Μετά και την πρόθεση για επιδότηση μεμονωμένων αγροτών για εγκατάσταση φ/β συστημάτων η κυβέρνηση ανάβει το πράσινο φως για φωτοβολταϊκά σε γη υψηλής παραγωγικότητας. Στο νομοσχέδιο του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης που κατατέθηκε στη βουλή προβλέπεται μεταξύ άλλων (άρθρο 36) πως «σε αγροτεμάχια που χαρακτηρίζονται από τη Διεύθυνση Αγροτικής Ανάπτυξης της οικείας περιφερειακής ενότητας ως αγροτική γη υψηλής παραγωγικότητας, απαγορεύεται η άσκηση οποιασδήποτε άλλης δραστηριότητας, εκτός από την αγροτική εκμετάλλευση - αγροτική 25 δραστηριότητα, κατά την έννοια του ν. 3874/2010 (Α΄ 151), και την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από σταθμούς Α.Π.Ε.. Για την αποδοχή αιτήσεων για χορήγηση Οριστικής Προσφοράς Σύνδεσης που υποβάλλονται στον αρμόδιο Διαχειριστή μετά από την έναρξη ισχύος της κοινής απόφασης του τετάρτου εδαφίου, προς εγκατάσταση φωτοβολταϊκών σταθμών εγκατεστημένης ισχύος μικρότερης ή ίσης του ενός μεγαβάτ (1 MW), στις ανωτέρω εκτάσεις, λαμβάνοντας υπόψη και την ισχύ σε κάθε Περιφερειακή Ενότητα, σύμφωνα με την κοινή απόφαση του δωδέκατου εδαφίου, απαιτείται η άσκηση καλλιεργητικής δραστηριότητας».
Όπως αναφέρει ο Σύνδεσμος Εταιριών Φωτοβολταϊκών σε παλιότερη ανάλυσή του «σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ8, η συνολική καλλιεργούμενη γεωργική γη (αροτραίες καλλιέργειες, κηπευτική γη, μόνιμες καλλιέργειες και αγραναπαύσεις) κατά το έτος 2019 ανερχόταν σε 32,17 εκατ. στρέμματα (στατιστικά για το 2019 δημοσιευμένα το 2022), εκ των οποίων καλλιεργούνταν τα 28,47 εκατ. στρέμματα και τα υπόλοιπα ήταν σε αγρανάπαυση. Αυτό σημαίνει ότι τα φωτοβολταϊκά δεσμεύουν το 0,25% της γεωργικής γης ή αλλιώς το 0,06% της έκτασης της χώρας. Η γεωργική έκταση που μένει ακαλλιέργητη είναι 45 φορές μεγαλύτερη από την έκταση που δεσμεύουν τα φωτοβολταϊκά. Θα πρέπει βέβαια να τονίσουμε εδώ ότι τα τελευταία χρόνια κερδίζει έδαφος η ιδέα της συνύπαρξης φωτοβολταϊκών με αγροτικές καλλιέργειες, μέσω των λεγόμενων “αγροβολταϊκών”. Ειδικά προγράμματα ενίσχυσης τέτοιων πρωτοβουλιών άρχισαν ήδη να αναπτύσσονται σε διάφορες χώρες».
Το ενδιαφέρον πάντως σχετίζεται με το δεδομένο του κορεσμού των δικτύων. Αν δηλαδή θα γίνουν οι αναγκαίοι εκσυγχρονισμοί στους υποσταθμούς του δικτύου χαμηλής και μέσης τάσης για να «αντέξει» τις νέες αιτήσεις.