομάδες ThinkBee και SmartRUE.
Η παρουσίαση της μελέτης από τον Ν. Χατζηαργυρίου
Ανοίγοντας τη συζήτηση, ο καθηγητής του ΕΜΠ στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών, πρώην πρόεδρος του ΔΕΔΔΗΕ και ιδρυτής και διευθυντής της ομάδας SmartRUE, Νίκος Χατζηαργυρίου, ο οποίος ήταν και ο επιστημονικός σύμβουλος της μελέτης, παρουσίασε τα βασικά σημεία αυτής. Όπως ανέφερε, “σκοπός αυτής της μελέτης είναι να αναδείξει τον σημαντικό ρόλο που μπορούν να παίξουν οι πολίτες, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και η τοπική αυτοδιοίκηση στη διαδικασία της ενεργειακής μετάβασης προς την κλιματική ουδετερότητα, εξασφαλίζοντας τη δικαιοσύνη και συμβάλλοντας στην αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας μέσω των δομών των ενεργειακών κοινοτήτων και στη συνέχεια να δώσουμε και μια γενικότερη προοπτική για το πώς μπορεί να αναπτυχθεί περαιτέρω ο θεσμός, να θωρακιστεί, πάντα με στόχο την ενδυνάμωση του θεσμικού του πλαισίου, τις χρηματοδοτικές δυνατότητες και το μεγάλο πρόβλημα της αντιμετώπισης ενεργειακής φτώχειας”.
Όπως τόνισε ο Ν. Χατζηαργυρίου, “ένα βασικό βασικό θέμα με το οποίο έχουν σχέση οι ενεργειακές κοινότητες είναι η ενεργειακή δημοκρατία. Αν και δεν υπάρχει ένας ορισμός αυτής, συνήθως αναφερόμαστε στην παραγωγή ενέργειας αποκλειστικά από ανανεώσιμες πηγές, σε αντίθεση με το κυρίαρχο μοντέλο των κεντρικών θερμικών σταθμών παραγωγής, στη διεκδίκηση του κοινωνικού και δημόσιου ελέγχου του ενεργειακού τομέα και στην αναδιαμόρφωση του τομέα της ενέργειας ώστε να περιλαμβάνει δημοκρατικές διαδικασίες, κοινωνική δικαιοσύνη, συμμετοχή, περιβαλλοντική βιωσιμότητα”.
Ο Ν. Χατζηαργυρίου παρουσίασε επίσης συνοπτικά το θεσμικό πλαίσιο για τις ενεργειακές κοινότητες, με βασικότερο τον ν. 4513/2018, ο οποίος, όπως είπε “αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο για τη διάδοση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και για τη δυνατότητα συμμετοχής των τοπικών κοινωνιών, ώστε να ενισχύεται και η αποδοχή και η πληροφόρηση όσον αφορά τις ΑΠΕ”. Σημαντικές επίσης χαρακτήρισε τις διατάξεις που αφορούν την καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας, δίνοντας τη δυνατότητα παροχής δωρεάν ενέργειας σε ευάλωτους καταναλωτές, ακόμα και αν δεν συμμετέχουν στην ενεργειακή κοινότητα σαν μέλη. Στα πλεονεκτήματα του νόμου αυτού συμπεριέλαβε επίσης τη δυνατότητα συνεργειών με την τοπική αυτοδιοίκηση και τις ειδικές διατάξεις για τη νησιωτικότητα, καθώς και το μοντέλο δημοκρατικής συμμετοχής που καθιερώνει, αφού κάθε μέλος έχει μία ψήφο ανεξάρτητα από το μερίδιο που κατέχει, αλλά και στην αυξημένη προστιθέμενη αξία στην οποία στοχεύουν σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, έχοντας έτσι τη δυνατότητα να αλλάξουν το παραγωγικό μοντέλο.
Αντίθετα, το πρόσφατο άρθρο 162 του ν. 4759/2020 εισήγαγε, όπως ανέφερε ο Ν. Χατζηαργυρίου, την υποχρέωση όλες οι ενεργειακές κοινότητες από το 2022 να ανταγωνίζονται τους ιδιώτες επενδυτές, εξέλιξη η οποία καταργεί τον διαχωρισμό μεταξύ ενεργειακών κοινοτήτων και ιδιωτών επενδυτών και, δεδομένου ότι οι ενεργειακές κοινότητες φυσικά είναι πρακτικά αδύνατο να ανταγωνιστούν με ίσους όρους τους ιδιώτες επενδυτές, “η ρύθμιση ουσιαστικά καταργεί το κίνητρο σύστασης ενεργειακών κοινοτήτων από πολίτες και από ΟΤΑ και ουσιαστικά φρενάρει τις ενεργειακές κοινότητες”.
Επίσης, ο Ν. Χατζηαργυρίου αναφέρθηκε διεξοδικά στο θέμα της συλλογικής ιδιοκατανάλωσης, ενώ τόνισε τα πλεονεκτήματα του διαμοιρασμού της ηλεκτρικής ενέργειας, όπως η μείωση της χρήσης δημόσιου δικτύου και επομένως του κόστους διανομής, το οικονομικό όφελος για τους συμμετέχοντες, αλλά και το κοινωνικό όφελος, τόσο λόγω της αξιοποίησης ΑΠΕ και του περιορισμού του περιβαλλοντικού αντικτύπου, όσο και λόγω της ένταξης των ευάλωτων πολιτών σε ένα πλαίσιο αλληλοβοήθειας. Επίσης, σημαντικό πλεονέκτημα είναι, όπως είπε, η ευαισθητοποίηση των πολιτών στο θέμα της παραγωγής ενέργειας και του περιβάλλοντος και ο εκδημοκρατισμός του ενεργειακού συστήματος.
Εξάλλου, όπως ανέφερε ο Ν. Χατζηαργυρίου, δυνητικά οι ενεργειακές κοινότητες ανοίγουν το δρόμο για τη δημιουργία τοπικών αγορών ενέργειας, χάρη και στα μέσα που διαθέτουμε σήμερα (ηλεκτρονικοί μετρητές, άμεση πληροφόρηση), ώστε να υπάρχει μια τοπική ανταλλαγή ενέργειας μεταξύ των γειτόνων ή μεταξύ των ίδιων των μελών της ενεργειακής κοινότητας, δημιουργώντας μια τοπική αγορά. Όπως είπε, “εδώ η ενέργεια παραμένει ανταλλάξιμο και εμπορεύσιμο προϊόν, αλλά ο τρόπος που ανταλλάσσεται και πωλείται καθορίζεται από την ίδια την κοινότητα και έτσι δημιουργεί ένα κοινωνικό και δημοκρατικό τρόπο. Ήδη σε αρκετές περιοχές αυτά δουλεύουνε πιλοτικά και υπάρχουν και κάποια εφαρμοσμένα παραδείγματα, όπως για παράδειγμα, στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης”.
