«Αν δεν λάβεις ξεκάθαρα μέτρα εγκαίρως, τότε τέτοια φαινόμενα λαμβάνουν δυναμική χιονοστιβάδας!» τονίζει για την κυβέρνηση», ο τομεάρχης Ανάπτυξης του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Χαρίτσης. «Το πιο σημαντικό όμως από όλα είναι να συνειδητοποιήσει η κυβέρνηση ότι η εμμονή της στις νεοφιλελεύθερες δοξασίες στοιχίζει πολύ ακριβά στην κοινωνία και στην οικονομία», διαμηνύει.
«Σήμερα, η χώρα μας για πρώτη φορά καταγράφει την υψηλότερη τιμή ρεύματος πανευρωπαϊκά», τονίζει με συνέντευξή του στο iEidiseis για το θέμα της ακρίβειας ο Αλέξης Χαρίτσης και καταθέτει μια πρόταση που θα συζητηθεί:
«Είναι κρίσιμο η ΔΕΗ να αναπροσαρμόσει τα τιμολόγιά της ώστε να συμπαρασύρει προς τα κάτω ολόκληρη την αγορά ενέργειας. Στα πλαίσια βεβαίως πάντα των δυνατοτήτων που προβλέπει το δίκαιο του ανταγωνισμού, η ΔΕΗ ως εθνικός ενεργειακός πυλώνας θα πρέπει να ακολουθήσει μια διαφορετική τιμολογιακή πολιτική».
Ο τομεάρχης Ανάπτυξης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ κατηγορεί την κυβέρνηση ότι δεν λαμβάνει εγκαίρως μέτρα για το μείζον θέμα της ακρίβειας, αν και παραδέχεται ότι ένα μέρος του προβλήματος οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντε: «Κάθε Κράτος οφείλει να μελετά, να σχεδιάζει και να προλαμβάνει τέτοιες καταστάσεις. Εκεί είναι η ουσία της πολιτικής. Αλλιώς μοιρολατρικά απλά καθόμαστε και περιμένουμε τις επιπτώσεις της αδράνειάς μας. Αυτή τη στιγμή στη χώρα μας αυτό πληρώνουμε: μια κυβέρνηση που δεν παρενέβη έγκαιρα, ακόμα και σήμερα λέει ότι δεν μπορεί να παρέμβει, ενώ οι επιπτώσεις πια είναι ορατές στην τσέπη της ελληνικής κοινωνίας», επισημαίνει.
Τι ακριβώς συμβαίνει με την ακρίβεια κ. Χαρίτση; Τι να περιμένουμε;
Αυτό που βλέπουμε κ.Σκουρή είναι η σημαντική -και κατά περιπτώσεις εξωφρενική- αύξηση των τιμών που με τη σειρά της απειλεί το εισόδημα εκατομμυρίων καταναλωτών και τη βιωσιμότητα χιλιάδων επιχειρήσεων. Πρόκειται για μία εξέλιξη που είχε προαναγγελθεί εδώ και μήνες: η συστηματική αύξηση τιμών σε αγαθά ευρείας κατανάλωσης, είδη πρώτης ανάγκης, αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, κατασκευαστικά υλικά και πρώτες ύλες συνθέτουν ένα εξαιρετικά ανησυχητικό τοπίο. Και βεβαίως η πλέον ανησυχητική διάσταση, που συμπαρασύρει το σύνολο της οικονομίας, είναι η εκρηκτική άνοδος του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας. Σήμερα, η χώρα μας για πρώτη φορά καταγράφει την υψηλότερη τιμή ρεύματος πανευρωπαϊκά.
Οι δυσάρεστες αυτές εξελίξεις δεν προέκυψαν ξαφνικά. Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, του ΕΒΕΑ, του Ινστιτούτου Καταναλωτών, του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών, της ΕΚΠΟΙΖΩ είχαν επισημάνει εδώ και μήνες τις ανησυχητικές τάσεις και την ανάγκη λήψης άμεσων μέτρων.
Δυστυχώς η κυβέρνηση αδιαφόρησε. Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ προχώρησε -στις 16 Ιουλίου- σε μια ολοκληρωμένη κοινοβουλευτική πρόταση που είχε ως στόχο να καταδείξει το πρόβλημα (την άνοδο των τιμών σε βασικά είδη διατροφής, στην ενέργεια και στις πρώτες ύλες) και να προτείνει λύσεις ανάσχεσης του φαινομένου. Επιλέξαμε την επίκαιρη επερώτηση -την ανώτερη διαδικασία κοινοβουλευτικού ελέγχου που προβλέπεται από τον κανονισμό της Βουλής- ακριβώς για να καταδείξουμε την τεράστια σημασία του ζητήματος. Ζητήσαμε τότε από την κυβέρνηση να αναλάβει αποφασιστικές πρωτοβουλίες. Δυστυχώς δεν έχει υπάρξει μέχρι σήμερα καμία ανταπόκριση.
