Κορυφαίο γεγονός στον φετινό 12ο Ενεργειακό Διάλογο για τη ΝΑ Ευρώπη (12th SEE Energy Dialogue), υπήρξε η εκτενής παρουσίαση του World Energy Outlook 2020, της εμβληματικής έκδοσης του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ) από τον επικεφαλής αναλυτή του Οργανισμού, Kieran McNamara, και τον Απόστολο Πετρόπουλο, Energy Modeler του IEA. Το World Energy Outlook 2020, επικεντρώνεται στις εξελίξεις που μέλλουν να συμβούν σε βάθος δεκαετίας, μέσω της διευρεύνησης μιας σειράς διαφορετικών προσεγγίσεων υπό μορφή σεναρίων, για την έξοδο της παγκόσμιας κοινότητας από την κρίση.
Η νέα έκθεση παρέχει την τελευταία ανάλυση του ΙΕΑ, σχετικά με τον αντίκτυπο της πανδημίας στην οποία σημειώνει, μεταξύ άλλων, πως η παγκόσμια ζήτηση ενέργειας προβλέπεται να μειωθεί κατά 5% το 2020, ενώ οι εκπομπές CO2 που σχετίζονται με την ενέργεια, θα υποχωρήσουν κατά 7% και οι ενεργειακές επενδύσεις κατά 18%.
Επίσης, η καθιερωμένη προσέγγιση του Οργανισμού, μέσω της σύγκρισης διαφορετικών σεναρίων που καταδεικνύουν το πώς θα μπορούσε να αναπτυχθεί ο ενεργειακός τομέας, θα πρέπει να θεωρείται πιο πολύτιμη από ποτέ άλλοτε στο παρελθόν, ιδίως καθώς η α αντίδραση στην κρίση του Covid-19 μπορεί να αναμορφώσει εκ βάθρων το μέλλον της ενέργειας και τούτο, επειδή η πανδημία επέφερε μεγαλύτερη αναστάτωση από οποιοδήποτε άλλο γεγονός στα πρόσφατα χρονικά και άφησε βαθιά σημάδια που θα διαρκέσουν για τα επόμενα χρόνια.
Όπως είπε ο κ. MacNamara, το αν αυτή η διαταραχή του συστήματος θα αποβεί, τελικά, υποβοηθητική, ή θα παρεμποδίσει τις προσπάθειες για την επιτάχυνση της πορείας προς την Ενεργειακή Μετάβαση και την επίτευξη των διεθνών στόχων για την ενέργεια και το κλίμα, θα εξαρτηθεί από τον τρόπο με τον οποίο οι κυβερνήσεις θα ανταποκριθούν στις παρπύσες συγκυρίες και προκλήσεις.
Για παράδειγμα, συνέχισε, στο σενάριο «δηλωμένες πολιτικές», που αντικατοπτρίζει τις υφιστάμενες προθέσεις και στόχους πολιτικής, η παγκόσμια ζήτηση ενέργειας μέλλει να ανακάμψει στο επίπεδο που βρισκόταν πριν από την κρίση, στις αρχές του 2023. Ωστόσο, αυτή η πρόβλεψη δεν πρόκειται να επαληθευτεί σε περίπτωση που παραταθεί η πανδημίας και βαθύτερης πτώσης, όπως φαίνεται στο σενάριο καθυστέρησης ανάκτησης. Η βραδύτερη αύξηση της ζήτησης, μειώνει τις προοπτικές για τις τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου σε σύγκριση με τις τάσεις, πριν από την κρίση. Ωστόσο, η ραγδαία απομείωση των επενδύσεων εντείνουν τον κίνδυνο μελλοντικής αστάθειας της αγοράς, τονίζεται στην έκθεση του ΙΕΑ.
Όπως είναι επόμενο, οι ανανεώσιμες πηγές, ιδίως η ηλιακή ενέργεια, καταλαμβάνουν πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλα τα σενάρια. Οι προώθηση κατάλληλων υποστηρικτικών πολιτικών, όπως και οι ώριμες τεχνολογίες επιτρέπουν πολύ φθηνή πρόσβαση στη μόχλευση κεφαλείων στις κορυφαίες κεφαλαιαγορές του πλανήτη. Η φωτοβολταϊκή ενέργεια είναι πλέον σταθερά φθηνότερη από όλες τις νέες μονάδες παραγωγής ηλεκτρισμού με καύση άνθρακα, ή φυσικού αερίου, ενώ τα ηλιακά έργα προσφέρουν σήμερα, ορισμένα από τα χαμηλότερα κόστη ηλεκτροπαραγωγής στα χρονικά.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο σενάριο «δηλωμένων πολιτικών», οι ΑΠΕ καλύπτουν το 80% της παγκόσμιας αύξησης της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας κατά την επόμενη δεκαετία. Παράλληλα, η υδροηλεκτρική ενέργεια παραμένει η μεγαλύτερη ανανεώσιμη πηγή, όμως η ηλιακή εξακολουθεί να αποτελεί την κύρια πηγή ανάπτυξης, ακολουθούμενη από την αιολική και τα υπεράκτια αιολικά έργα.
