«Το πραγματικό “μοντέλο” της ενεργειακής πολιτικής της κυβέρνησης της ΝΔ αποτυπώνεται στο δόγμα ιδιωτικοποίησης των πάντων, στη θέσπιση ευνοϊκών όρων μόνο για λίγους και εκλεκτούς επιχειρηματίες, εις βάρος της υγιούς επιχειρηματικότητας και της ασφάλειας δικαίου και τελικά, στην αύξηση του κόστους ενέργειας για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις», δηλώνει σε συνέντευξη που παραχώρησε στην ιστοσελίδα envinow, ο Τομεάρχης Περιβάλλοντος και Ενέργειας του ΣΥΡΙΖΑ, Σωκράτης Φάμελλος.
Στο πρώτο μέρος της συνέντευξης, κάνει ένα συνοπτικό απολογισμό των πεπραγμένων της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ στον τομέα της ενέργειας απαντώντας σε ερωτήσεις για τη ΔΕΗ, την αναβάθμιση του ρόλου της Ελλάδας και στην ενέργεια, καθώς και για τον κλιματικό ακτιβισμό όπως αυτός έχει αποτυπωθεί στο πρόσωπο της Γκρέτα Τούνμπεργκ. Το δεύτερο μέρος της συνέντευξη θα δημοσιευτεί προσεχώς.
Ακολουθεί το πρώτο μέρος της συνέντευξης:
Φάμελλος (μέρος 1): Αν οι πολίτες πληρώσουν την ενεργειακή μετάβαση, δεν θα είναι δίκαιη!
Ποιές ήταν επιγραμματικά οι παθογένειες στην ΔΕΗ; Τι πρέπει να κάνει η ΔΕΗ για να μετασχηματιστεί σε υγιή δημόσια επιχείρηση; Γιατί δεν προχωρήσαμε πιο γρήγορα τις επενδύσεις σε ΑΠΕ & στην διασύνδεση Κρήτης Αττικής αλλά και των άλλων νησιών;
Η Ελλάδα και η ΔΕΗ, ως εταιρεία πυλώνας του ενεργειακού μας συστήματος, καθυστέρησε υπερβολικά να προσαρμοστεί στην ευρωπαϊκή υποχρέωση απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας, καθώς και στα νέα δεδομένα που δημιουργεί η κλιματική αλλαγή (αλλαγή ενεργειακού μείγματος μέσω ΑΠΕ).
Η καθυστέρηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα , το 2015, ενώ είχε ήδη συντελεστεί το γνωστό “φωτοβολταϊκό μπουμ”, η ΔΕΗ να έχει μόνο 1% του μεριδίου των ΑΠΕ, και μόλις το 2019 να φτάσει στο 3% με στόχο το 7%. Θεωρώ ότι ήταν μία τραγική επιλογή των προηγούμενων κυβερνήσεων η ΔΕΗ, η μεγαλύτερη ενεργειακή εταιρείας της Ελλάδας να παραμείνει ουραγός στην ανάπτυξη των ΑΠΕ.
Τραγική ήταν ακόμη η παράλληλη απόφαση της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου να προωθήσει το σενάριο της λεγόμενης “Μικρής ΔΕΗ” ή μισής ΔΕΗ θα μπορούσαμε να πούμε, η οποία αποστερούσε την εταιρεία από τον πολυτιμότερό της και ανανεώσιμο πόρο των υδροηλεκτρικών, σε συνδυασμό μάλιστα με ποσότητες ΝΟΜΕ, που είχαν αποδεχθεί στο 2ο Μνημόνιο.
Την ίδια περίοδο που η ΔΕΗ δεν επένδυε σε ΑΠΕ, οι ιδιωτικές επενδύσεις σε ΑΠΕ υπερεπιδοτήθηκαν, με εγγυημένες, υψηλές τιμές που οδήγησαν στο τεράστιο έλλειμμα του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ, τάξης σχεδόν 1 δισ ευρώ (800 εκατ. ευρώ), το οποίο και μας κληροδότησαν το 2015, μαζί με τη χρεωκοπία της χώρας.