Η κυβέρνηση λέει πως η ακρίβεια είναι εισαγόμενη και πως , συνεπώς, η ίδια δεν φέρει ευθύνη…
Προφανώς υπάρχουν εξωγενείς παράγοντες. Η μείωση της προσφοράς ορυκτών καυσίμων, οι δυσλειτουργίες στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας και στις μεταφορές λόγω της πανδημίας δημιουργούν σοβαρό πρόβλημα στο κομμάτι της προσφοράς που εντείνεται από τις πιέσεις που δημιουργεί η - δειλή έστω - ανάκαμψη της παγκόσμιας ζήτησης μετά το πρώτο ισχυρό σοκ εξαιτίας του COVID-19.
Δύο κρίσιμες επισημάνσεις όμως: δεν είναι σπάνιες τέτοιες αναταράξεις, έχουν συμβεί και κατά το παρελθόν. Δεν μπορούν από μόνες τους λοιπόν να δικαιολογήσουν την πρωτοφανή έκρηξη ανατιμήσεων. Και βεβαίως, κάθε Κράτος οφείλει να μελετά, να σχεδιάζει και να προλαμβάνει τέτοιες καταστάσεις. Εκεί είναι η ουσία της πολιτικής. Αλλιώς μοιρολατρικά απλά καθόμαστε και περιμένουμε τις επιπτώσεις της αδράνειάς μας. Αυτή τη στιγμή στη χώρα μας αυτό πληρώνουμε: μια κυβέρνηση που δεν παρενέβη έγκαιρα, ακόμα και σήμερα λέει ότι δεν μπορεί να παρέμβει, ενώ οι επιπτώσεις πια είναι ορατές στην τσέπη της ελληνικής κοινωνίας.
Ποια ακριβώς είναι τα δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας που πυροδοτούν την ακρίβεια;
Έχουμε μιλήσει κατ’ επανάληψη για το σχέδιο της κυβέρνησης να αναδιαρθρώσει βίαια την αγορά οδηγώντας σε συγκεντροποίηση βασικές οικονομικές δραστηριότητες. Το λιανεμπόριο και η πώληση βασικών ειδών πρώτης ανάγκης είναι χαρακτηριστική περίπτωση. Σε συνδυασμό με την παντελή απουσία ελέγχων για την πάταξη αθέμιτων πρακτικών ειδικά στα πρώτα στάδια της εμπορίας αγαθών, οι ολιγοπωλιακές καταστάσεις οδηγούν σε νόθευση του ανταγωνισμού και στη χειραγώγηση των τιμών.
Αντίστοιχη, ή μάλλον χειρότερη, είναι η κατάσταση στην αγορά ενέργειας. Αντί να αξιοποιήσει το targetmodel και το χρηματιστήριο ενέργειας για την διαμόρφωση ενός πλαισίου πραγματικού, υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ παραγωγών και παρόχων, η κυβέρνηση έχει αφήσει εντελώς ανεξέλεγκτη την χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Υπάρχουν για παράδειγμα επίσημες καταγγελίες φορέων της αγοράς για χειραγώγηση της χονδρεμπορικής αγοράς ρεύματος από συγκεκριμένους προμηθευτές, καταγγελίες που ουδέποτε εξετάστηκαν από τις αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές. Αντί για αυτό οι υπουργοί της κυβέρνησης ακόμα ομνύουν στο δόγμα “ο ανταγωνισμός θα φέρει αυτομάτως την πτώση των τιμών”. Έχετε δει να συμβαίνει αυτό;
Σε τι βαθμό υπάρχει αισχροκέρδεια; Και υπάρχουν καρτέλ;
Η πανδημία, όπως κάθε κρίση, αποτελεί «πεδίον δόξης λαμπρό» για όσους επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν τις έκτακτες συνθήκες και να κερδοσκοπήσουν σε βάρος των καταναλωτών και των ανταγωνιστών τους. Η απουσία ρυθμιστικού πλαισίου και αποτελεσματικού συστήματος ελέγχων είναι προφανές ότι ευνοεί τέτοιες καταστάσεις.
Τα μέτρα που διαρρέει η κυβέρνηση ότι θα λάβει, αρκούν;
Θα περιμένουμε να δούμε τα μέτρα με προσοχή για να τοποθετηθούμε. Η κυβέρνηση πάντως έχει καθυστερήσει χαρακτηριστικά. Αν δεν λάβεις ξεκάθαρα μέτρα εγκαίρως, στην αρχή του προβλήματος, τότε τέτοια φαινόμενα έχουν πάρει στο μεταξύ τη δυναμική χιονοστιβάδας. Ελπίζω, έστω και στο και πέντε, η κυβέρνηση να μην περιοριστεί σε επικοινωνιακού χαρακτήρα εξαγγελίες άνευ περιεχομένου, όπως μας έχει συνηθίσει, μόνο και μόνο για να προσπεράσει το πρόβλημα, αλλά να προχωρήσει σε ουσιαστικές παρεμβάσεις προστασίας των καταναλωτών και της οικονομίας.