Το WEO-2020 δείχνει ότι η ισχυρή ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας πρέπει να συνδυαστεί με ισχυρές επενδύσεις στην επέκταση των ηλεκτρικών δικτύων. Δίχως επαρκείς επενδύσεις, αυτά τα δίκτυα θα αποδειχθούν οι αδύναμοι κρίκοι στο μετασχηματισμό του τομέα ηλεκτρικής ενέργειας, κάτι που θα έχει επιπτώσεις στην αξιοπιστία και την ασφάλεια του εφοδιασμού με ηλεκτρικό ρεύμα.
Παράλληλα, όπως τονίζεται στην έκθεση του ΙΕΑ, τα ορυκτά καύσιμα αντιμετωπίζουν μια σειρά διαφορετικών προκλήσεων. Για παράδειγμα, η ζήτηση άνθρακα δεν επιστρέφει στα προ-κρίσης επίπεδα, στο σενάριο «δηλωμένων πολιτικών», με το μερίδιο του καυσίμου στο ενεργειακό μείγμα το 2040, να υποχωρεί χαμηλότερα από το 20%, για πρώτη φορά μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση. Αντίθετα, αυξάνεται σημαντικά η ζήτηση για φυσικό αέριο, κυρίως στην Ασία, ενώ το πετρέλαιο παραμένει ευάλωτο στις έντονες οικονομικές αβεβαιότητες που οφείλονται στην πανδημία.
Οι χειρότερες επιπτώσεις της κρίσης γίνονται αισθητές μεταξύ των πιο ευάλωτων τμημάτων του παγκόσμιου πληθυσμού. Η πανδημία έχει επηρεάσει τον αριθμό των ανθρώπων χωρίς πρόσβαση στο ηλεκτρικό ρεύμα, που ζουν στην Υποσαχάρια Αφρική, ενώ η αύξηση της φτώχειας καθιστά αδύνατη την πρόσβαση σε προσιτές βασικές υπηρεσίες ηλεκτρικής ενέργειας για περισσότερα από 100 εκατ. ανθρώπους, παγκοσμίως!
Παράλληλα, οι παγκόσμιες εκπομπές ρύπων αναμένεται να αυξηθούν με πιο αργό ρυθμό από ό, τι συνέβη μετά την οικονομική κρίση 2008-2009, όμως ο πλανήτης απέχει ακόμη πολύ από μια βιώσιμη ανάκαμψη. Η σταδιακή προώθηση επενδύσεων στην καθαρή ενέργεια προσφέρει μια αξιόπιστη λύση για τη τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης, της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας και της μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Επίσης, στο σενάριο «αειφόρου ανάπτυξης», που καταδεικνύει τρόπους με τους οποίους μπορεί ο πλανήτης να τεθεί σε τροχιά πλήρους επίτευξης των στόχων για την αειφόρο ενέργεια, η πλήρης εφαρμογή του σχεδίου βιώσιμης ανάκαμψης του ΙΕΑ, μετακινεί την παγκόσμια ενεργειακή οικονομία σε μια εντελώς διαφορετική πορεία μετά την κρίση. Εκτός από την ταχεία ανάπτυξη των τεχνολογιών ηλιακής, αιολικής και ενεργειακής απόδοσης, την επόμενη δεκαετία θα σημειωθεί σημαντική αύξηση της δέσμευσης, χρήσης και αποθήκευσης υδρογόνου και άνθρακα, ενώ θα παρατηρηθεί μια νέα δυναμική για την περαιτέρω διείσδυση της πυρηνικής ενέργειας στο παγκόσμιο σύστημα.
Παρά τις σημαντικές προκλήσεις, το όραμα ενός κόσμου με μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα και εκπομπές CO2, καθίσταται ολοένα και πιο ελκυστικό και αυτό αποτυπώνεται στο ίδιο σενάριο, δηλαδή, χώρες και εταιρείες που επιτυγχάνουν εγκαίρως και πλήρως τους τεθέντες στόχους για μηδένιση των εκπομπών έως το 2070.
Η επίτευξη αυτών των στόχων δύο δεκαετίες νωρίτερα, δηλαδή, το 2050, θα απαιτούσε μια ευρεία σειρά εμπροσθοβαρών ενεργειών την επόμενη δεκαετία, όπως αναφέρει η έκθεση του ΙΕΑ. Για παράδειγμα, η μείωση των εκπομπών κατά 40% έως το 2030 απαιτεί ότι οι πηγές χαμηλών εκπομπών να παρέχουν σχεδόν το 75% της παγκόσμιας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας εκείνο το έτος, έναντι λιγότερου από 40% το 2019. Επίσης, ότι περισσότερο από το 50% των επιβατικών αυτοκινήτων που θα έχουν καταχωρηθεί το 2030 να είναι ηλεκτρικά, έναντι 2,5% που ήταν το 2019.
Συμπερασματικά, καμία παράμετρος της οικονομίας αλλά και της κοινωνίας των πολιτών δεν θα πρέπει να παραλειφθεί εάν ο πλανήτης θέλει να διαβεί το κατώφλι του «Πράσινου Ρουβίκωνα».