Το 2020 δίχως αμφιβολία θα καταγραφεί ως ένα από τα πλέον κρίσιμα έτη για την αγορά της ενέργειας, αφού υπό τις συνθήκες της πανδημίας του COVID-19 αλλά και επ’ ευκαιρία αυτής ξεδιπλώνονται μια σειρά από τεκτονικές μεταβολές με ιδιαίτερα επιθετικό μάλιστα πρόσημο. Ξεκινώντας από τις θεσμοθετημένες από το παρελθόν αλλαγές, η δρομολογημένη εκκίνηση του Target Model την 1/11/20 στην χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας συνιστά ουσιαστικά επαναχάραξη του χάρτη ισορροπίας των συμμετεχόντων σε αυτήν παραγωγών, εμπόρων και προμηθευτών.
Η πλαισίωση αλλά ταυτόχρονα αποδυνάμωση της παραδοσιακής προημερήσιας αγοράς, με επιπλέον αγορές όπως αυτή των διμερών συμβολαίων, της ενδοημερήσιας αλλά και της εξισορρόπησης αναμένεται μεν να μειώσει τις οριακές τιμές στην πρώτη, ωστόσο το κόστος εξισορρόπησης σε μια ρηχή αγορά όπως η Ελληνική παραμένει το μεγάλο ζητούμενο για όσους δεν είναι πάροχοι τέτοιων υπηρεσιών. Οπότε πλην των ηλεκτροπαραγωγών από φυσικό αέριο που κατά κανόνα θα καλύψουν την ανάγκη υπηρεσιών εξισορρόπησης άρα και θα τις προσθέσουν στα διατιθέμενα προϊόντα τους, οι υπόλοιποι, των καταναλωτών συμπεριλαμβανομένων, μάλλον πρέπει να κρατήσουν προς το παρόν μικρό καλάθι για τις προσδοκώμενες ωφέλειες τους, τουλάχιστον μέχρι οι ίδιες οι αγορές να καταγράψουν επαρκή στατιστικά δεδομένα.
Σε αυτή τη συγκυρία, οι προμηθευτές λόγω και της πανδημίας του COVID-19 εισέρχονται θωρακισμένοι με σημαντική πρόσθετη κερδοφορία στα αποτελέσματα τους. Η πτώση του κόστους των ορυκτών καυσίμων και κατά συνέπεια και των χονδρεμπορικών τιμών του ρεύματος ένεκα της διεθνούς κρίσης του κορονωϊού, τους έχει αυξήσει σε ετήσια βάση το περιθώριο κέρδους κατά 1-1.5 δισεκ. ευρώ, παρά την πτώση της ζήτησης (6.7% το διάστημα Μαρτ-Αυγ), επί συνόλου 6-7 διεσκ. ευρώ που αριθμεί στο σύνολο της η λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Ταυτόχρονα οι ανησυχίες για ενδεχόμενο πάγωμα πληρωμών και επισφάλειες από πλευράς καταναλωτών δεν επιβεβαιώθηκαν, οπότε τα πρόσθετα κέρδη τους λογιστικοποιούνται. Εξ’ ου και η θεαματική ανάκαμψη της ΔΕΗ σε συνέχεια και των περυσινών αυξήσεων βεβαίως στα τιμολόγια της. Η επιχείρηση δημοσίευσε κέρδη EBITDA Α’ 6μήνου 2020 στα 457.3 εκατ. ευρώ από 9.3 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο περυσινό διάστημα, ενώ για το 2019 ανακοίνωσε 798.9 εκατ. ευρώ από 184.4 εκατ. ευρώ το 2018.
Οι συμβατικοί παραγωγοί από την πλευρά τους έχουν μάλλον να κερδίσουν, όπως προαναφέρθηκε, συνολικά από το νέο μοντέλο αγοράς, αφού θα εμπλουτίσουν το προϊοντικό τους χαρτοφυλάκιο με ακριβότερες της προημερήσιας αγοράς υπηρεσίες εξισορρόπησης, λόγω και του «νευρικού» χαρακτήρα των αγορών ηλεκτρισμού που στερούνται υποδομών αποθήκευσης. Δεν πρέπει εδώ επιπλέον να παραγνωρίζεται και το γεγονός πως οι συμβατικοί θερμικοί παραγωγοί είναι ταυτόχρονα και προμηθευτές, δηλαδή διαθέτουν είτε απευθείας είτε μέσω ενδοομιλικών εταιρικών σχημάτων καθετοποίηση και πρόσβαση την λιανική. Με τον τρόπο αυτό ο ενδιάμεσος σταθμός της χονδρεμπορικής αγοράς υπό την οποιαδήποτε μορφή ή/και τιμές της καθίσταται οικονομικά μάλλον αδιάφορος για αυτούς. Για τις καθετοποιημένες αυτές επιχειρήσεις μακροοικονομικά ουσία έχει το αρχικό και το τελικό σημείο της διαδρομής του ηλεκτρικού ρεύματος ως προϊόντος τους, ήτοι το κόστος παραγωγής του και η τελική λιανική τιμή πώλησης του στον καταναλωτή.
