Η αναθεωρημένη οδηγία για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (RED), για την οποία έχουν συμφωνήσει ήδη το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, ορίζει ότι το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην τελική κατανάλωση ενέργειας της ΕΕ θα πρέπει να αυξηθεί σε 42,5% μέχρι το 2030. Τα κράτη μέλη καλούνται μάλιστα να επιδιώξουν το ποσοστό αυτό να ανέλθει στο 45%.
Η οδηγία θα επιταχύνει επίσης τις διαδικασίες για την έκδοση αδειών για νέους σταθμούς ηλετροπαραγωγής από ανανεώσιμες πηγές, όπως ηλιακά και αιολικά πάρκα, καθώς και την αναβάθμιση των υφιστάμενων σταθμών. Οι εθνικές αρχές θα έχουν στη διάθεσή τους έως και 12 μήνες για την αδειοδότηση νέων μονάδων ανανεώσιμης ενέργειας, αν αυτές βρίσκονται στις λεγόμενες «περιοχές πρώτης επιλογής για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας». Εκτός των περιοχών αυτών, οι διαδικασίες δεν θα πρέπει να ξεπερνούν τους 24 μήνες.
Στον τομέα των μεταφορών, στόχος είναι η αύξηση στη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας να συμβάλει στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 14,5% μέχρι το 2030. Ο στόχος αυτός αναμένεται να επιτευχθεί μέσω της αύξησης του μεριδίου των προηγμένων βιοκαυσίμων και της θέσπισης υψηλότερων ποσοστώσεων για τα ανανεώσιμα καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης, όπως το υδρογόνο.
Το Κοινοβούλιο εξασφάλισε επίσης ότι τα κράτη μέλη θα θέσουν έναν ενδεικτικό στόχο, σύμφωνα με τον οποίο τουλάχιστον το 5% της νέας εγκατεστημένης ισχύος ανανεώσιμης ενέργειας θα παράγεται με τη βοήθεια καινοτόμων τεχνολογιών. Θα θεσπιστεί επίσης ένα δεσμευτικό πλαίσιο για διασυνοριακά ενεργειακά έργα. Οι ευρωβουλευτές ζήτησαν επίσης να θεσπιστούν αυστηρότερα κριτήρια όσον αφορά τη χρήση της βιομάζας, ώστε να διασφαλιστεί ότι η ΕΕ δεν θα επιδοτεί μη βιώσιμες πρακτικές. Η συγκομιδή βιομάζας θα πρέπει να γίνεται με τρόπο που να μην προκαλεί αρνητικές επιπτώσεις στην ποιότητα του εδάφους και τη βιοποικιλότητα.
Ο Markus Pieper (ΕΛΚ, Γερμανία), επικεφαλής των διαπραγματευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δήλωσε τα εξής: «Στο πλαίσιο της επιδίωξής μας για ενίσχυση της ενεργειακής μας αυτονομίας και μείωση του διοξειδίου του άνθρακα, ενισχύουμε τους στόχους μας για τη χρήση ΑΠΕ. Η νομοθεσία αυτή αποτελεί απόδειξη ότι η ΕΕ μπορεί να είναι μη γραφειοκρατική και πρακτική. Χαρακτηρίσαμε τις ΑΠΕ υπέρτερο δημόσιο συμφέρον, εξορθολογίζοντας τη διαδικασία αδειοδότησής τους. Εστιάσαμε στην αιολική, την ηλιακή, την υδροηλεκτρική και τη γεωθερμική ενέργεια, καθώς και στα παλιρροιακά ρεύματα. Η βιομάζα που παράγεται από ξυλεία θα συνεχίσει να λογίζεται ως ΑΠΕ. Βάσει της αρχής της ‘θετικής διοικητικής σιωπής‘ οι επενδύσεις θα μπορούν να προχωρήσουν αν δεν υπάρξει απάντηση από τις αρχές. Τώρα χρειαζόμαστε επειγόντως να σχεδιαστεί η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ και άμεση στροφή στο υδρογόνο για μια πιο πράσινη μετάβαση».