Ειδικότερα στο θέμα του ρόλου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ο Ν. Χατζηαργυρίου τόνισε ότι υπάρχουν δύο μοντέλα: ένα που αντιλαμβάνεται το ρόλο του Δήμου ως υποστηρικτικό, δηλαδή να παρέχει διαθέσιμη υποδομή σε ενεργειακές κοινότητες ώστε να αναπτύξουν ανανεώσιμα έργα, και ένα διαφορετικό που θέλει ο Δήμος να είναι εκκινητής αυτής της διαδικασίας, αναπτύσσοντας μαζί με τις εταιρίες του ενεργειακά έργα, εφαρμογή εικονικού συμψηφισμού, ώστε να μειώσει τους δημοτικούς λογαριασμούς και να αντιμετωπίσει την ενεργειακή φτώχεια.
Στο σκέλος των προκλήσεων, ο Ν. Χατζηαργυρίου χαρακτήρισε ως βασικό το πρόβλημα της χρηματοδότησης, καθώς τα έργα ενεργειακού συμψηφισμού δεν δανειοδοτούντα από τράπεζες εύκολα γιατί δεν περιλαμβάνουν χρηματικές ροές, άρα πρέπει να βασιστούν σε ίδια κεφάλαια, αλλά και την αστάθεια του θεσμικού πλαισίου που δυσχεραίνει την ομαλή λειτουργία των ενεργειακών κοινοτήτων. Παραθέτοντας μάλιστα στοιχεία από μια έρευνα που έγινε τον Αύγουστο του 2020 από την ομάδα SmartRUE του Πολυτεχνείου, μαζί με την Greenpeace και την Electra Energy Cooperative, ο Ν. Χατζηαργυρίου υπενθύμισε ότι γεωγραφικά υπάρχει μεγαλύτερη συγκέντρωση ενεργειακών κοινοτήτων στο βόρειο κομμάτι της χώρας, και κυρίως στην Κεντρική Μακεδονία, ότι οι περισσότερες κοινότητες καταχωρήθηκαν στο δεύτερο εξάμηνο του 2019. Ότι το συνεταιριστικό κεφάλαιο για τις περισσότερες κοινότητες είναι σχετικά μικρό, της τάξης των 10.000 € ενώ περίπου το 35% έχει κεφάλαια από 10.000 μέχρι 100.000 € και μόνο το 4% υπερβαίνει τα 100.000 €, ενώ τέλος στο θέμα της ισόρροπης εκπροσώπησης των φύλων υπάρχει σημαντικό κενό, καθώς στις περισσότερες ενεργειακές κοινότητες λιγότερο από 2% των γυναικών μετέχουν στο διοικητικό συμβούλιο και στις μισές δεν υπάρχει γυναικεία συμμετοχή.
Τέλος, στο σκέλος των προτάσεων στήριξης των ενεργειακών κοινοτήτων στις οποίες καταλήγει η μελέτη, ο Ν. Χατζηαργυρίου αναφέρθηκε στην ενίσχυση του ρόλου των ΟΤΑ, στην αύξηση της συμμετοχής των ενεργειακών κοινοτήτων στην παραγωγή ενέργειας στο υπό αναθεώρηση ΕΣΕΚ, στην αξιολόγηση των φραγμών και των δυνατοτήτων ανάπτυξης ενεργειακών κοινοτήτων όπως προβλέπονται στο ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο. Σε ό,τι αφορά στη χρηματοδότηση, χαρακτήρισε καλή ιδέα την ενεργοποίηση της αναπτυξιακής τράπεζας προκειμένου να στηρίξει τις ενεργειακές κοινότητες μέσω κατάλληλων χρηματοδοτικών εργαλείων και εγγυήσεων, ενώ αναφέρθηκε και στα ζητήματα ενημέρωσης των πολιτών, πλήρους κάλυψης των χρηματοδοτικών αναγκών των ενεργειακών κοινοτήτων όταν συμμετέχουν ΟΤΑ, ειδικά όταν το έργο αφορά παροχή ενέργειας σε ευάλωτους καταναλωτές, αλλά και την παροχή τεχνικής υποστήριξης στις ενεργειακές κοινότητες στη διαδικασία κατάρτισης των επιχειρηματικών σχεδίων τους. Σε ό,τι δε αφορά την ενεργειακή φτώχεια, ο Ν. Χατζηαργυρίου τόνισε ότι πρέπει να βρεθεί ένας κοινά αποδεκτός ορισμός και επιπλέον να στηριχθεί η ενεργειακή αποδοτικότητα των ενεργειακά φτωχών νοικοκυριών, να δημιουργηθεί μια εθνική στρατηγική, να αξιοποιηθούν χρηματοδοτικά εργαλεία και να ενημερωθεί και να ευαισθητοποιηθεί ο ευρύτερος πληθυσμός σχετικά με το θέμα.
Σταυρούλα Παππά - Οι ευρωπαϊκές τάσεις και εξελίξεις
Παρουσιάζοντας την ευρωπαϊκή διάσταση, μέσω της εμπειρίας του ευρωπαϊκού οργανισμού REScoop.eu, η δικηγόρος και project manager στον εν λόγω οργανισμό, Σταυρούλα Παππά, παρουσίασε την REScoop, που ιδρύθηκε το 2013 με έδρα τις Βρυξέλλες και αποτελείται από ενεργειακούς συνεταιρισμούς και ενεργειακές κοινότητες σε όλη την Ευρώπη - πλέον πάνω από 1900 φορείς που εκπροσωπούν πάνω από ένα εκατομμύριο Ευρωπαίους πολίτες. Όπως είπε, τα περισσότερα μέλη βρίσκονται στη Βόρεια Ευρώπη και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι χώρες όπως η Γερμανία έχουν μακρά παράδοση συνεργασίας. Ωστόσο, με βάση και την πρόσφατη νομοθεσία που ισχύει σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχουν αναπτυχθεί πολύ σημαντικές πρωτοβουλίες και στο Νότο, όπως στην Ισπανία και την Πορτογαλία, αλλά και στην Ελλάδα.
Αναφερόμενη στη σημασία της συμμετοχής των πολιτών, η Στ. Παππά τόνισε ότι αυτή ενισχύει την κοινωνική αποδοχή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, που πολλές φορές λείπει από τα εθνικά πλαίσια, ενώ με βάση πρόσφατες μελέτες προκύπτει ότι μέχρι το 2050 οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα μπορούσαν να παράγουν τη δική τους ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές, που σημαίνει ότι θα μπορούσε να καλύπτεται το 45% της συνολικής ζήτησης. Η συμβολή των πολιτών στην ενεργειακή μετάβαση αναγνωρίστηκε και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με το πακέτο για την καθαρή ενέργεια για όλους τους Ευρωπαίους (clean energy package), το οποίο με είναι ένα πακέτο μέτρων με πολλές οδηγίες, οι πιο σημαντικές για εκ των οποίων είναι η οδηγία για τις ΑΠΕ, που εισήγαγε τον ορισμό για τα Renewable Energy Communities, τις κοινότητες ανανεώσιμης ενέργειας, και η οδηγία για τον ηλεκτρισμό που εισήγαγε τον ορισμό για τα Citizen Energy Communities, τις ενεργειακές κοινότητες των πολιτών.