Στον αντίποδα σε ότι αφορά τις ΑΠΕ τα πράγματα προοιωνίζονται μάλλον δύσκολα. Βασικό στοιχείο του νέου μοντέλου αγοράς (Target Model) είναι η ποινολόγηση των αποκλίσεων στις προημερήσιες προβλέψεις έγχυσης σε σχέση με τον πραγματικό χρόνο. Βεβαίως η ύπαρξη μιας ώριμης, με επαρκή ρευστότητα, ανταγωνιστικής και συνεχούς ενδοημερήσιας αγοράς ταυτόχρονα με επαρκείς επιλογές εκπροσώπησης μέσω ΦοΣΕ, δύναται να αμβλύνει σημαντικά το πρόβλημα. Η οριστική λύση στην στοχαστικότητα των ΑΠΕ, ωστόσο, θα έρθει μόνο μέσα από την αποθήκευση, η οποία όμως χρειάζεται ακόμη χρόνο ώστε να καταστεί οικονομικά ανταγωνιστική σε όρους διασυνδεδεμένου συστήματος.
Δυστυχώς οι προκλήσεις για τις ΑΠΕ δεν σταματούν εκεί. Εσχάτως και μάλιστα αίφνης επεκτείνονται, για δεύτερη φορά στην ιστορία τους στην Ελλάδα, στο μείζον ζήτημα της ρυθμιστικής σταθερότητας του επενδυτικού περιβάλλοντος. Η πρόθεση του Υπουργείου Ενέργειας για επιβολή έκτακτης εισφοράς σε υφιστάμενα έργα ώστε να καλυφθούν τα ελλείμματα του ΕΛΑΠΕ, δηλητηριάζει καίρια το επενδυτικό κλίμα και συνολικά την αξιοπιστία της χώρας. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν τα προβλήματα στον λογαριασμό προέκυψαν από την περυσινή μείωση του ΕΤΜΕΑΡ κατά 200 εκατ. ευρώ ετησίως και μάλιστα αναδρομικά από 1/1/19 που αποφάσισε το ίδιο το Υπουργείο τον Αύγουστο του 2019, αφαιμάζοντας τον μέχρι σήμερα κατά 400 εκατ. ευρώ χάριν απόσβεσης μέρους της αύξησης των τιμολογίων της ΔΕΗ. Όπως φάνηκε μάλιστα από τα θεαματικά οικονομικά αποτελέσματα της ΔΕΗ, η επιχείρηση δεν τα χρειάστηκε τα 140 εκατ. ευρώ ετησίως από το ΕΤΜΕΑΡ που της αντιστοιχούσαν με βάση το μερίδιο της στην λιανική.
Ο ΕΛΑΠΕ τον Ιούλιο του 2019 ήταν σωρευτικά πλεονασματικός κατά 178 εκατ. ευρώ αλλά και σε τρέχοντες όρους. Με την συντελεσθείσα μείωση του ΕΤΜΕΑΡ ωστόσο έχει βυθιστεί σε έλλειμμα σήμερα της τάξης των 280 εκατ. ευρώ. Η επωδός μάλιστα του Υπουργείου πως δήθεν η πανδημία του COVID-19 ευθύνεται για την κρίση αυτή, όχι μόνο δεν στέκει στους αριθμούς, αλλά μάλλον περισσότερο προκαλεί τον κοινό νου. Συμπερασματικά, σύμφωνα και με τεχνικές αναλύσεις του συνδέσμου μας, η κρίση στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας εξαιτίας του κορωνοϊού ευθύνεται για περίπου 100 εκατ. ευρώ. Το πρόβλημα όμως στον ΕΛΑΠΕ είναι εξαιρετικά μεγαλύτερο και ίσως με την έναρξη του Target Model, η οποία ως παραδοχή πριν την μείωση του ΕΤΜΕΑΡ θα έπρεπε να έχει ληφθεί υπόψη, γίνει ακόμη χειρότερο.
Δυστυχώς ο ΔΑΠΕΕΠ που συντάσσει το μηνιαίο δελτίο παρακολούθησης του ΕΛΑΠΕ βάσει του οποίου λαμβάνονται αποφάσεις από την Πολιτεία, ακόμη και σήμερα δεν έχει συμπεριλάβει προβλέψεις υπό συνθήκες Target Model, ενώ ο χρονικός του ορίζοντας από 2ετία στο παρελθόν έχει ευτελιστεί μόλις σε 3μηνο. Η δυσκολία που επικαλείται ο διαχειριστής στο να προβλέψει τις χρηματοροές του λογαριασμού υπό το νέο μοντέλο αγοράς δεν δύνανται να αποτελέσουν δικαιολογία. Το Target Model λειτουργεί σε μια σειρά από χώρες εντός ΕΕ ήδη για χρόνια, οπότε με βάση την εμπειρία και τα στατιστικά στοιχεία τους θα μπορούσαν να τεθούν για το δελτίο κάποιες ικανοποιητικά ασφαλείς παραδοχές. Δυστυχώς το ότι δεν επιχειρήθηκε καν κάτι τέτοιο, παρότι υπήρξε άπλετος χρόνος προετοιμασίας, εκθέτει τον διαχειριστή.
Άρθρο του Προέδρου του ΣΠΕΦ Δρ. Στέλιου Λουμάκη στο περιοδικό "Επιχειρείν" μηνός Οκτωβρίου του larissanet.gr