Από όλα τα παραπάνω, αναδεικνύεται η έλλειψη σχεδιασμού, και ιδιαίτερα μακροχρόνιου, ειδικά στον τομέα της ενέργειας που είναι και ο βραχίονας της παραγωγικής βάσης της χώρας. Το πραγματικό “μοντέλο” ενεργειακής πολιτικής της κυβέρνησης της ΝΔ αποτυπώνεται στο δόγμα ιδιωτικοποίησης των πάντων, στη θέσπιση ευνοϊκών όρων μόνο για λίγους και εκλεκτούς επιχειρηματίες, εις βάρος της υγιούς επιχειρηματικότητας και της ασφάλειας δικαίου και τελικά, στην αύξηση του κόστους ενέργειας για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Είναι γεγονός, ότι όταν παραλάβαμε τη διακυβέρνηση, παραλάβαμε και συγκεκριμένες μνημονιακές δεσμεύσεις σε όλα τα πεδία. Στον τομέα ειδικότερα της ενέργειας, στην ουσία παραλάβαμε την υποχρέωση ιδιωτικοποίησης αρκετών εταιρειών ενέργειας. Μετά από σκληρή διαπραγμάτευση, καταφέραμε να αποδείξουμε ότι γίνεται αλλιώς και στις ιδιωτικοποιήσεις. Ανατρέψαμε την ιδιωτικοποίηση του ΑΔΜΗΕ, του εθνικού δικτύου Υψηλής Τάσης, διατηρώντας τον υπό δημόσιο έλεγχο. Στην περίπτωση του ΑΔΜΗΕ μπορούμε πια να μιλάμε για έναν κερδοφόρο και καινοτόμο όμιλο που προχωράει μεγάλης κλίμακας και τεχνικά σύνθετα έργα. Πρόκειται για μία επιτυχία που δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς. Δυστυχώς όμως, σήμερα, βλέπουμε τη Νέα Δημοκρατία να επαναφέρει απαιτήσεις του Δευτέρου Μνημονίου στην ενέργεια, όπως με την επιλογή της για την πλήρη ιδιωτικοποίηση της ΔΕΠΑ, χωρίς όμως η απόφαση αυτή να ανταποκρίνεται σε κάποια υποχρέωση. Βλέπουμε επίσης τη ΝΔ να προχωράει ένα βήμα παρακάτω με την απόφασή της να πουλήσει και ποσοστό των δικτύων ηλεκτρισμού (ΔΕΔΔΗΕ), κάτι που δεν ζητήθηκε ποτέ ούτε από τους δανειστές.
Η διατήρηση του δημόσιου ελέγχου, ειδικά στα δίκτυα ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου είναι καίριας σημασίας για την εφαρμογή/υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα. Η ενεργειακή μετάβαση της χώρας μας δεν μπορεί να αφεθεί αποκλειστικά στην αγορά, όπως σχεδιάζει ο κύριος Χατζηδάκης, καθώς δεν μπορεί να διασφαλιστεί ότι θα γίνει στην κατεύθυνση του δημοσίου και όχι του ιδιωτικού συμφέροντος. Ενέχει ακόμη κινδύνους δημιουργίας νέων ανισοτήτων και αποκλεισμού πρόσβασης στην ενέργεια (ενεργειακή φτώχεια).
Τι πρέπει να γίνει δηλαδή? Είδαμε πρόσφατα και την ανακοίνωσή σας για τα goldenboys…
Κανείς από εμάς δεν είπε ότι η ΔΕΗ δεν έχει πρόβλημα. Η ΔΕΗ χρειάζεται ένα δομικό μετασχηματισμό ώστε να καταστεί ανταγωνιστική και βιώσιμη στην πορεία προς την κλιματική ουδετερότητα. Προφανώς, η λύση δεν ήταν και δεν μπορεί να είναι οι αυξήσεις τιμολογίων που επιβάρυναν την κοινωνία με 500 εκατ. ευρώ, τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και τους δήμους. Η λύση επίσης, δεν μπορεί συνίσταται σε πενταπλάσιες, σε σχέση με την προηγούμενη Διοίκηση, αμοιβές για τα υψηλόβαθμα στελέχη και λιμουζίνες, με την παράλληλη κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων για τους νεοεισερχόμενους. Μοναδική λύση είναι ένα νέο business plan της ΔΕΗ.
Η ΔΕΗ μπορούσε να καλύψει τις βραχυπρόθεσμες οικονομικές της ανάγκες με τιτλοποίηση οφειλών, με μέτρα είσπραξης από στρατηγικούς κακοπληρωτές, κάποια από τα μέτρα που είχαν ήδη δρομολογηθεί από την προηγούμενη Διοίκηση. Όμως, αντί αυτού, ακόμη περιμένουμε το business plan του κυρίου Στάσση που όλο έρχεται ενώ, παράλληλα δεν ακούμε κουβέντα για τον ελέφαντα στο δωμάτιο, για τα διαρθρωτικά μέτρα που ζητάνε οι θεσμοί για τη ΔΕΗ, στην πρόσφατη Έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας. Η μελλοντική πώληση του δικτύου ηλεκτρισμού (ΔΕΔΔΗΕ) δεν συνιστά μεταρρύθμιση ούτε στρατηγικό πλάνο.
