Μια σειρά από στοιχεία που συνθέτουν τον ενεργειακό χάρτη στη νοτιοανατολική Ευρώπη συμπυκνώνει η νέα έκθεση του ΙΕΝΕ (“Europe’s Key Energy Issues: a SEE Perspective”). Μεταξύ άλλων το ινστιτούτο αναφέρεται στην ανάγκη μείωσης της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας, στόχο τον οποίο χαρακτηρίζει σταθερό και αδιαπραγμάτευτο. Όμως επισημαίνει αυτός ο στόχος δεν αντικατοπτρίζεται στην κυβερνητική πολιτική. Το ΙΕΝΕ προτείνει τη μείωση των εισαγόμενων ενεργειακών ροών παράλληλα με την αύξηση των εγχώριων πηγών ενέργειας, με έμφαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τους υδρογονάνθρακες (και ειδικότερα το αέριο) και τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης, κυρίως στους τομείς των μεταφορών και των κατοικιών. Τη σταθεροποίηση, αν όχι την αύξηση, του σημερινού μεριδίου του λιγνίτη στο ενεργειακό μείγμα της χώρας και τη διαφοροποίηση των οδών παροχής αερίου.
Το Ινστιτούτο Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης εκτιμά πως η κύρια πηγή επέκτασης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην ΝΑ Ευρώπη θα είναι η ηλιακή ενέργεια. Οι υδροηλεκτρικοί σταθμοί θα συνεχίσουν να κυριαρχούν στη συνολική εγκατεστημένη ισχύ ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην περιοχή για λίγο, αλλά οι περισσότερες εγκαταστάσεις, ειδικά οι μεγάλες εθνικής σημασίας, κατασκευάστηκαν πριν από δεκαετίες και οι νέες επενδύσεις είναι ελάχιστες. Σε σχέση με την Ελλάδα, αναφέρει πως η ηλιακή ενέργεια θα επεκταθεί πιο δυναμικά. Σε ό,τι αφορά την ενεργειακή ασφάλεια καταλήγει πως η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι προετοιμασμένη ενόψει του χειμώνα χάρη στις εγκαταστάσεις αποθήκευσης φυσικού αερίου, τη μειωμένη ζήτηση ενέργειας και τους ολοένα και πιο διαφοροποιημένους προμηθευτές ενέργειας. Ωστόσο, όπως αναφέρει «εξακολουθούν να υπάρχουν κίνδυνοι όπως η πιθανή πλήρης παύση των εισαγωγών από αγωγούς και οι επιθέσεις σε υποδομές ζωτικής σημασίας. Τα πιο συχνά ακραία καιρικά φαινόμενα μπορούν επίσης να επηρεάσουν το ενεργειακό σύστημα και την ενεργειακή ασφάλεια του εφοδιασμού. Η ισορροπημένη προσέγγιση και η αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών θα συνεχίσουν να διαδραματίζουν βασικό ρόλο στη συλλογική ανθεκτικότητα της ΕΕ».
Παρατηρεί πάντως, πως οι τιμές του φυσικού αερίου εξακολουθούν να είναι υψηλότερες σε σχέση με την περίοδο 2015-2019 όταν κατά μέσο όρο οι τιμές του φυσικού αερίου κυμαίνονταν από 15-20 ευρώ ανά MWh. Παρόλα αυτά διαπιστώνει πως η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε καλό δρόμο για την επίτευξη του στόχου να είναι ανεξάρτητη από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα έως το 2027. Σε σχέση τέλος με τις ΑΠΕ στην Ε.Ε. αναφέρει πως το 2022, εγκαταστάθηκαν νέα έργα ισχύος 57 GW κυρίως φωτοβολταϊκών και ανεμογεννητριών. Στον τομέα της θέρμανσης από ανανεώσιμες πηγές, η χρήση αντλιών θερμότητας αυξήθηκε κατά 39% σε σύγκριση με το 2021.