Όπως ανέφερε η Στ. Παππά, οι δύο αυτοί ορισμοί έχουν πολλά κοινά στοιχεία μεταξύ τους, καθώς “ορίζουν τις ενεργειακές κοινότητες ως ένα οργανωτικό μοντέλο των πολιτών, μικρομεσαίων επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών, ΟΤΑ και περιφερειακών αρχών σε έργα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και σε έργα ενεργειακής μετάβασης, είναι νομικές οντότητες που δεν έχουν ως πρωταρχικό σκοπό το κέρδος, έχουν ως πρωταρχικό σκοπό να φέρουν κοινωνικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά οφέλη στις τοπικές κοινωνίες, στις οποίες δρουν”. Μεταξύ των δύο ορισμών η διαφορά είναι ότι το Citizen Energy Communities αφορά έναν ευρύτερο ορισμό και το πεδίο του ηλεκτρισμού, ενώ τα Renewable Energy Communities έχουν κάποιες αυστηρότερες προϋποθέσεις, αφορούν μόνο τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, απαιτούν αυτονομία και εντοπιότητα, δηλαδή τα μέλη των κοινοτήτων αυτών θα πρέπει να συνδέονται με την τοπική κοινωνία στην οποία εδράζεται η κοινότητα.
Επίσης, η Στ. Παππά τόνισε ότι “οι ενεργειακές κοινότητες είναι ένα οργανωτικό μοντέλο και δεν θα πρέπει να συγχέεται η νομική οντότητα των ενεργειακών κοινοτήτων με μία μόνο συγκεκριμένη δραστηριότητα, όπως για παράδειγμα την παραγωγή ηλεκτρισμού από ανανεώσιμες πήγες. Οι ενεργειακές κοινότητες είναι μια νομική μορφή οργάνωσης των πολιτών και μπορούν να λάβουν πολλές διαφορετικές δραστηριότητες πέρα από την παραγωγή ενέργειας. Μπορούν να αυτοκαταναλώνουν την ενέργεια που παράγουν, να πωλούν την ενέργεια αυτή στο δίκτυο, να ασχοληθούν με την ηλεκτροκίνηση, με την αντιμετώπιση ενεργειακής φτώχειας και υπάρχει επίσης και η δυνατότητα στα κράτη μέλη να επιλέξουν να διαχειρίζονται το δίκτυο, κάτι για το οποίο υπάρχει σχετικό παράδειγμα στη Γερμανία”.
Όπως τόνισε η Στ. Παππά, “οι ευρωπαϊκές οδηγίες θέτουν τους ορισμούς και θέτουν και την υποχρέωση στα κράτη μέλη, πέρα από το να ενσωματώσουν τον ορισμό, να ενσωματώσουν και ένα ευνοϊκό νομοθετικό πλαίσιο για τις ενεργειακές κοινότητες, έτσι ώστε να μπορούν να συμμετέχουν στην αγορά ενέργειας χωρίς διακρίσεις. Εξειδικεύεται πολύ συγκεκριμένα, για παράδειγμα για τα Renewable Energy Communities τι θα πρέπει να περιλαμβάνει σε κάθε κράτος μέλος αυτό το νομοθετικό πλαίσιο και μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι θα πρέπει κάθε κράτος μέλος να παρέχει εργαλεία σε ενεργειακές κοινότητες για πρόσβαση στη χρηματοδότηση και πληροφόρηση, θα πρέπει να καταργούνται οι πολύπλοκες διοικητικές διαδικασίες για τη σύσταση μιας ενεργειακής κοινότητας και φυσικά να δίνεται και η δυνατότητα ένταξης σε ενεργειακή κοινότητα και ευάλωτων νοικοκυριών”.
Αντίθετα, η Στ. Παππά αναφέρθηκε και σε μια νέα εξέλιξη, τη δημοσίευση πριν λίγο καιρό του προσχεδίου των νέων κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Όπως είπε, “δεν υπάρχει καμία αναφορά στις ενεργειακές κοινότητες. Εκεί επίσης, ως ένας γενικός κανόνας τίθενται οι διαγωνιστικές διαδικασίες για τις κρατικές ενισχύσεις, που σημαίνει ότι, όπως έχουμε δει και από το παράδειγμα της Γερμανίας, οι ενεργειακές κοινότητες δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τους μεγάλους παίκτες”. Κάλεσε μάλιστα το κοινό και τους ελληνικούς φορείς να απαντήσουν στη δημόσια διαβούλευση που είναι ανοιχτή ως 2/8, όπως θα κάνει το REScoop και πολλοί οργανισμοί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς, όπως τόνισε, “αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές θα επηρεάσουν πάρα πολύ τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη θα μπορούν να παρέχουν κρατικές ενισχύσεις”.
Ως προς το ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο, η Στ. Παππά υπενθύμισε ότι ο βασικός νόμος του 2018 προϋπήρχε των δύο ευρωπαϊκών οδηγιών και ορίζει την ενεργειακή κοινότητα στην Ελλάδα ως αστικό συνεταιρισμό με στόχο την προώθηση κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας και περιλαμβάνει αρκετά από τα στοιχεία που τίθενται και στους ευρωπαϊκούς ορισμούς, ωστόσο η πλήρης ενσωμάτωση των οδηγιών δεν έχει λάβει ακόμα χώρα στην Ελλάδα. Μάλιστα, αναφέρθηκε σε μελέτη του REScoop για τις ενεργειακές κοινότητες στην Ελλάδα και τις προτάσεις στις οποίες κατέληξε για το πώς θα γίνει μια ορθή ενσωμάτωση των οδηγιών στην ελληνική πραγματικότητα, λαμβάνοντας φυσικά υπόψη και το τι ήδη υπάρχει στην Ελλάδα για τις ενεργειακές κοινότητες, την οποία κατέθεσε και στο αρμόδιο Υπουργείο, υπενθύμισε δε ότι η προθεσμία για την ενσωμάτωση της οδηγίας για τις ανανεώσιμες πηγές είναι το τέλος Ιουνίου 2021, δηλαδή η επόμενη εβδομάδα.
