Μιλώντας χθες στο Athens Energy Forum, που διοργανώνουν οι NY Times, o Aν. ΥΠΕΝ Σωκράτης Φάμελλος επεσήμανε ότι η ατζέντα των στόχων βιώσιμης ανάπτυξης για το 2030 και η εφαρμογή της Συμφωνίας των Παρισίων είναι οι δύο πυλώνες που οριοθετούν και καθορίζουν τις παγκόσμιες πολιτικές. Όπως γίνεται εμφανές από την παγκόσμια συζήτηση και από την επιτευχθείσα πρόοδο, υπάρχει ο ορατός κίνδυνος και οι δύο αυτές παγκόσμιες πολιτικές πρωτοβουλίες να παραμείνουν σε θεωρητικό επίπεδο. Και αυτό γιατί απαιτούνται μεγάλα βήματα προς τα μπροστά που είναι απαραίτητα για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας και την αλλαγή προσανατολισμού της οικονομίας: “Χωρίς να υποτιμάμε τις φιλόδοξες δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί για την εφαρμογή της Συμφωνίας των Παρισίων, πρέπει να επισημάνουμε ότι υπάρχει ο ορατός κίνδυνος να μείνουν σχέδια επί χάρτου, αν δεν συνδυαστούν με ξεκάθαρους, διαφανείς και κοινούς κανόνες για την εφαρμογή τους. Η Ευρώπη έχει ήδη αποφασίσει ότι θα είναι πρωτοπόρος σε αυτό τον τομέα”.
Όπως τόνισε στη συνέχεια, οι στόχοι για το 2030 ήταν η βάση για τη διαμόρφωση και της Εθνικής Στρατηγικής για την Ενέργεια και το Κλίμα για το 2030, η οποία και υποβλήθηκε επισήμως στην ΕΕ την προηγούμενη εβδομάδα: “Η χώρα μας έχει ήδη επιτύχει τον στόχο μείωσης των εκπομπών για το 2020, ενώ όπως όλα δείχνουν θα επιτύχει και τους στόχους για το 2030. Επιπλέον, αναμένεται μείωση της τάξης του 31% των εκπομπών για κατοικία, μεταφορές, αγροτικό τομέα και απόβλητα σε σχέση με το 2005, όταν ο ευρωπαϊκός στόχος για τη χώρα ήταν μείωση 16%”. Πρόσθεσε, δε, ότι μέσω της ηλεκτρικής διασύνδεσης των νησιών με την ηπειρωτική χώρα και της αύξησης της διείσδυσης των ΑΠΕ κατά 31% επιτυγχάνεται ο στόχος μείωσης των εκπομπών αέριων ρύπων από τη βιομηχανία κατά 63% σε σχέση με το 2005.
Αναφερόμενος στα πλεονεκτήματα, τις ευκαιρίες και τους κινδύνους αυτής της νέας πολιτικής ανέφερε: “Προνομιούχοι κλάδοι της οικονομίας είναι σαφώς οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η εξοικονόμηση ενέργειας σε κτίρια, τα έργα φυσικού αερίου τουλάχιστον για τα επόμενα δέκα χρόνια και η κυκλική οικονομία. Πολύ μεγάλη αλλαγή είναι η ηλεκτροκίνηση, όπου οι στόχοι για το 2030 απαιτούν την αλλαγή του μίγματος πωλήσεων. Κρίσιμα θέματα είναι η χωροθέτηση έργων ΑΠΕ σε προστατευόμενες περιοχές, αλλά και γενικά η κοινωνική αποδοχή για αυτές τις μονάδες. Ιδιαίτερη επιτάχυνση απαιτούν επίσης τα σχέδια προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή που εκπονούν αυτή την περίοδο οι Περιφέρειες της Ελλάδας και θα αποτελέσουν κριτήρια προαίρεσης για την ένταξη έργων την επόμενηπρογραμματική περίοδο. Η κλιματική ανθεκτικότητα θα αποτελέσει βασικό κριτήριο για τη χρηματοδότηση έργων”.
“Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι να συζητήσουμε το πώς η μετάβαση σε μια πιο “πράσινη” και φιλοπεριβαλλοντική οικονομία θα ωφελήσει ταυτόχρονα και την ελληνική οικονομία”, υπογράμμισε ο Σωκράτης Φάμελλος, ενώ ανέφερε ότι η δίκαιη μετάβαση για τις περιοχές της χώρας που είναι οικονομικά εξαρτημένες από τον λιγνίτη είναι ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει και τη χώρα μας και την ΕΕ: “Έχουμε ήδη ξεκινήσει τη διαδικασία για την απόδοση μέρους των εθνικών εσόδων από τον πλειστηριασμό δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα της ΕΕ για την οικονομική ανάπτυξη της Δυτ. Μακεδονίας και του Δήμου Μεγαλόπολης. Σε αυτή την κατεύθυνση πιστεύουμε ότι απαιτείται ευρωπαϊκή πρωτοβουλία και ευρωπαϊκό χρηματοδοτικό μέσο. Σε κάθε περίπτωση, η μετάβαση δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ανεξάρτητα από τον Στόχο 7 που αφορά την καθαρή και την οικονομικά προσιτή ενέργεια”.
Για τον λόγο αυτό η Εθνική Στρατηγική για την Ενέργεια και το Κλίμα για το 2030 καθορίζει ποσοτικούς στόχους για την ενεργειακή φτώχεια που αφορούν μείωση των σχετικών δεικτών κατά 50% μέχρι το 2025 και κατά 75% μέχρι το 2030. Αυτό θα επιτευχθεί με την ισχυροποίηση πολιτικών όπως το κοινωνικό τιμολόγιο της ΔΕΗ, αλλά και μέσω νέων μέτρων για την ενεργειακή επάρκεια και την καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας, όπως ο θεσμός των ενεργειακών κοινοτήτων.
Κλείνοντας την τοποθέτησή του, ο Αν. ΥΠΕΝ σημείωσε ότι “η εφαρμογή των στόχων βιώσιμης ανάπτυξης με βάση τη Συμφωνία των Παρισίων δεν αφορά μόνο την πρόσβαση σε καθαρή και προσιτή οικονομικά ενέργεια. Αφορά κυρίως τη διασφάλιση ότι τα κέρδη από μια πράσινη και κλιματικά φιλική οικονομία θα διοχετευθούν σε όλες τις χώρες και σε όλα τα κοινωνικά στρώματα προς όφελος των πολιτών. Υπάρχει κίνδυνος οι πολιτικές για το κλίμα να μεγαλώσουν τις αποστάσεις και τις διακρίσεις στην κοινωνία και να μας ξαναφέρουν στα αίτια της κρίσης, από την οποία πρόσφατα βγήκαμε. Η μείωση της απόστασης μεταξύ “βορρά” και “νότου”, μεταξύ αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών και μεταξύ των πολιτών πρέπει να είναι αυτό που θα ωθήσει προς τα μπροστά τις πολιτικές, υπό το πρίσμα των στόχων βιώσιμης ανάπτυξης και της συμφωνίας των Παρισίων”.