Μειώνουν την χρηματιστηριακή τιμή, καθώς κάθε ώρα οδηγούν στο σταμάτημα των πιο ακριβών θερμικών μονάδων που καθορίζουν αυτή την τιμή. Χωρίς τις ανανεώσιμες, η ήδη υψηλή χονδρική τιμή και άρα το ποσό των λογαριασμών ρεύματος, θα ήταν ακόμα μεγαλύτερο.
Οι σχετικές επισημάνσεις γίνονται από την ΕΛΕΤΑΕΝ με αφορμή τη δημοσιοποίηση τεχνικής μελέτης για τα αιολικά πάρκα. Με βάση προηγούμενες απολογιστικές μελέτες, έχει βρεθεί ότι ωριαία διείσδυση 30% αιολικών και φωτοβολταϊκών οδηγεί σε μέση μείωση της τιμής στη χονδρική αγορά ηλεκτρισμού κατά, περίπου, 40 ευρώ ανά μεγαβατώρα (σημειώνεται ότι η διείσδυση αιολικών και φωτοβολταϊκών το 2022 στο ΕΔΣ, ξεπέρασε το 39%). Το 2021 -χρονιά για την οποία εκπονήθηκε αναλυτική μελέτη- η συνολική μείωση που επέφεραν οι ΑΠΕ χάρη σε αυτό το φαινόμενο ήταν 2,5 δισ ευρώ.
Στην ίδια μελέτη καταδεικνύεται ότι τα αιολικά πάρκα, είτε άμεσα είτε έμμεσα αποτελούν τον μεγαλύτερο «αιμοδότη» του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης, από το οποίο προέρχονται οι επιδοτήσεις των λογαριασμών ρεύματος.
Όπως αναφέρεται τα αιολικά πάρκα έχουν ήδη επιδοτήσει τους καταναλωτές επιστρέφοντάς τους από την αρχή της κρίσης μέσω του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης, άμεσα 2,67 δισ. ευρώ και έμμεσα 1,58 δισ. ευρώ, δηλαδή συνολικά 4,2 δις ευρώ από τα 8,2 δισ ευρώ.
Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 51% των συνολικών επιδοτήσεων που έχουν δοθεί στους καταναλωτές μέσω του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης. Οι λοιπές ΑΠΕ έχουν συνεισφέρει κατά 7%, ο δημόσιος προϋπολογισμός κατά 19% και οι συμβατικοί ηλεκτροπαραγωγοί κατά 18%. Από λοιπούς πόρους έχει προέλθει το υπόλοιπο 5%.
Η ΕΛΕΤΑΕΝ, εξηγεί γιατί συμβαίνει αυτό. Όπως σημειώνει το μεγάλο αυτό όφελος από τα αιολικά πάρκα προκύπτει διότι πωλούν την ενέργειά τους σε σταθερές και χαμηλές τιμές, παράγοντας την ίδια στιγμή ικανό μέρος του ηλεκτρισμού που χρειαζόμαστε. Έτσι, είναι σε θέση να επιστρέφουν (όπως πάντα επέστρεφαν) στους καταναλωτές τη σημαντική διαφορά που προκύπτει μεταξύ της τιμής με την οποία αποζημιώνονται (την τιμή δηλαδή πώλησης της ενέργειάς τους) και της υψηλής τιμής της χονδρικής αγοράς, που λόγω φυσικού αερίου έχει αυξηθεί. Για τον ίδιο λόγο κρίθηκε ότι δεν χρειάζονται για την αποζημίωσή τους άλλους πόρους, όπως τα έσοδα από τις δημοπρασίες δικαιωμάτων εκπομπών.
Με σταθερές και χαμηλές τιμές αποζημιώνονται και τα μικρά υδροηλεκτρικά, αλλά η εγκατεστημένη ισχύς τους είναι περιορισμένη και έτσι δημιουργούν μικρό πλεόνασμα. Από την άλλη, τα υφιστάμενα εμπορικά φωτοβολταϊκά και η βιομάζα αποζημιώνονται μεν με σταθερές τιμές αλλά αυτές είναι υψηλότερες με αποτέλεσμα να μη δημιουργούν ικανό πλεόνασμα.
Πιο αναλυτικά:
Τα αιολικά πάρκα έχουν «κλειδώσει» σταθερές και χαμηλές τιμές αμοιβής, με μακροχρόνια συμβόλαια που έχουν συνάψει με τη δημόσια επιχείρηση ΔΑΠΕΕΠ[1]. Για τα παλαιότερα αιολικά αυτές οι τιμές έχουν καθορισθεί διοικητικά με βάση το κόστος των επενδύσεων κατά το χρόνο που υλοποιήθηκαν, ενώ για τα νεότερα πάρκα οι τιμές προκύπτουν μέσω διαγωνισμών που διενεργεί η ΡΑΕ.
Για το λόγο αυτό, τα αιολικά πάρκα δεν επωφελούνται από τις υψηλές τιμές στη χονδρική αγορά και δεν έχουν υπερκέρδη. Ειδικότερα, η μέση τιμή αποζημίωσης της ενέργειας που παράγεται από τα αιολικά πάρκα στο διασυνδεδεμένο σύστημα της Ελλάδας είναι περί τα 95 €/MWh.
Για τους παραπάνω λόγους, ο μηχανισμός για τη φορολόγηση και επιστροφή στους καταναλωτές των υπερεσόδων των ηλεκτροπαραγωγών και τη θέση ανώτατου ορίου στα έσοδά τους από το χρηματιστήριο ενέργειας, δεν αφορά επί της ουσίας τα αιολικά πάρκα, διότι αυτά επέστρεφαν (και πριν τη θέσπιση του μηχανισμού) και συνεχίζουν να επιστρέφουν, το όποιο έσοδο πάνω από την «κλειδωμένη» τιμή του συμβολαίου τους με τον ΔΑΠΕΕΠ.
Όσο θα εγκαθίστανται περισσότερα αιολικά πάρκα, αυτό το όφελος θα αυξάνεται με γρηγορότερο ρυθμό, διότι τα νέα αιολικά πάρκα είναι οικονομικά πιο ανταγωνιστικά και έχουν κλειδώσει ακόμα πιο χαμηλές τιμές αμοιβής. Για παράδειγμα, η μέση τιμή των αιολικών πάρκων που επιλέχθηκαν για κατασκευή κατά τον τελευταίο διαγωνισμό της ΡΑΕ που έγινε την 5/9/2022, είναι 57,66 €/MWh.