Τοπικές εμπειρίες: Κοζάνη (Λευτέρης Ιωαννίδης), Ηλιούπολη (Γιώργος Χατζηδάκης), Καρδίτσα (Βασίλης Μπέλλης)
Ανοίγοντας των κύκλο των παρεμβάσεων γύρω από τοπικά παραδείγματα στην Ελλάδα, ο Λευτέρης Ιωαννίδης, πρώην Δήμαρχος Κοζάνης και μέλος των ενεργειακών κοινοτήτων Δυτικής Μακεδονίας, τόνισε ότι η συζήτηση για τις ενεργειακές κοινότητες “έρχεται από παλιά και ευελπιστούμε ότι θα οδηγήσει στο μέλλον, σε μια πραγματικά δίκαιη ενεργειακή μετάβαση”. Όπως ανέφερε, “ένα ζητούμενο είναι το πώς θα αξιοποιήσουμε τη δυνατότητα που δίνουν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, σε αντίθεση με τα ορυκτά καύσιμα, για μεγαλύτερη διασπορά της επιχειρηματικότητας, για μεγαλύτερη συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών, ακόμα και των τοπικών επιχειρήσεων, τοπικών επιχειρηματικών σχημάτων, σε αντίθεση με το μονοπωλιακό ή ολιγοπωλιακό μοντέλο που βιώσαμε τις προηγούμενες δεκαετίες με τα ορυκτά καύσιμα”.
Αναφερόμενος ειδικότερα στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, ο Λ. Ιωαννίδης υπενθύμισε ότι “η ιδιαιτερότητα της περιοχής στην παρούσα φάση είναι η δίκαιη μετάβαση - με ερωτηματικό ή χωρίς ερωτηματικό - στη μεταλιγνιτική εποχή”. Όπως είπε, ενόψει του τερματισμού της λειτουργίας των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής στην περιοχή, “τα επόμενα χρόνια αναμένεται να ενταθεί η κοινωνική και οικονομική κρίση στην περιοχή, εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν δράσαμε έγκαιρα για να προλάβουμε αυτή την εξέλιξη, η οποία ήταν αναπόφευκτη. Οι θέσεις εργασίες που άμεσα και έμμεσα εξαρτώνται από τη ΔΕΗΔΕΗ -1,09% στην Κοζάνη και τη Φλώρινα υπολογίζονται μεταξύ 12 και 20 χιλιάδες περίπου”. Υπενθύμισε ότι “ολοκληρώθηκε η διαβούλευση για το master plan για τη μετάβαση, εκπονήθηκε το μεταβατικό σχέδιο που θα καλύψει την περίοδο από το 2021 έως το 2023, και εδώ και λίγες μέρες είναι σε διαβούλευση το πρόγραμμα του Σχεδίου Δίκαιης Μετάβασης και τα εδαφικά σχέδια, όπου εκεί θα συζητήσουμε ποιο είναι το παραγωγικό όραμα και πώς αυτό θα υλοποιηθεί μέσα από ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα”. Υπογράμμισε ότι “αυτή την εποχή διαμορφώνεται το νέο παραγωγικό μοντέλο της Δυτικής Μακεδονίας για τις επόμενες δεκαετίες”.
Σε ό,τι αφορά τις ενεργειακές κοινότητες και τη δίκαιη μετάβαση, ο Λ. Ιωαννίδης ανέφερε ότι “οι ενεργειακές κοινότητες πρέπει να παίξουν έναν ενεργό και ουσιαστικό ρόλο στην δίκαιη μετάβαση για τη Δυτική Μακεδονία και είναι ίσως το καταλληλότερο εργαλείο για την άμεση και χειροπιαστή εμπλοκή των τοπικών κοινωνιών σε αυτή τη μετάβαση, η οποία συντελείται”. Όπως είπε, “ευτυχώς μετά από πολλή δουλειά και πολλή πίεση φαίνεται ότι η ανάγκη στήριξης των κοινοτήτων μπαίνει πλέον στα κείμενα για τη δίκαιη μετάβαση, ούτως ώστε να μη γίνει ένα πολύ μεγάλο λάθος στην περιοχή. Αυτή η μετάβαση η οποία συντελείται, η ενεργειακή μετάβαση με την εγκατάσταση πολλών μονάδων ΑΠΕ στην περιοχή να μην αφορά τους λίγους - το κρίσιμο είναι να αφορά τους πολλούς”.
Ο Λ. Ιωαννίδης παρουσίασε τις τρεις ενεργειακές κοινότητες που συστάθηκαν στην περιοχή τους τρεις τελευταίους μήνες, ενώ ως προς τους στόχους είπε ότι αυτοί είναι “σε πρώτη φάση να καλύψουν ενεργειακές ανάγκες των καταναλωτών, να συμβάλουν στην επίλυση του σοβαρού ζητήματος στην περιοχή που είναι η αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας”. Σε ό,τι δε αφορά το ρόλο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ο Λ. Ιωαννίδης τόνισε ότι “η Τοπική Αυτοδιοίκηση πρέπει και καλείται να παίξει ένα ρόλο”, ενώ αναφέρθηκε στο σχέδιο μνημονίου συνεργασίας που παρουσίασε πρόσφατα μεταξύ του δικτύου των ενεργειακών κοινοτήτων και των φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης, “που θα διατρανώνουν τη θέληση και τη βούληση να προωθήσουμε τον θεσμό των ενεργειακών κοινοτήτων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, προκειμένου να εμπλέξουν την τοπική κοινωνία, να συμβάλουμε στην επίλυση του προβλήματος της ενεργειακής φτώχειας, προκειμένου να εντάξουν όλο αυτό το σκεπτικό στη λογική της δίκαιης μετάβασης και να αξιοποιήσουν και την περιουσία του Δήμου προς έναν κοινωφελή στόχο”. Υπογράμμισε ότι “δεν μπορούμε να κάνουμε το βήμα μισό, πρέπει να κάνουμε το βήμα ολόκληρο. Βλέπω τους Δήμους να κάνουν ενεργειακές κοινότητες για να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες. Ναι, αλλά το κρίσιμο και το δύσκολο είναι να εμπλέξουμε την κοινωνία με σωστό και δίκαιο τρόπο και νομίζω ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση και μπορεί και πρέπει να το κάνει - και αυτός είναι ο ρόλος της”.
Ο Λ. Ιωαννίδης ανέδειξε επίσης ένα κρίσιμο και πολιτικό, όπως το χαρακτήρισε, θέμα, ότι “αυτή τη στιγμή, με την ανάπτυξη των ΑΠΕ που γίνεται στην ευρύτερη περιοχή, υπάρχει ένα μείζον ζήτημα. Δεν υπάρχει ηλεκτρικός χώρος. Είμαστε σαν να είμαστε σε μια παραλία και να έχει καταληφθεί από ξαπλώστρες και να θέλουμε εμείς να απλώσουμε μια πετσέτα και να μη μπορούμε. Έτσι πάει να διαμορφωθεί αυτή τη στιγμή η κατάσταση. Είναι πολύ, λοιπόν, κρίσιμο και στα πλαίσια της ανάγκης αλλαγής του θεσμικού πλαισίου και των αναγκαίων επενδύσεων που θα γίνουν, να διασφαλιστεί ότι θα υπάρξει η δυνατότητα και σε τέτοιου είδους σχήματα να αναπτύξουν το δικό τους επιχειρηματικό πλάνο”.