Όλα αυτά, ενώ οι συνεπείς πελάτες της ΔΕΗ, μετά τις αυξήσεις των τιμολογίων, απευθύνονται σε εναλλακτικούς παρόχους. Δεκάδες χιλιάδες είναι αυτοί που φεύγουν από τη ΔΕΗ και παραμένουν όμως όσοι έχουν οφειλές. Ταυτόχρονα η ΔΕΗ δεν έχει πλάνο για να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό. Θέλουμε να ανοίξει μία συζήτηση για μια άλλη στρατηγική της ΔΕΗ με επίκεντρο τις ΑΠΕ, την ανάπτυξη σε νέες αγορές, όπως παραδείγματος χάρη, την αγορά φυσικού αερίου. Η ΔΕΗ, είχε σχέδιο διείσδυσης στην αγορά φυσικού αερίου, το οποίο έπρεπε να παρουσιαστεί και να ξεκινήσει στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, η εφαρμογή του οποίου έχει όμως καθυστερήσει.
Τα Ελληνοτουρκικά είναι τον τελευταίο καιρό στην κορυφή της επικαιρότητας και ένα από τα ζητήματα που αποτελούν βασική αντιπαράθεση των χωρών είναι η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων στο Αιγαίο. Κατά πόσο μπορεί η Ελλάδα να αντισταθεί στις πιέσεις που μπορεί να δεχτεί από τις ισχυρές δυνάμεις για συνεκμετάλλευση;
Αν κάποιος συγκρίνει την πολυπαραμετρική εξωτερική πολιτική που άσκησε ο ΣΥΡΙΖΑ, σε σχέση με τη σημερινή στάση της κυβέρνησης, η Ελλάδα να είναι προβλέψιμος σύμμαχος και ουρά μίας υπερδύναμης, θα καταλάβει τη διαφορά. Όταν είσαι ουρά μιας μεγάλης δύναμης, υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να βρεθείς στη δύσκολη θέση, να είσαι ανίσχυρος σε πιέσεις. Υπάρχει ακόμη το ενδεχόμενο να βρεθείς ταυτόχρονα, απέναντι στις υπόλοιπες «μεγάλες δυνάμεις».
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να μην περιμένει πίσω από οποιοδήποτε άρμα, αλλά να διαμορφώνει η χώρα τη δική της ατζέντα. Επιλογή μας ήταν να είμαστε ταυτόχρονα, ενεργειακός, μεταφορικός, και το εμπορικός κόμβος στον παγκόσμιο χάρτη, μέσω του Αγωγού EastMed, συμφωνιών συνεργασίας με Βαλκανικές χώρες, της πρωτοβουλίας των Ηγετών Σερβία-Βουλγαρία-Ρουμανία-Ελλάδα, τη Σύνοδο των Ηγετών του Μεσογειακού Νότου και τη Συμφωνία των Πρεσπών που ήταν η κορωνίδα των πρωτοβουλιών αυτών. Αποτέλεσμα ήταν η θέση της Ελλάδας να ισχυροποιηθεί σημαντικά. Άρα λοιπόν, οποιαδήποτε παρέμβαση της χώρας μας και οποιαδήποτε δραστηριότητα που σχετίζεται με τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, προϋποθέτει να διατυπώνουμε πολιτική αυτόνομα ώστε, να αποτελεί η Ελλάδα σημείο αναφοράς στην ευρύτερη περιοχή.
Εμείς δεν θέλουμε η Ελλάδα να είναι ένα πιόνι σε μια σκακιέρα που εξυπηρετεί αλλότρια συμφέροντα, θέλουμε η Ελλάδα να αποτελεί πυλώνα ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή.
