Σε ιστορικό χαμηλό επίπεδο κινήθηκε η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη τον Απρίλιο, καθώς περιορίστηκε στις 176 γιγαβατώρες (GWh), ενώ σε χαμηλά τετραετίας κινήθηκε και η παραγωγή από ορυκτό αέριο (827 GWh), καταγράφοντας τη χαμηλότερη τιμή από τον Απρίλιο του 2018.
Αντίθετα, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας χωρίς τα μεγάλα υδροηλεκτρικά παρέμειναν στα πολύ υψηλά επίπεδα του προηγούμενου μήνα (1658 GWh), καταγράφοντας την τρίτη ιστορικά υψηλότερη επίδοσή τους. Τα στοιχεία προκύπτουν από την ανάλυση του Green Tank με βάση τα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ για τις πηγές κάλυψης της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας τον προηγούμενο μήνα. Αξιοσημείωτη είναι και η αύξηση των εισαγωγών οι οποίες έφθασαν στα υψηλότερα επίπεδα από τα μέσα του 2020 (793 GWh).
Έτσι, τον Απρίλιο 2022, οι ΑΠΕ μαζί με τα μεγάλα υδροηλεκτρικά κάλυψαν το 51.2% της ζήτησης, το ορυκτό αέριο το 22.4%, οι καθαρές εισαγωγές το 21.5%, ενώ ο λιγνίτης περιορίστηκε μόλις στο 4.8%.
Η εξέλιξη στο μείγμα παραγωγής αποδίδεται αφενός στο γεγονός ότι παραδοσιακά ο Απρίλιος (λόγω ευνοϊκών καιρικών συνθηκών) είναι μήνας χαμηλής ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας και υψηλής παραγωγής από ανανεώσιμες πηγές. Έτσι, περιορίζεται η συμμετοχή των συμβατικών μονάδων (λιγνίτης και φυσικό αέριο) στην αγορά.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι συνολικά, στο πρώτο τετράμηνο του 2022, οι ΑΠΕ (μαζί με τα μεγάλα υδροηλεκτρικά), υποσκέλισαν τα ορυκτά καύσιμα (ορυκτό αέριο και λιγνίτη), για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά. Συγκεκριμένα το μερίδιο της «πράσινης» ενέργειας διαμορφώθηκε στο 44,4% (36,1% οι ΑΠΕ και 8,3% τα μεγάλα υδροηλεκτρικά) ενώ το μερίδιο του λιγνίτη μαζί με το φυσικό αέριο ήταν 44,3 % (10,2% και 34,1% αντίστοιχα).
Ενδεικτικό των τεκτονικών αλλαγών στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας είναι ότι πριν από μόλις 10 χρόνια, στο πρώτο τετράμηνο του 2011 ο λιγνίτης κάλυψε το 54,2% της ζήτησης και το φυσικό αέριο το 27,2% (συνολικά τα ορυκτά καύσιμα ήταν συνεπώς στο 81,4 %), οι ΑΠΕ ήταν μόλις στο 4,7% και τα υδροηλεκτρικά 7,6%.