Συμπερασματικά, τέλος, ο Λ. Ιωαννίδης κατέληξε ότι “πρέπει να δρομολογηθεί η αναθεώρηση του θεσμικού πλαισίου εκ μέρους του Υπουργείου Ενέργειας προς μια κατεύθυνση που θα λύσει προβλήματα, θα περιορίσει το φαινόμενο των fake ενεργειακών κοινοτήτων, που είναι πολύ σημαντικό και κρίσιμο, καθώς υπάρχουν ακόμη και μεγάλες εταιρείες που έχουν συστήσει ενεργειακές κοινότητες, να διασφαλιστεί ότι θα υπάρχουν κίνητρα, διαθέσιμοι χώροι, μέσα σε ένα δίκαιο - ακόμα και ανταγωνιστικό, αλλά δίκαιο - πλαίσιο, θα πρέπει να τεθεί ξανά το ζήτημα της χρηματοδοτικής ενίσχυσης των επενδύσεων, ιδίως εικονικού ενεργειακού συμψηφισμού, και, τέλος, θα πρέπει να συνδεθεί ανάπτυξη των ενεργειακών κοινοτήτων με τη στρατηγική για τη δίκαιη ανάπτυξη της Δυτικής Μακεδονίας”.
Σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, αυτό ενός αστικού Δήμου εντός Αττικής, όπως η Ηλιούπολη, ο Δήμαρχος της περιοχής, Γιώργος Χατζηδάκης, παρουσίασε τις προσπάθειες που γίνονται εκεί. Όπως τόνισε, "το ζήτημα των ενεργειακών κοινοτήτων είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό ζήτημα για την τοπική αυτοδιοίκηση και δυστυχώς είναι ένα θέμα το οποίο δεν έχει ασχοληθεί τοπική αυτοδιοίκηση ιδιαίτερα”. Ενημέρωσε ότι στον Δήμο Ηλιούπολης πριν περίπου δύο μήνες λήφθηκε απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, σχεδόν ομόφωνη, προκειμένου να συγκροτηθεί ενεργειακή κοινότητα. Στην ενεργειακή κοινότητα θα συμμετέχουν τα τέσσερα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου του Δήμου, δηλαδή ο Δήμος, ο ΠΑΟΔΗΛ, δηλαδή ο πολιτιστικός και αθλητικός οργανισμός του Δήμου, οι δύο σχολικές επιτροπές, καθώς και ο εμπορικός σύλλογος της πόλης και δύο σωματεία γονέων με παιδιά με αναπηρία, τα οποία στεγάζονται σε σχολεία της πόλης.
Όπως ανέφερε ο Γ. Χατζηδάκης, “τα οφέλη πράγματι είναι πολύ σημαντικά, ήδη ο σχεδιασμός στο Δήμο μας είναι να χρησιμοποιηθούν τα πολυκλαδικά σχολεία της Ηλιούπολης - το δεύτερο μεγαλύτερο συγκρότημα σχολείων στη χώρα μετά τα σχολεία της Γκράβας. Αυτό λοιπόν είναι ένα κτίριο όπου έχουμε τεράστιες ταράτσες και τεράστιους χώρους όπου εκεί μπορούν να υπάρξει τοποθέτηση φωτοβολταϊκών. Η παραγόμενη ενέργεια θα διατεθεί και για τις δημοτικές υποδομές, αλλά θα χρησιμοποιηθεί για να καλύψει - και αυτό είναι το πολύ σημαντικό - όλα τα ευάλωτα νοικοκυριά της πόλης μας”.
Επιπλέον, ο Δήμαρχος Ηλιούπολης τόνισε ότι αυτή η πρωτοβουλία “αγκαλιάστηκε και από το δημοτικό συμβούλιο, αλλά κυρίως φροντίσαμε και η τοπική κοινωνία να είναι και ενήμερη και ενεργή σε αυτές τις προσπάθειες. Μας κάνει εντύπωση ότι πάρα πολλά σχολεία της πόλης μας, το εκπαιδευτικό προσωπικό, οι σύλλογοι γονέων και κηδεμόνων έχουν ήδη αιτηθεί να διατεθούν και αντίστοιχα σχολεία στο σύνολο της πόλης προκειμένου να υπάρξει εγκατάσταση φωτοβολταϊκών. Έτσι, είναι πάρα πολύ σημαντικό ότι ο κόσμος αντιλαμβάνεται ότι και λόγω της κλιματικής αλλαγής και επειδή πρέπει να υπάρχει εναλλακτικός τρόπος για την παραγωγή ενέργειας, είναι πολύ σημαντικό να εγκατασταθούν το συντομότερο δυνατόν”.
Επίσης, ο Γ. Χατζηδάκης αναφέρθηκε ιδιαίτερα στο ζήτημα της χρηματοδότησης της τοπικής αυτοδιοίκησης, προκειμένου αυτή να συμβάλει στην πιο άμεση τοποθέτηση των συγκεκριμένων φωτοβολταϊκών, ενώ υπενθύμισε ότι υπάρχει και πρωτοβουλία δημάρχων προκειμένου το συγκεκριμένο ζήτημα να αποτελέσει ένα κεντρικό ζήτημα της τοπικής αυτοδιοίκησης και μέσω των οργάνων της ΚΕΔΕ και της ΠΕΔ Αττικής.
Κλείνοντας, ο Γ. Χατζηδάκης τόνισε ότι το θέμα αυτό “είναι ουσιαστικά το μέλλον. Τα οφέλη είναι τεράστια από άποψη και περιβάλλοντος, αλλά και βέβαια σε οικονομικό επίπεδο. Θα υπάρξουν εξοικονομήσεις και για τους δήμους”, ενώ διαβεβαίωσε ότι “ο Δήμος Ηλιούπολης ήταν από τους δήμους που θα αναλάβουν πρωτοβουλίες προκειμένου το θέμα αυτό να πάρει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις και να δημιουργηθούν ενεργειακές κοινότητες από όλους αν μπορούνε τους Δήμους της χώρας”.