Κατά τη δική σας άποψη τι πρέπει να γίνει;
Πολλά θα έπρεπε να έχουν γίνει εδώ και καιρό. Μην ξεχνάμε ότι όλα αυτά συμβαίνουν σε συνθήκες χαμηλού εθνικού πληθωρισμού: σύμφωνα με την Eurostat έχουμε τον 2ο χαμηλότερο πληθωρισμό στην Ευρώπη (0,7% Ιούλιο 2021), ακριβώς λόγω υστέρησης στην ανάκαμψη μετά την πανδημία σε σχέση με τις άλλες χώρες. Μέχρι τον Μάιο είχαμε επισήμως αρνητικό πληθωρισμό. Τι θα συμβεί όταν με την αναμενόμενη ανάκαμψη προσεγγίσουμε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (2,2% σήμερα στην Ευρωζώνη); Που θα φτάσουν τότε οι τιμές;
Άρα χρειαζόμαστε άμεσα και σοβαρά μέτρα με πρώτο την τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος- ας μην ξεχνάμε ότι έρχεται ο χειμώνας. Είναι αναγκαίο να υπάρξει σοβαρό πρόγραμμα επιδότησης του ενεργειακού κόστους με εισοδηματικά, γεωγραφικά και κοινωνικά κριτήρια τόσο για πολίτες όσο και για επιχειρήσεις (με ιδιαίτερη στήριξη ενεργοβόρων τομέων όπως η μεταποίηση).
Είναι απαραίτητο οι ρυθμιστικές αρχές (ΡΑΕ και Επιτροπή Ανταγωνισμού) να ανταποκριθούν επιτέλους τον ρόλο τους και να ρυθμίσουν την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, πατάσσοντας φαινόμενα χειραγώγησης και κερδοσκοπίας που έχουν καταγγελθεί επισήμως από φορείς όπως η Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας.
Είναι κρίσιμο η ΔΕΗ να αναπροσαρμόσει τα τιμολόγιά της ώστε να συμπαρασύρει προς τα κάτω ολόκληρη την αγορά ενέργειας. Στα πλαίσια βεβαίως πάντα των δυνατοτήτων που προβλέπει το δίκαιο του ανταγωνισμού, η ΔΕΗ ως εθνικός ενεργειακός πυλώνας θα πρέπει να ακολουθήσει μια διαφορετική τιμολογιακή πολιτική. Δεν νοείται η ίδια η ΔΕΗ να κερδοσκοπεί μόνο και μόνο για να εμφανίζει τεράστια κέρδη προ φόρων (EBITDA) ώστε να πανηγυρίζει η κυβέρνηση για το «success story» και να χρυσοπληρώνει τα «γαλάζια παιδιά» σε βάρος των καταναλωτών.
Το πιο σημαντικό όμως από όλα είναι να συνειδητοποιήσει η κυβέρνηση ότι η εμμονή της στις νεοφιλελεύθερες δοξασίες στοιχίζει πολύ ακριβά στην κοινωνία και στην οικονομία. Το δόγμα της αυτορρύθμισης της αγοράς, η αλλεργία στην παρέμβαση του κράτους στην οικονομία είναι λογικές που έχουν πλέον ξεπεραστεί διεθνώς. Δυστυχώς βλέπουμε ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιμένει σε έναν αδιέξοδο -και μοναχικό πια- δρόμο! Το είδαμε και συνεχίζουμε να το βλέπουμε στο μεγάλο μέτωπο της πανδημίας όπου ούτε προχωρά στην απολύτως αναγκαία στήριξη του δημόσιου συστήματος υγείας ούτε στην απαραίτητη δίκαιη και έγκαιρη στήριξη της πραγματικής οικονομίας. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την αναγκαία ρύθμιση της αγοράς. Η κυβέρνηση πράττει πολύ λίγα και πολύ αργά, ενώ τα πάντα γύρω μας αλλάζουν. Ο κόσμος προχωράει, οι αντιλήψεις μεταβάλλονται, οι κοινωνίες αντιλαμβάνονται την σημασία της δημόσιας παρέμβασης για την προστασία της κοινωνίας, για την θωράκιση της οικονομίας, για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Ο κ. Μητσοτάκης και οι υπουργοί του είναι οι τελευταίοι των νεοφιλελεύθερων μοϊκανών!