Eίμαστε κατά 73% ενεργειακά εξαρτημένοι με βάση στοιχεία του 2019 και πλέον προμηθευόμαστε το 80% του φυσικού Αερίου μέσω Τουρκίας. πιστεύετε μπορεί να υπάρξει θέμα ενεργειακής ασφάλειας μετά την απολιγνιτοποίηση και με δεδομένη την ένταση που συνεχώς επανέρχεται στα ΕλληνοΤουρκικά; Θα έπρεπε να επιλέξουμε νέα οδό ενδεχομένως με LNG μέχρι την δημιουργία του EastMed;
Κατά την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, προχώρησαν σημαντικά έργα υποδομών φυσικού αερίου με στόχο τη δημιουργία εναλλακτικών οδεύσεων και τη διαφοροποίηση των πηγών ώστε, αφενός η χώρα μας να μπορεί να διαχειριστεί τυχόν ενεργειακή κρίση, και αφετέρου να αναβαθμίσει τη θέση της στον γεωπολιτικό και ενεργειακό χάρτη, ως Πύλη φυσικού αερίου στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιανατολικής Μεσογείου. Πρόκειται για μεγάλα έργα υποδομών που υλοποιήθηκαν ή/και δρομολογήθηκαν την προηγούμενη περίοδο. Αναφέρω χαρακτηριστικά την κατασκευή του Διασυνδετήριου Αγωγού Ελλάδας-Βουλγαρίας (IGB), η κατασκευή του οποίου εγκαινιάστηκε παρουσία του τέως Πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, και του τότε Υπουργού ΠΕΝ, Γιώργου Σταθάκη, στις 22 Μαΐου του 2019, στο Κίρκοβο Βουλγαρίας, δουλέψαμε ακόμη για την προοπτική επέκτασης του κάθετου άξονα προς τη Σερβία και τη Ρουμανία, την αναβάθμιση του πλωτού τερματικού σταθμού Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου (ΥΦΑ) της Ρεβυθούσας, το Διαδριατικό Αγωγό (Trans Adriatic Pipeline – TAP), το πλωτό τερματικό σταθμό Αλεξανδρούπολης (FSRU).
Προχωρήσαμε παράλληλα, στην απελευθέρωση της χονδρικής και της λιανικής αγοράς ώστε να δημιουργηθεί μπουν περισσότεροι παίκτες στην αγορά, να αυξηθεί ο ανταγωνισμός και κατά συνέπεια να μειωθούν οι τιμές φυσικού αερίου. Επιπρόσθετα, το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα που είχε εκπονήσει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, εγκρίθηκε και έλαβε θετικά σχόλια από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προέβλεπε ομαλή απολιγνιτοποίηση της χώρας, ώστε να μην εγείρονται θέματα ασφάλειας εφοδιασμού στο μέλλον και να διασφαλίζεται ότι κανείς δεν θα μείνει πίσω στη διαδικασία μετάβασης, θέτοντας ακόμη στο επίκεντρο της συζήτησης, ως προτεραιότητα την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας.
Για το λόγο αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ξεκινήσει τη διαδικασία της απολιγνιτοποίησης με τρεις κεντρικούς όρους : πρώτον τη διασφάλιση πρόσβασης σε ενέργεια χαμηλού κόστους, για επιχειρήσεις και νοικοκυριά, δεύτερον, την εξασφάλιση της ασφάλειας εφοδιασμού της Ελλάδας και άρα μέριμνα για τη μείωση της εξάρτησης από εισαγόμενα καύσιμα, όχι μόνο σε σχέση με την Τουρκία, και τρίτον, τη δίκαιη μετάβαση των λιγνιτικών περιοχών. Προσώρας, από την κυβέρνηση της ΝΔ έχουμε μια επικοινωνιακή εκμετάλλευση της απολιγνιτοποίησης, χωρίς σχέδιο, καθώς ακόμη και οι πόροι που είχε διασφαλίσει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, περί τα 60 εκατ. ευρώ, παραμένουν «παγωμένοι».
Ο Αμερικανός υπουργός Στίβεν Μνούτσιν στα πλαίσια του WorldEconomicForum κάλεσε την Σουηδή ακτιβίστρια Γκρέτα Τούνμπεργκ «να σπουδάσει οικονομικά» προτού να μιλήσει. Είναι αναμφισβήτητα μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Εσείς κύριε Φάμελλε είστε μηχανικός, πως βλέπετε τον περιβαλλοντικό ακτιβισμό, τόσο στις περιπτώσεις που έχει θετικές επιδράσεις, όπως η Γκρέτα, αλλά και σε αυτές με αρνητικές επιδράσεις, σε κάποιες περιπτώσεις, εσείς τι εμπειρία έχετε?