Στο επίπεδο των τοπικών πρωτοβουλιών, τον κύκλο των παρεμβάσεων έκλεισε ο Βασίλης Μπέλλης, γενικός διευθυντής της Αναπτυξιακής Καρδίτσας και μέλος της ενεργειακής κοινότητας Καρδίτσας. Όπως είπε, “στην Καρδίτσα πριν από αρκετά χρόνια, το 2010 άρχισε μια συζήτηση με το πρώτο ερώτημα να είναι ‘έχουμε περίπου 200.000 τόνους βιομάζας το χρόνο που παράγονται στα δάση αλλά και στον κάμπο από τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις και τι μπορούμε να κάνουμε με αυτά; Είναι μια πολύ μεγάλη ποσότητα. Πώς μπορεί να οργανωθεί σε τοπικό επίπεδο η αξιοποίηση ενός τόσο σημαντικού τοπικού πόρου; Μπορούμε λοιπόν να μιλήσουμε για την αξιοποίηση αυτής της ανανεώσιμης πηγής ενέργειας. Το 2010 με την έναρξη της δημοσιονομικής κρίσης και της πολύπλευρης κρίσης που έπληξε τη χώρα, άρχισε αυτή η κουβέντα να γίνεται πιο συγκεκριμένη. Έτσι λοιπόν, με πρωτοβουλία πολιτική των τοπικών φορέων - τη σκυτάλη και την πρωτοκαθεδρία είχε το Επιμελητήριο - οργανώθηκαν αρκετές συζητήσεις σε χωριά. Δημιουργήθηκε έτσι μια έντονη διαβούλευση και έτσι λοιπόν στις 15 Ιουλίου 2010 έγινε η ιδρυτική συνέλευση ενός αστικού συνεταιρισμού, που έμελλε να είναι ο πρώτος ενεργειακός συνεταιρισμός στη χώρα μας, με 476 ιδρυτικά μέλη και κεφάλαιο πάνω από 400.000 €”.
Εξηγώντας σε μεγαλύτερο βάθος το σκοπό και τον τρόπο λειτουργίας της ενεργειακής κοινότητας Καρδίτσας, ο Β. Μπέλλης ανέφερε ότι “εάν ο αρχικός σκοπός της ενεργειακής συνεταιριστικής εταιρείας ήταν να αξιοποιήσει τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας κάθε μορφής, εστιάζοντας όμως στη βιομάζα, γιατί αν θέλετε ο σκοπός που δημιουργήθηκε, ενώ είχε αρχίσει η μόδα των φωτοβολταϊκών, ήταν να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας, και κυρίως θέσεις εργασίας εκεί που πονάει η τοπική μας οικονομία στην ύπαιθρο και κυρίως στα ορεινά. Ακριβώς αυτό λοιπόν ήθελε να στηρίξει η ΕΣΕΚ, να αξιοποιήσει την βιομάζα, την δασική βιομάζα, τα υπολείμματα της υλοτομίας, έτσι ώστε να δώσει αξία σε ένα πόρο που πήγαινε χαμένος, καταστρεφόταν και μάλιστα πολλές φορές δημιουργούσε προβλήματα συσσωρευόμενος στα δάση και δημιουργώντας αιτία πυρκαγιών”.
Όπως ανέλυσε ο Β. Μπέλλης, το εγχείρημα χωρίστηκε σε δύο φάσεις. Η πρώτη ήταν να στηθεί η εφοδιαστική αλυσίδα και η δεύτερη φάση να προχωρήσει η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Επιλέχθηκε να αξιοποιηθεί η βιομάζα προς την κατεύθυνση της παραγωγής στερεών βιοκαυσίμων, επένδυση που εντάχθηκε στο πρόγραμμα Leader με προϋπολογισμό της τάξης των 500.000 €. Οι πελάτες είναι τοπικοί καταναλωτές, ενώ η παραγωγή της ΕΣΕΚ δεν φτάνει ακόμα ανακαλύψει τις τοπικές ανάγκες, που είναι πιο μεγάλες, ενώ και οι πρώτες ύλες είναι τοπικές, αφού αξιοποιούνται τα υπολείμματα από τα πιεστήρια, τις μονάδες που παίρνουν κορμούς και τους κάνουν ξηρή τεχνική ξυλεία.
Παρουσιάζοντας τα πλεονεκτήματα των επενδύσεων μέσω συλλογικών δομών, ο Β. Μπέλλης υπογράμμισε το γεγονός ότι κατανέμεται το επιχειρηματικό ρίσκο, επιτυγχάνεται η συλλογική ιδιοκτησία του έργου και η έγνοια της τοπικής κοινωνίας γι' αυτό, εκδημοκρατίζεται το όλο εγχείρημα και εξασφαλίζεται τη συμμετοχή των πολιτών σε όλα τα επίπεδα λήψης αποφάσεων. Επίσης, όπως είπε “αυξάνεται η κοινωνική συνοχή, δημιουργώντας από τους πολίτες και για τους πολίτες ένα πεδίο κοινής δράσης και συναντίληψης, καθώς δημιουργούνται και οι προϋποθέσεις εξωστρέφειας, επανασυνδέοντας τις τοπικές κοινωνίες με αυτό που λέμε διασπορά, με τους ανθρώπους που δεν ζουν στην περιοχή μας, γιατί επέλεξαν να αναπτύξουν οικονομική δραστηριότητα σε κάποια τις μεγαλουπόλεις”.
Απαντώντας σε σειρά ερωτηματικών και μύθων γύρω από ανάλογα εγχειρήματα, ο Β. Μπέλλης υπογράμμισε ότι υπάρχει, βέβαια, η κακή φήμη των συλλογικών εγχειρημάτων, όμως τόνισε ότι “οι πιο ισχυροί συνεταιρισμοί που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη βρίσκονται σε αναπτυγμένες χώρες, στη Ολλανδία, στη Γαλλία, στη Γερμανία κ.λπ.”. Σε ό,τι δε αφορά στα εμπόδια στην ανάπτυξη του συνεργατισμού, υπενθύμισε το πολύπλοκο νομοθετικό πλαίσιο για τους συνεταιρισμούς, τα πολλά εμπλεκόμενα υπουργεία που το καθένα δημιουργεί νόμους για ειδικές κατηγορίες συνεταιρισμών, την τμηματοποίηση των συνεταιρισμών, καθώς υπάρχουν αγροτικοί σύνδεσμοι, ενεργειακές κοινότητες, υπάρχουν ΚΟΙΝΣΕΠ, υπάρχουν αστικοί συνεταιρισμοί κ.ο.κ., κάτι που δεν συμβαίνει λ.χ. στις ανώνυμες εταιρίες. Σύμφωνα με τον Β. Μπέλλη, "αυτό εμποδίζει τους συνεταιρισμούς να συνεργαστούν και να δημιουργήσουν οικονομίες κλίμακας, να δημιουργήσουν κοινές δομές υποστήριξης ελέγχου, εκπαίδευσης και λοιπά πράγματα που θα τους βοηθούσαν να τηρήσουν τις παγκόσμιες αρχές του συνεργατισμού, που στη χώρα μας δυστυχώς δεν τηρούνται και οδηγούν στην καχεξία του συνεταιριστικού κινήματος”.
