Ο Ειδικός Λογαριασμός ΑΠΕ και ΣΥΘΗΑ, γνωστός ως ΕΛΑΠΕ, από τον οποίο πληρώνονται οι παραγωγοί των ΑΠΕ, βρέθηκε πάλι στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. Αφορμή, τι άλλο, το προβλεπόμενο από τον ΔΑΠΕΕΠ έλλειμμα της τάξεως των 220 εκατ. ευρώ το 2020. Επειτα από παρεμβάσεις, διαβουλεύσεις, καταγγελίες κ.λπ. το πρόβλημα λύθηκε για μία ακόμη φορά κατά κύριο λόγο εις βάρος των καταναλωτών. Το έλλειμμα του ΕΛΑΠΕ βέβαια δεν εμφανίζεται για πρώτη φορά. Αντίθετα θα λέγαμε ότι από τη θέσπιση του λογαριασμού αυτού, αποτελούν εξαίρεση τα χρόνια που υπήρξε πλεονασματικός.
Πριν από το 2014, ο ΕΛΑΠΕ ήταν ελλειμματικός κάθε χρόνο. Αλλά τότε οι κυβερνήσεις εφάρμοζαν τη «λύση» της αύξησης του τέλους ΑΠΕ, το οποίο μετονομάστηκε σε ΕΤΜΕΑΡ. Ετσι από αρχική τιμή της τάξεως των 0,40€/MWH έφθασε το 2014 στα 27 €/MWH (περίπου μέσος όρος των τιμολογίων των καταναλωτών χαμηλής τάσης) και κατέστη μία από τις κύριες αιτίες για τις υπέρογκες ανατιμήσεις της ηλεκτρικής ενέργειας από το 2010 μέχρι και το 2014. Οι καταναλωτές για κάθε κιλοβατώρα που κατανάλωναν, πλήρωναν τότε 0,94+0,27=1,21 ευρώ. Η υπόψη κιλοβατώρα προερχόταν κατά 90% από συμβατικές πηγές και μόνο κατά 10% από ΑΠΕ. Γι’ αυτό το 10% πλήρωνε λοιπόν το 0,27/1,21=22,3%! Είναι γνωστό πως ο ΕΛΑΠΕ επιβαρύνεται υπέρμετρα από τις πληρωμές των παλαιότερων φωτοβολταϊκών, καθώς πριν από το 2012 είχαν καθιερωθεί τιμές ακόμη και 450-500 €/MWH!Μάλιστα μέχρι το 2010, εκτός από τις υψηλές τιμές, η κατασκευή των ΦΙΒ έργων είχε επιδότηση μέχρι και 60%!
Επρόκειτο για εντελώς παράλογη πολιτική, με την οποία χρηματοδοτήθηκε από τους φορολογουμένους και τους καταναλωτές η ανώριμη και συνακόλουθα πανάκριβη τότε τεχνολογία των Φ/Β. Και μάλιστα τεχνολογία με εισαγόμενο εξοπλισμό προς όφελος ξένων, αρχικά γερμανικών και στη συνέχεια κινεζικών εταιρειών. Το κόστος κατασκευής των Φ/Β ήταν αρχικά ακόμη και 10πλάσιο του σημερινού. Βέβαια, ήδη το 2012 το κόστος κατασκευής των Φ/Β είχε μειωθεί δραστικά. Ωστόσο, οι τιμές που καθόρισε η κυβέρνηση το 2011 ήταν υπερβολικά υψηλές και κάθε άλλο παρά συμβάδιζαν με αυτή τη μείωση. Ετσι τότε σημειώθηκε η γνωστή έκρηξη κατασκευής Φ/Β, με αποτέλεσμα οι στόχοι του 2020 για παραγωγή ηλιακής ενέργειας να προσεγγιστούν το 2013! Από αυτές τις τιμές και τη συνεπαγόμενη κερδοφορία επωφελήθηκε αφενός το κράτος μέσω της φορολόγησης και αφετέρου οι τράπεζες που χορήγησαν δάνεια με υπέρογκα επιτόκια.