Ο περιβαλλοντικός ακτιβισμός αποτελεί μορφή δημόσιου λόγου και διατύπωσης άποψης εκ μέρους κοινωνικών δυνάμεων. Δεν πρέπει, για κανένα λόγο, να φιμώσουμε την κοινωνία και η διατύπωση λόγου από τον ενεργό πολίτη πρέπει να είναι και αδιαμεσολάβητη προς την όποια μορφή κυβέρνησης και διοίκησης. Άρα είναι σαφές ότι ο ακτιβισμός είναι αποδεκτός και είναι και αναγκαίος. Επιπλέον, ο ακτιβισμός σαφέστατα και είναι απαραίτητος για την κοινωνική ωρίμανση και την ευαισθητοποίηση, γύρω από ιδιαίτερα σημαντικά ζητήματα. Ο ακτιβισμός συνδέεται πολύ συχνά με την επίδειξη του εναλλακτικού, του διαφορετικού, του ιδιαίτερου και επειδή η κοινωνία μας πρέπει να είναι πλουραλιστική και ανοιχτή, και εγώ από την πλευρά μου θα ήθελα να ενθαρρύνω τον περιβαλλοντικό και οικολογικό ακτιβισμό. Σε κάθε περίπτωση όμως πρέπει να γίνεται δεκτό ότι υπάρχουν και διαφορετικές απόψεις, και ο ακτιβισμός δεν θα πρέπει να περιορίζει το δικαίωμα του διαλόγου και της διατύπωσης διαφορετικών απόψεων από τους υπόλοιπους. Είναι σαφές επίσης ότι ο ακτιβισμός δεν πρέπει να προσβάλει την ασφάλεια, το δικαίωμα της ζωής ούτε και να γίνεται αποκλειστικά και μόνο με κίνητρο την τηλεοπτική εκμετάλλευση και προβολή. Όμως, όπως ανέφερα, ο ακτιβισμός είναι απαραίτητος για να ενισχύει και να τροφοδοτεί τον διάλογο. Από αυτή την άποψη λοιπόν, και ως πολιτικός, και ως μηχανικός θεωρώ ότι είναι μία από τις κινητήριες δυνάμεις της περιβαλλοντικής σκέψης, συνείδησης και πολιτικής.
Όμως να κάνω δύο σχόλια, ένα σχετικά με τη σχέση οικονομίας περιβάλλοντος και ένα σχετικά με το κίνημα της νεολαίας στο πρόσωπο της Γκρέτα. Όλα όσα συζητάμε στον τομέα της περιβαλλοντικής και κλιματικής πολιτικής αφορούν την επόμενη γενιά, και γι’ αυτό είναι και απαραίτητο να την ακούσουμε. Πρέπει επίσης να δώσουμε στη νέα γενιά χώρο και στην πολιτική, γιατί δυστυχώς το πολιτικό σύστημα έτσι όπως είναι διαμορφωμένο, στην Ελλάδα τουλάχιστον, ενδεχομένως και στις ΗΠΑ, δεν δίνει χώρο στη νέα γενιά. Σε κάθε περίπτωση λοιπόν, πρέπει να βρούμε τα δημοκρατικά εργαλεία ώστε η νέα γενιά να έχει και χώρο στην πολιτική και λόγο. Με όλους τους τρόπους που γίνεται αυτό και φυσικά το κίνημα με τις μαθητικές Παρασκευές.
Θα ήθελα επίσης να σημειώσω όποιος βλέπει μόνο την οικονομία και όχι το περιβάλλον, κάνει λάθος, και αυτό είναι μία απάντηση και στο σχόλιο του Αμερικανού Υπουργού. Καταρχάς, οι λέξεις «οικονομία» και «οικολογία» έχουν το ίδιο πρώτο συνθετικό, αναφέρονται στον «οίκο» μας, στο κοινό μας σπίτι, στο πλανήτη και στο περιβάλλον. Κάθε δραστηριότητα δεν έχει μόνο εσωτερικό κόστος, έχει και εξωτερικό κόστος. Το συνολικό κόστος, το οποίο περιλαμβάνει όχι μόνο το κόστος παραγωγής ενός προϊόντος, αλλά και το κόστος των πόρων που χάνονται από την παραγωγή του, το κόστος που δημιουργούν τα απόβλητα ή το κόστος από τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την διαδικασία παραγωγής και την εναπόθεση του προϊόντος, είναι αυτό που πρέπει να συγκρίνουμε και να αξιολογούμε. Τελικά, με ένα περίεργο τρόπο, αποδεικνύεται ότι το εξωτερικό περιβαλλοντικό κόστος είναι μεγαλύτερο από την οικονομική αξία του προϊόντος, και μάλλον δίκιο έχει η Γκρέτα και όχι ο Αμερικανός Υπουργός.