Ως προς τις προϋποθέσεις επιτυχίας ενός τέτοιου εγχειρήματος, ο Β. Μπέλλης αναφέρθηκε καταρχήν στην ανάγκη να υπάρχει μια ηγετική ομάδα που να έχει πιστέψει σε ένα συνεκτικό σχέδιο, σε ένα δυνατό όραμα. Επίσης, το να εξασφαλιστεί τεχνική στήριξη, γιατί, όπως είπε, "μιλάμε για εγχειρήματα δύσκολα, γιατί εκτός από την επιχειρηματικότητα που είναι αντικειμενικά δύσκολο πράγμα, υπάρχει και η ανάγκη σε αυτό το εγχείρημα να συμμετέχουν πολλοί οι οποίοι πρέπει να συνεννοηθούν. Και βέβαια, μία τις πολύ σημαντικές προϋποθέσεις είναι να υπάρχει ένα περιβάλλον που να επιτρέπει τη συνεργασία, να υπάρχει αυτό που λέμε οικοσύστημα συνεργατισμού, που το ένα εγχείρημα να στηρίζει το άλλο”. Τέλος, ο Β. Μπέλλης τόνισε ιδιαίτερα την ανάγκη να υπάρχουν σύγχρονα εργαλεία χρηματοδότησης.
Ως προς το σκέλος της συνεργασίας μεταξύ συνεργατικών φορέων, ο Β. Μπέλλης ανέλυσε διεξοδικά την εμπειρία της Καρδίτσας, όπου στο τοπικό οικοσύστημα ένας σημαντικός πυλώνας είναι η συνεταιριστική τράπεζα, που εξασφαλίζει πρόσβαση των εγχειρημάτων αυτών σε χρηματοπιστωτικά εργαλεία, ενώ ένας άλλος πυλώνας είναι η Αναπτυξιακή Καρδίτσας, η οποία λειτουργεί σαν θερμοκοιτίδα, φιλοξενεί δηλαδή αυτά τα εγχειρήματα στα πρώτα τους βήματα που και τα πιο δύσκολα, έτσι ώστε να εκμηδενίζεται το κόστος έναρξης και όχι μόνο το οικονομικό κόστος, αλλά πιθανά και το ρίσκο που αναλαμβάνουν κάποιες τοπικές προσωπικότητες. Όπως είπε, η Αναπτυξιακή Καρδίτσας “παρέχει υποστήριξη και διασυνδέει αυτά τα τοπικά εγχειρήματα με καταξιωμένους φορείς, πανεπιστημιακούς και ερευνητικούς, όπως είναι το ΚΑΠΕ, το ΕΚΕΤΑ, που δρουν στην υπόλοιπη χώρα ή και εκτός αυτής”.
Σάντυ Φαμελιάρη : Ένα εναλλακτικό χρηματοδοτικό εργαλείο crowdlending (Genervest) μέσα από την εμπειρία της ελληνικής πραγματικότητας
Εκ μέρους της Greenpeace, η Σάντυ Φαμελιάρη, υπεύθυνη προγραμμάτων για την κλιματική αλλαγή και την ενέργεια της συγκεκριμένης ΜΚΟ, μετέφερε τη δική της εμπειρία από την προσπάθεια της Greenpeace να συμμετέχει σε μια ενεργειακή κοινότητα, αναδεικνύοντας τα προβλήματα και τις δυνατότητες που εντοπίσανε.
Εστιάζοντας στο ζήτημα της ενεργειακής δικαιοσύνης, η Σ. Φαμελιάρη αντιπαρέβαλε το πώς θα ήταν η ενεργειακή μετάβαση χωρίς τις ενεργειακές κοινότητες και πώς θα είναι στο μέλλον με τη δική τους συμμετοχή. Τόνισε ότι το να έχουμε έργα ΑΠΕ που αφορούν τους λίγους και όχι τους πολλούς είναι μεν πράσινο, αλλά δεν είναι δίκαιο. Όπως είπε, “σε όλες τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας οφείλουμε να έχουμε τον όρο ‘δίκαιο’ μέσα στην εξίσωση”.
Σχολιάζοντας τη χρήση φυσικού αερίου ως μεταβατικού καυσίμου, η Σ. Φαμελιάρη υπογράμμισε ότι “ας μη γελιόμαστε, είναι ορυκτό καύσιμο, το οποίο δεν αφορά τους πολίτες, τους πολλούς, δεν είναι κάτι το στο οποίο μπορούμε να συμμετέχουμε στις αποφάσεις, επιβαρύνει πάρα πολύ το περιβάλλον - συγκριτικά λιγότερο με άλλες πηγές άνθρακα, αλλά και πάλι αξιοσημείωτα - συνεχίζουμε να έχουμε ενεργειακή φτώχεια, γιατί είναι ένα σύστημα που είμαστε εξαρτώμενοι από τρίτους παράγοντες από ολιγοπώλια και από κάποιες συγκεκριμένες εταιρείες και φυσικά υπάρχει η ανισότητα και οι αποκλεισμοί, καθώς με την ενεργειακή φτώχεια αρκετοί άνθρωποι μένουν πιο πίσω, περιθωριοποιούνται και δεν έχουν ίσες ευκαιρίες”.
Αντίθετα, μέσα από το παράδειγμα των ενεργειακών κοινοτήτων, η Σ. Φαμελιάρη τόνισε ότι εκεί “έχουμε αυτονομία, έχουμε συμμετοχή στις αποφάσεις, καθώς ακόμα και το χωροταξικό θα αφορά όλους μας και θα γίνει από τα κάτω, έχουμε πραγματικό εκδημοκρατισμό του ενεργειακού τομέα, έχουμε μια ώθηση στον εκσυγχρονισμό της οικονομίας και την επίτευξη των κλιματικών στόχων, και φυσικά όλα αυτά τα μικρά επενδυτικά σχήματα δίνουν ένα νέο πρόσωπο στο κοινωνικο-οικονομικό μοντέλο της χώρας και βλέπουμε τις συνεργασίες να είναι πλέον στο προσκήνιο. Υπάρχουν ίσες ευκαιρίες και αλληλεγγύη, υπάρχει πάρα πολύ έντονη κατανόηση και η ανάγκη των μελών μιας ενεργειακής κοινότητας να φέρουν μαζί και όλο τον υπόλοιπο κόσμο και όχι να προχωράνε με άλματα μόνοι τους και να μένουν κάποιες ομάδες πίσω. Ακόμη και η δυνατότητα που δίνει το θεσμικό πλαίσιο να δώσουμε δωρεάν ενέργεια σε κάποια νοικοκυριά σε κάποιες ομάδες, δείχνει έμπρακτα την αλληλεγγύη. Έχουμε ενίσχυση της τοπικής επιχειρηματικότητας, ακόμη και σε περιοχές που δεν θεωρούνται ας πούμε, μεγάλα αστικά κέντρα, βλέπουμε μικρές επενδύσεις οι οποίες αναβαθμίζουν και την ίδια την τοπική κοινωνία και το περιβάλλον που την αφορά”.
