Αναμφισβήτητα, οι περικοπές ισχύος των μονάδων ΑΠΕ πλήττουν τη ρευστότητα των εταιρειών ενέργειας καθώς οι τελευταίες δεν αποζημιώνονται πλήρως για την παραγωγή τους. Ωστόσο, σε ακραίες συνθήκες υψηλής ή χαμηλής καταναλωτικής ζήτησης, η «θυσία» ενός ποσοστού της παραγόμενης ενέργειας εξασφαλίζει την ευστάθεια του ηλεκτρικού συστήματος. Η παραγόμενη ενέργεια πρέπει να ισοδυναμεί πάντα με την ζητούμενη ποσότητα κατανάλωσης ώστε να μειωθεί η πιθανότητα να επέλθει ένα μερικό ή ολικό «black out». Παρατηρούμε ότι κοινό παρονομαστή τόσο για την επενδυτική ορατότητα όσο και για την ασφάλεια του ηλεκτρικού δικτύου αποτελεί η καταναλωτική ζήτηση.
Παρόλο που οι εταιρείες ενέργειας αντιμετωπίζουν το φαινόμενο της χαμηλής καταναλωτικής ζήτησης ως τροχοπέδη για τη βιωσιμότητα μιας επένδυσης, καθώς η παραγωγή των έργων ΑΠΕ δεν απορροφάται από την αγορά, η μείωση της ζήτησης λόγω ενεργειακής αποδοτικότητας ή συνειδητής κατανάλωσης συνεισφέρει στην αειφορία. Επίσης, η μείωση της κατανάλωσης ενέργειας υποχρεώνει τις τιμές χονδρικής να υποχωρήσουν προς όφελος του τελικού χρήστη αυξάνοντας την ευημερία του.
Οι επενδυτικές αποφάσεις στηρίζονται κυρίως στο «σήμα» που εκπέμπει η τιμή της αγοράς. Όταν οι τιμές χονδρικής αγγίζουν ασύλληπτα ύψη τότε οι επενδυτές μεταφράζουν το «σήμα» αυτό ως ευκαιρία για νέες επενδύσεις. Στον αντίποδα, οι περικοπές ισχύος φανερώνουν ότι η αγορά δεν είναι ακόμα έτοιμη να υποδεχθεί μεγαλύτερη παραγωγή. Στην περίπτωση που τα αίτια της μειωμένης καταναλωτικής ζήτησης οφείλονται στο υψηλό κόστος ενέργειας και στη χαμηλή αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, χρειάζεται να «φρενάρουμε» τους φιλόδοξους στόχους μας, συμβαδίζοντας με τις δυνατότητες της οικονομίας. Σε διαφορετική περίπτωση, δεν θα αποτελεί έκπληξη η αύξηση των περικοπών ισχύος καθώς οι επενδύσεις δεν θα βρίσκουν ουσιαστικό αντίκρισμα στην αγορά. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ακόμα και μεταξύ των εταιρειών ενέργειας οι περικοπές ισχύος απειλούν περισσότερο τους μικρούς και ανεξάρτητους παραγωγούς αφού δεν αποτελούν οικονομίες μεγέθους.
Η «συνταγή» των ενισχύσεων
Αν και η «συνταγή» των ενισχύσεων, των επιδοτήσεων και της αποθήκευσης ενέργειας δύναται να διατηρεί «ζωντανές» τις «πράσινες» επενδύσεις, ενδέχεται να επιδρά έμμεσα σε αύξηση της μέσης τιμής εκκαθάρισης της αγοράς (Market Clearing Prices), αυξάνεται δηλαδή το κόστος ενέργειας θίγοντας την ευημερία του καταναλωτή και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Εξάλλου, πρωταρχικός ρόλος της αποθήκευσης είναι η εξέλιξη του ενεργειακού μίγματος με «καθαρή» ενέργεια τις βραδινές ώρες όπου κυριαρχούν οι θερμικές μονάδες. Μόνο ένας προσεκτικός σχεδιασμός, χωρίς επενδυτικές υπερβολές, δύναται να συμβάλει συγχρόνως στην αποκλιμάκωση των τιμών ενέργειας και στη μείωση των περικοπών ισχύος των μονάδων ΑΠΕ.
Η αγορά ενέργειας έχει ανάγκη, όσο ποτέ άλλοτε, την ανάλογη καταναλωτική συμπεριφορά καθώς το μέγεθος της καταναλωτικής ζήτησης καθορίζει το ποσοστό των περικοπών ισχύος. Αν διευρυνθούν τα όρια του διζωνικού τιμολογίου (Νυχτερινού μετρητή) αφήνοντας εκτός μόνο τη ζώνη αιχμής (ζώνη υψηλής ενεργειακής ζήτησης), θα αποφευχθεί η συσσώρευση της ζήτησης σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα με το κίνητρο της χαμηλής τιμής. Οι καταναλωτές συμμετέχουν με σχετικά απλό τρόπο στη ρύθμιση της αγοράς και ειδικά στην μείωση των περικοπών ισχύος των μονάδων ΑΠΕ, απλώνοντας τις ενεργειακές απαιτήσεις χωρίς περιορισμούς. Ενδεικτικά αναφέρεται η διαπίστωση της μείωσης των περικοπών ισχύος από το 1.1% στο 0,62% για το 2023, όταν μετατοπίζεται καταναλωτική ζήτηση σε ποσοστό 5% από την ζώνη αιχμής.
Στη νέα οργάνωση της αγοράς δεν διακυβεύεται μόνο η ρευστότητα των εταιρειών ενέργειας αλλά και η ανταγωνιστικότητα της εγχώριας οικονομίας και η κοινωνική συνοχή. Η αγορά «πασχίζει» να κερδίσει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών, ενώ η προσπάθεια αυτή θα αποδώσει καρπούς μόνο όταν διαθέσει βρόγχο ανάδρασης με την κοινωνία. Εφόσον επιθυμούμε μια ισορροπημένη «πράσινη» μεγέθυνση, είναι απαραίτητο η ευημερία του καταναλωτή να αυξάνεται παράλληλα με τις νέες επενδύσεις. Μόνο έτσι αποφεύγονται οι κοινωνικοί αποκλεισμοί και η καταστροφή της πολύτιμης «καθαρής» παραγόμενης ενέργειας.
Ο κ. Φώτης Ζαχαρόπουλος είναι φοιτητής του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών στα Οικονομικά και Δίκαιο στις Ενεργειακές Αγορές του ΟΠΑ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στην εφημερίδα ΟΠΑ News του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών που κυκλοφόρησε με «Το Βήμα της Κυριακής» στις 19 Απριλίου 2025.