Tου Κ. Ν. Σταμπολή
Σοβαρό πλήγμα φαίνεται ότι θα υποστούν οι στόχοι της κυβέρνησης, όπως περιγράφονται στο αναθεωρημένο ΕΣΕΚ-που πρόκειται να δοθεί σε δημόσια διαβούλευση εντός της εβδομάδας- μετά την πρόσφατη απόφαση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) όπως αυτή ανακοινώθηκε στις 14 Νοεμβρίου.Σύμφωνα με την ανωτέρω απόφαση η ΕΤΕπ που αποτελεί τον επίσημο χρηματοδοτικό βραχίονα της ΕΕ, από τα τέλη του 2021η Τράπεζα θα σταματήσει να χρηματοδοτεί έργα υποδομών που έχουν σχέση με άνθρακα, πετρέλαιο αλλά και φυσικό αέριο.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Τράπεζας η ανωτέρω απόφαση ελήφθη στο πλαίσιο της ευρύτερης Ευρωπαϊκής προσπάθειας για αντιμετώπιση της Κλιματικής Αλλαγής, την μείωση των εκπομπών του θερμοκηπίου, της βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας και της προώθησης των ΑΠΕ. Στην ανακοίνωση της η ΕΤΕπ υπογραμμίζει ότι ήδη από το 2020 θα ευθυγραμμίσει την χρηματοπιστωτική της πολιτική ώστε αυτή να συμβαδίζει με τους στόχους και δεσμεύσεις της Συμφωνίας των Παρισίων (COP 21) του 2015. Παράλληλα η Τράπεζα υπόσχεται ότι θα αποδεσμεύσει κεφάλαια της τάξης των EUR 1,0 τρισεκατομμυρίων μέχρι το 2030 προς διευκόλυνση υλοποίησης των ανωτέρω στόχων.
Η απόφαση της ΕΤΕπ έρχεται λίγες ημέρες μετά τις ανακοινώσεις της νέας προέδρου της Κομισιόν, κας Ursula Von der Leyen, η οποία δεσμεύτηκε να εφαρμόσει μια απόλυτα πράσινη οικονομική και κοινωνική ατζέντα ήδη από την πρώτη ημέρα ανάληψης των καθηκόντων της την 1η Δεκεμβρίου. Σύμφωνα με την νέα πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα υπάρξουν νέοι υψηλότεροι στόχοι για την μείωση των εκπομπών κατά 55% μέχρι το 2030, σε σύγκριση με τους σημερινούς στόχους του 40%. Αυξημένοι στόχοι επίσης προβλέπονται και για την διείσδυση των ΑΠΕ στο Ευρωπαϊκό ενεργειακό ισοζύγιο με στόχο την κάλυψη του 35% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας μέχρι το 2030, από το 31% που ισχύει σήμερα.
Σύμφωνα με πολλούς παράγοντες της Ευρωπαϊκής βιομηχανίας αλλά και του ενεργειακού τομέα, η ανωτέρω απόφαση της ΕTEπ είναι όχι μόνο πρόωρη και εντελώς παράλογη αλλά το κυριότερο, έρχεται σε πλήρη αντίφαση, και ουσιαστικά υποσκάπτει, την μέχρι σήμερα ακολουθούμενη ενεργειακή πολιτική της ΕΕ βάσει της οποίας το φυσικό αέριο αποτελεί το καύσιμο επιλογής ( fuel of choise) στην περίοδο ενεργειακής μετάβασης, όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και διεθνώς. Με την ΕΤΕπ να αποτελεί έναν από τούς βασικούς χρηματοδοτικούς μηχανισμούς της ΕΕ, και όχι κάποιον δευτερεύοντα η εποπτευόμενο οργανισμό, η πολιτική και οι αποφάσεις που καλείται να υλοποιήσει η Τράπεζα αναμένεται ότι θα έχουν αναπόφευκτα ευρύτερη απήχηση και σύντομα θα επηρεάσουν το γενικό πλαίσιο χρηματοδοτήσεων των εμπορικών τραπεζών σε όλες τις χώρες μέλη.