Ως προς την ελληνική πραγματικότητα, η Σ. Φαμελιάρη τόνισε ότι είμαστε από τις χώρες που έχουμε χαμηλά επίπεδα κατανάλωσης μέσω αυτοπαραγωγής, αποδίδοντάς το εκτός των άλλων ότι εκτός από το ενδιαφέρον και η χρηματοδότηση είναι πάρα πολύ δύσκολη. Παρουσίασε αναλυτικά τις επιλογές χρηματοδότησης που υπάρχουν, μέσα από την πρακτική εμπειρία της Greenpeace από την προσπάθεια ίδρυσης και συμμετοχής σε μια ενεργειακή κοινότητα, τον Υπερίωνα. Όπως είπε, το πρώτο πιο κλασικό είναι το καταναλωτικό δάνειο προς τα μέλη και όχι προς την κοινότητα, μέσω τράπεζας, το οποίο “πέρα από τα υψηλά επιτόκια, τις δόσεις και την εξάρτηση που έχουμε από την τράπεζα, δημιουργεί και ένα πάρα πολύ μεγάλο διαχειριστικό πρόβλημα και καθυστερήσεις”. Μια δεύτερη επιλογή είναι το ίδιο μετοχικό κεφάλαιο, δηλαδή το κάθε μέλος να πληρώνει τη συμμετοχή του με ίδια κεφάλαια, το οποίο ενισχύει την ανεξαρτησία, αφού δεν υπάρχει δανεισμός, έχει όμως δυσκολίες, καθώς, όπως ανέφερε η Σ. Φαμελιάρη, “στην Ελλάδα η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων σύμφωνα με έρευνες δεν έχουν ούτε 1000 € στον λογαριασμό τους, οπότε ακόμη και μια μικρή τέτοια επένδυση δεν είναι τόσο εύκολα εφικτή για ένα νοικοκυριό”. Ως τρίτη επιλογή, εξετάστηκε η μίσθωση, δηλαδή ο εγκαταστάτης να νοικιάζει τον εξοπλισμό έναντι φυσικά ένας ενοικίου, με ένα συμβόλαιο κ.λπ. Αυτή η επιλογή έχει την εγγύηση ότι αν οποιαδήποτε στιγμή η ενεργειακή κοινότητα δεν πληρώσει, σταματάει η εκμίσθωση και έχει επίσης το πρόβλημα των επιτοκίων, καθώς και κάποιες προκαταβολικές πληρωμές, που μπορούν να αυξήσουν το αρχικό κεφάλαια. Επίσης, όπως είπε, “δεν είμαστε τελείως αποκομμένοι από τράπεζες, καθώς μπορεί να μας ζητηθεί πιστωτική κάρτα ή κάποιο συγκεκριμένο συμβόλαιο, ένα τραπεζικό δάνειο - για να σας εξηγήσω, μάλλον αυτό μοιάζει λίγο με το leasing που κάνουν στα αυτοκίνητα”.
Η τελική επιλογή, στην οποία και κατέληξε η Greenpeace δημιουργώντας την πλατφόρμα Genervest, είναι το croudlending, το οποίο σημαίνει, όπως εξήγησε η Σ. Φαμελιάρη ότι “διαδικτυακές πλατφόρμες δίνουν τη δυνατότητα χρηματοδότησης από πόρους που δίνουνε απλοί επενδυτές, μικρές επιχειρήσεις, ιδρύματα, όποιος θέλει μπορεί να μπει να ενισχύσει, με τη διαφορά από το croudfunding ότι εδώ υπάρχει ένα επιτόκιο, δηλαδή είναι σε μορφή δανειοδότησης, οπότε είναι αρκετά ελκυστικό και για τον άνθρωπο που θέλει να επενδύσει, θέλει να δει πράσινα έργα να πραγματοποιούνται, έχει φυσικά μικρότερη απόδοση γιατί μιλάμε για μικρότερα επιτόκια σε σύγκριση με τα τραπεζικά πακέτα”. Όπως υπογράμμισε η Σ. Φαμελιάρη, το χρηματοδοτικό αυτό εργαλείο “βοηθά πάρα πολύ στην έννοια της αλληλεγγύης, καθώς βλέπουμε ότι ο κόσμος βοηθάει ουσιαστικά τις ενεργειακές κοινότητες να αναπτυχθούν. Βλέπουμε και παραδείγματα μερικές φορές από τις ίδιες ενεργειακές κοινότητες να στηρίζουν μια άλλη κοινότητα στα πρώτα της βήματα και είναι πολύ όμορφο να βλέπουμε στην πράξη αυτή την συνέργεια”.
Σε σχέση με τις προοπτικές, η Σ. Φαμελιάρη τόνισε ότι “οι περισσότερες κινήσεις αυτή τη στιγμή βλέπουμε ότι είναι από κόσμο, από ομάδες κ.λπ. και δεν υπάρχει μια κεντρική μέριμνα”. Όπως είπε, "για ένα διάστημα λειτουργεί φυσικά η αυτοδιάθεση, αλλά αν θέλουμε να εξασφαλίσουμε πραγματικά δίκαιη και μια γρήγορη στροφή σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την μακροημέρευση των ενεργειακών κοινοτήτων, δεν αρκούν μικρές κινήσεις, και ας δείχνουν το δρόμο”.
Η εμπειρία του ΚΑΠΕ - Χάραξη συνολικής ενεργειακής πολιτικής
Τέλος, κλείνοντας τον κύκλο των παρεμβάσεων, ο Βασίλης Κίλιας, στέλεχος της Διεύθυνσης Ενεργειακής Πολιτικής και πρώην Γενικός Διευθυντής του Κέντρου Ανανεώσιμων Πηγών και Εξοικονόμησης Ενέργειας, ξεκίνησε υπενθυμίζοντας ότι το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς ήδη από το 2014 είχε ξεκινήσει κάποιες συζητήσεις για το θέμα των ενεργειακών κοινοτήτων, δίνοντας την αφορμή να ανοίξει η συζήτηση γύρω από αυτό το θέμα.
O Β. Κίλιας αναφέρθηκε στη δράση του ΚΑΠΕ, με επαφές με ξένες πρωτοβουλίες, όπως η γερμανική ομοσπονδία των συνεταιρισμών, δημάρχους και περιφερειάρχες κ.ο.κ. Ξεκινώντας από τους στρατηγικούς στόχους της δημιουργίας του θεσμού των ενεργειακών κοινοτήτων, ο Β. Κίλιας υπενθύμισε ότι ο στόχος ήταν να ανακατευτεί πιο πολύς κόσμος στο ενεργειακό τομέα. Όπως είπε, “είναι σαφές ότι αυτό το οποίο είχαμε μέχρι τώρα ήταν η συμμετοχή μεγάλων εταιρειών και με την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, μοιραία λόγω.
Η σημασία των ενεργειακών κοινοτήτων στην «πράσινη» μετάβαση
Πέμπτη, 24/06/2021 - 19:56