Επιστολή και αναλυτικά υπομνήματα κατέθεσε η Ελληνική Επιστημονική Ένωση Αιολικής Ενέργειας ΕΛΕΤΑΕΝ για τις τρεις Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέτες (ΕΠΜ) που τέθηκαν σε διαβούλευση από το ΥΠΕΝ και αφορούν περιοχές της Κρήτης, της Θράκης και της νότιας Πελοποννήσου.
Οι ΕΠΜ είναι το βασικό επιστημονικό εργαλείο με το οποίο προσδιορίζονται επιμέρους ζώνες και προτείνονται όροι και περιορισμοί για την προστασία της βιοποικιλότητας στις περιοχές Natura 2000 της χώρας στο πλαίσιο της Βιώσιμης Ανάπτυξης. Οι τελικοί όροι προστασίας εγκρίνονται με Προεδρικό Διάταγμα.
1. Οι τρεις ΕΠΜ που τέθηκαν σε διαβούλευση ακολουθούν μια μονοδιάστατη προσέγγιση αγνοώντας επί της ουσίας τους πυλώνες «Ανάπτυξη» και «Κοινωνία» ως συστατικά περιεχόμενα της Βιώσιμης Ανάπτυξης. Ακόμα όμως και τον πυλώνα «Περιβάλλον», τον αντιμετωπίζουν αναποτελεσματικά αφού αγνοούν ή υποτιμούν σημαντικά την απειλή της Κλιματικής Αλλαγής που έχει πλέον εξελιχθεί σε Κλιματική Κρίση.
2. Οι ΕΠΜ προτείνουν οριζόντιους υπερβολικούς περιορισμούς ενάντια στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, που καθιστούν απαγορευτική την επίτευξη των στόχων της κλιματικής και ενεργειακής πολιτικής. Οι τρεις ΕΠΜ δεν έχουν λάβει υπόψη τη νέα ευρωπαϊκή νομοθεσία Fit-for-55 για τους αυξημένους στόχους Α.Π.Ε. ούτε την κρίσιμη απειλή της κλιματικής αλλαγής.
Οι ακραίες απαγορεύσεις που προτείνουν οι ΕΠΜ, πιθανώς να οφείλονται στην εντελώς λανθασμένη εντύπωση ότι ακόμα και αν η αιολική ενέργεια αποκλειστεί a-priori από τις περιοχές Natura (και σε ορισμένες περιπτώσεις και από τις περιφερειακές τους ζώνες), και πάλι η Ελλάδα μπορεί να επιτύχει με οικονομικά φθηνό τρόπο τους ενεργειακούς στόχους της. Αυτό όμως δεν είναι σωστό αφού αγνοεί την κατανομή του αιολικού δυναμικού στη χώρα και τα προβλήματα και εμπόδια στην αδειοδότηση των επενδύσεων Α.Π.Ε. και τις πολλές απαγορεύσεις που υπάρχουν για αυτές και εκτός των περιοχών Natura[1].
Οι απαγορεύσεις οφείλονται επίσης σε γενικές πιθανολογήσεις και λανθασμένες υπερβολές για τις πραγματικές επιπτώσεις της αιολικής ενέργειας στο περιβάλλον, χωρίς πραγματική και συγκεκριμένη εκτίμηση των επιπτώσεων αυτών.
3. Οι τρεις ΕΠΜ εμφανίζουν σημαντικές νομικές και ουσιαστικές ελλείψεις: έλλειψη στάθμισης, αγνόηση ή υποβάθμιση κλιματικής αλλαγής, απουσία εναλλακτικών, απουσία εκτίμησης επιπτώσεων, αγνόηση δεδομένων ή ελλιπή πρωτογενή δεδομένα, αγνόηση τεχνολογικών εξελίξεων αναφορικά με τα εργαλεία μετριασμού των επιπτώσεων, σύγκρουση με την υπόλοιπη νομοθεσία (π.χ. το ν. 3851/2010, το ν. 3685/2020, το Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο των Α.Π.Ε.), ανεδαφικές μεταβατικές ρυθμίσεις ή απουσία μεταβατικών ρυθμίσεων. Ο βασικές αυτές ελλείψεις και προβλήματα αναλύονται στα υπομνήματα της ΕΛΕΤΑΕΝ.
4. Η μονομερής προσέγγιση των ΕΠΜ λειτουργεί ενάντια στην ανάγκη αποτελεσματικής προστασίας της βιοποικιλότητας:
(ι) η βιοποικιλότητα δεν μπορεί να προστατευθεί χωρίς αναστροφή της κλιματικής κρίσης και επομένως η υποβάθμιση (έως αποκλεισμού) της αιολικής ενέργειας ως μέρος της λύσης για την αντιμετώπισή της, στρέφεται ενάντια στη βιοποικιλότητα,
(ιι) η επιβολή μη αναλογικών περιορισμών ενάντια στην αιολική ενέργεια, εκτός από τη νομική επάρκειά τους, υπονομεύει και την αναγκαία αποδοχή τόσο σοβαρών θεσμικών κειμένων όπως θα έπρεπε να είναι οι ΕΠΜ.