Υποσκάπτεται η ενεργειακή ασφάλεια της χώρας
Για την Ελλάδα η απόφαση της ΕΤΕπ ευρίσκει την χώρα απροετοίμαστη να σηκώσει το βάρος της χρηματοδότησης μιας σειράς σημαντικών έργων υποδομής στο φυσικό αέριο που θα χρειασθούν για την ολοκλήρωση του κεντρικού δικτύου αγωγών και συναφών εγκαταστάσεων αλλά και της επέκτασης των δικτύων στις πόλεις και στην περιφέρεια. Έτσι βασικά έργα όπως η αξιοποίηση του εξαντληθέντος κοιτάσματος του πεδίου Νότιας Καβάλας ( South Kavala) και την μετατροπή του σε μόνιμη υπόγεια αποθήκη συνδεδεμένη με το εθνικό δίκτυο, την κατασκευή του διασυνδετηρίου αγωγού Ελλάδας- Βόρειας Μακεδονίας, το Poseidon interconnector το FSRU Αλεξανδρούπολης, και του φαραωνικού, αλλά πολιτικά χρήσιμου, East Med κινδυνεύουν να μη κατασκευασθούν ποτέ. Και όμως αυτά είναι τα έργα που απαιτούνται για να ενισχυθεί η ενεργειακή ασφάλεια της χώρας και εάν τελικά πραγματοποιηθούν θα βοηθήσουν στην ανάδειξη της χώρας σε περιφερειακό ενεργειακό κόμβο.
Όμως η απόφαση της ΕΤΕπ, που αποτελεί μια ξεκάθαρη έκφανση της νέας Ευρωπαϊκής πολιτικής, είναι ενδεικτική της βιασύνης και αποφασιστικότητας του Ευρωπαϊκού κονκλάβιου να προχωρήσει εδώ και τώρα στο επόμενο βήμα για την πλήρη απανθρακοποίηση της ΕΕ, παρακάμπτοντας το φυσικό αέριο, που ως σήμερα θεωρείτο η αποδεκτή ενδιάμεση λύση για την ενεργειακή μετάβαση. Και για μεν τις χώρες της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης η σταδιακή "έξωση " του φυσικού αερίου από το ενεργειακό μίγμα θα γίνει μάλλον αναίμακτα αφού δεν αντιμετωπίζουν άμεσες ανάγκες ενδυνάμωσης των υποδομών τους, με το αέριο να χρησιμοποιείται πάνω από 60 χρόνια ως βασική ενεργειακή πηγή, ενώ στην περίπτωση της χώρας μας που η διείσδυσή του ευρίσκεται ακόμα σε αναπτυξιακό στάδιο (η εισαγωγή του αερίου στο ενεργειακό μίγμα ξεκίνησε πριν μόλις 22 χρόνια) η απόφαση για πρόωρη εγκατάλειψη του θα δημιουργήσει αναπόφευκτα σοβαρά προβλήματα.
Την στιγμή μάλιστα που έχει ληφθεί απόφαση για πλήρη απολιγνιτοποίηση της ηλεκτροπαραγωγής μέχρι το 2028 προκύπτει σοβαρό θέμα για την εξασφάλιση φορτίου βάσης που είναι απαραίτητο για την εύρυθμη λειτουργία και ευστάθεια του όλου συστήματος καθώς, σύμφωνα με τους σχεδιασμούς, της κυβέρνησης, θα αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς η διείσδυση των ΑΠΕ. Για την Ελλάδα το "πάγωμα" στην περαιτέρω ανάπτυξη στην χρήση αερίου θα έχει επιπλέον αρνητικές επιπτώσεις αφού μοιραία θα οδηγήσει στην ραγδαία αύξηση εισαγωγών ηλεκτρισμού από τις γειτονικές χώρες ενώ θα δράσει ανασχετικά στην διεξαγωγή ερευνών για την ανακάλυψη και εκμετάλλευση των εντοπισθέντων κοιτασμάτων φ. αερίου που διαθέτει η χώρα. Με όλα αυτά εκτιμάται ότι θα αυξηθεί περαιτέρω η ενεργειακή εξάρτηση της χώρας, από το σημερινό επίπεδο του 74% που ήδη θεωρείται από τα υψηλότερα στην Ευρώπη.