5. Τέλος, οι υπό διαβούλευση ΕΠΜ αγνοούν δύο βασικές αρχές, που είναι πολύ σημαντικές για το περιβάλλον, την οικονομία και τη κοινωνία:
α) Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ειδικότερα τα αιολικά πάρκα αποτελούν μια κατ’ αρχήν φιλοπεριβαλλοντική δραστηριότητα, διότι μετά βεβαιότητας συμβάλουν στην αντιμετώπιση της σημαντικότερης απειλής για το περιβάλλον και τον άνθρωπο που είναι η Κλιματική Αλλαγή. Από την άλλη πλευρά, ως ανθρώπινες δραστηριότητες, έχουν επιπτώσεις στο περιβάλλον. Σε αντίθεση με τις άλλες μορφές ενέργειας, όπως είναι τα ορυκτά καύσιμα και η πυρηνική ενέργεια, οι συγκεκριμένες επιπτώσεις κάθε συγκεκριμένης επένδυσης γίνονται γνωστές εκ των προτέρων και μπορούν να μετρηθούν με σημαντική ακρίβεια κατά τη φάση ανάπτυξης και μελέτης της επένδυσης. Τα δύο αυτά στοιχεία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι μια προτεινόμενη επένδυση αιολικού πάρκου πρέπει να απορρίπτεται μόνο εάν τεκμηριώνεται επιστημονικά και συγκεκριμένα ότι η υλοποίησή της θα επιφέρει ανεπίστρεπτη βλάβη σε ένα άλλο προστατευόμενο αντικείμενο υψηλής αξίας, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί. Αντιθέτως, η προτεινόμενη επένδυση που έχει διέλθει τη βάσανο της συγκεκριμένης μέτρησης και εκτίμησης των επιπτώσεών της, δεν μπορεί να απορρίπτεσαι με επίκληση γενικών πιθανολογήσεων ούτε στη βάση κανονιστικών ρυθμίσεων που έχουν εισαχθεί με επίκληση τέτοιων πιθανολογήσεων.
β) Τα αιολικά πάρκα παράγουν αυτή τη στιγμή, μαζί με τα φωτοβολταϊκά το φθηνότερο ηλεκτρισμό. Για να συνεχίσουν να το κάνουν, πρέπει να εγκαθίστανται στις περιοχές με το υψηλότερο αιολικό δυναμικό. Μόνο τότε με λιγότερες συνολικά εγκαταστάσεις θα παράγουμε περισσότερη και πιο φθηνή ηλεκτρική ενέργεια. Αυτό είναι εξόχως σημαντικό για τους καταναλωτές και την εθνική οικονομία που πιέζεται πάρα πολύ από την κρίση τιμών των ορυκτών καυσίμων. Όσο όμως εισάγονται οριζόντιοι αποκλεισμοί που εξοβελίζουν την αιολική ενέργεια από τις περιοχές με υψηλό αιολικό δυναμικό, τόσο το κόστος της ενέργειας δεν θα μειώνεται, όσο πολύ και όσο γρήγορα χρειαζόμαστε.
Δείτε την επιστολή της ΕΛΕΤΑΕΝ ΕΔΩ
Δείτε το αναλυτικό υπόμνημα για την ΕΠΜ της Θράκης ΕΔΩ
Δείτε το αναλυτικό υπόμνημα για την ΕΠΜ της Κρήτης ΕΔΩ
Δείτε το αναλυτικό υπόμνημα για την ΕΠΜ της νότιας Πελοποννήσου ΕΔΩ
[1] Το ποσοστό επιτυχούς κατάληξης μιας προσπάθειας ανάπτυξης ενός αιολικού πάρκου είναι εξαιρετικά χαμηλό. Με βάση τα συγκεντρωτικά απολογιστικά στοιχεία που έως το 2017 δημοσιοποιούσε το ΥΠΕΝ, υπολογίσθηκε σε 3,14%. Έκτοτε έχουν μεσολαβήσει νομοθετικές αλλαγές που μάλλον έχουν οδηγήσει στην περαιτέρω μείωσή του. Η ΡΑΕ πάντως στη Έκθεση Πεπραγμένων 2020 εκτιμά ότι το ποσοστό όλων των υπό ανάπτυξη Α.Π.Ε. που τελικά θα υλοποιηθούν δεν ξεπερνά το 10%-20%, ποσοστό επίσης πολύ χαμηλό αλλά υπερβολικά αισιόδοξο.