Τα προηγούμενα καταδεικνύουν την αστοχία εκείνης της πολιτικής, που ακολουθήθηκε χωρίς καμία μελέτη, ως συνήθως, για λόγους κυρίως επικοινωνιακούς. Αν ως χώρα είχαμε περιμένει 2-3 χρόνια, τα κίνητρα για την ώθηση της ηλιακής ενέργειας και συνακόλουθα οι τιμές θα ήταν πολύ πιο λογικές, και οι στόχοι για την ανάπτυξη της ηλιακής ενέργειας θα εκπληρώνονταν χωρίς υπερβολική επιβάρυνση της οικονομίας και της κοινωνίας. Το 2014, μπροστά στο διογκούμενο κύμα αντιδράσεων για τις ανατιμήσεις του ρεύματος και στις εντονότατες παρεμβάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, η κυβέρνηση, αντί της περαιτέρω αύξησης του ΕΤΜΕΑΡ για την κάλυψη των συνήθων ελλειμμάτων του ΕΛΑΠΕ, προχώρησε στο λεγόμενο new deal, δηλαδή στο «κούρεμα» των τιμών, με επέκταση των συμβολαίων λειτουργίας των ΑΠΕ κατά 7 χρόνια (από 20 σε 27), διάστημα κατά το οποίο η τιμολόγηση θα γίνεται με τις τιμές που θα ισχύουν τότε.
Μάλιστα, το «κούρεμα» θεωρήθηκε φορολογικά έξοδο, μειώνοντας ανάλογα τον φόρο. Αλλά ούτε το «κούρεμα» αυτό αποδείχθηκε αρκετό. Ετσι, το 2015 η νέα κυβέρνηση βρέθηκε αντιμέτωπη με εισήγηση της ΡΑΕ, υπό την προεδρία του κ. Βασιλάκου, για νέα αύξηση του ΕΤΜΕΑΡ προκειμένου να καλυφθεί το νέο έλλειμμα του ΕΛΑΠΕ. Η εισήγηση αυτή δεν έγινε δεκτή, και μάλιστα η κυβέρνηση προχώρησε το 2016 και σε μικρή μείωση. Η «μαύρη» τρύπα του ΕΛΑΠΕ παρέμενε και διευρυνόταν.
Οι θεσμοί περιέλαβαν τη θεραπεία του στα προαπαιτούμενα. Ετσι το καλοκαίρι του 2016 η κυβέρνηση καθιέρωσε το ειδικό τέλος προμηθευτή, γνωστό ως ΠΧΕΦΕΛ, με σχετική νομοθετική ρύθμιση, την οποία ψήφισε και η αξιωματική αντιπολίτευση. Με το τέλος αυτό οι πάροχοι της ηλεκτρικής ενέργειας κλήθηκαν να καλύψουν τα ελλείμματα του ΕΛΑΠΕ, καταβάλλοντας κατ’ έτος τα εξής ποσά:
2016: 32 εκατ., 2017: 411,5 εκατ., 2018: 238 εκατ. Συνολικά οι πάροχοι κατέβαλαν 681,5 εκατ., των οποίων τη μερίδα του λέοντος, πάνω από 550 εκατ., η ΔΕΗ. Είναι γνωστό ότι την επιβάρυνση αυτή η ΔΕΗ δεν τη μετακύλισε στην κατανάλωση, εις βάρος εννοείται της κερδοφορίας της. Παράλληλα, η ΔΕΗ λειτούργησε στην αγορά ως σηματωρός υπέρ των καταναλωτών, καθώς την ίδια πολιτική αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν και οι ιδιώτες για λόγους ανταγωνισμού.
Το ΠΧΕΦΕΛ καταργήθηκε από την κυβέρνηση το 2019. Ωστόσο, ο ΕΛΑΠΕ λόγω των υψηλών τιμών της οριακής τιμής, καθώς και της αύξησης της τιμής των δικαιωμάτων CO2 παρέμεινε και το έτος αυτό πλεονασματικός περίπου 90 εκατ. Το 2020, το προβλεπόμενο από τον ΔΑΠΕΕΠ έλλειμμα του ΕΛΑΠΕ θα φθάσει τα 218 εκατ. Οι αιτίες για το έλλειμμα αυτό αναλύονται στη συνέχεια, με στοιχεία του ΔΑΠΕΕΠ. Οι πηγές εσόδων του ΕΛΑΠΕ είναι οι εξής τρεις: Η αγορά, το ΕΤΜΕΑΡ και το CO2. – Τα έσοδα από την αγορά είναι το ποσό που προκύπτει από το γινόμενο μιας ειδικής τιμής που διαμορφώνεται για κάθε τεχνολογία ΑΠΕ με βάση την οριακή τιμή του συστήματος, και της ποσότητας της παραγόμενης ενέργειας από ΑΠΕ με ελάχιστο όριο το μεσοσταθμικό μεταβλητό κόστος των θερμικών συμβατικών σταθμών (ΜΜΚΘΣΣ). Συγκεκριμένα, για την ενέργεια που παράγουν οι ΑΠΕ όταν η Ο.Τ. είναι χαμηλότερη από το ΜΜΚΘΣΣ, στον ΕΛΑΠΕ καταβάλλεται ποσό ίσο με την ενέργεια αυτή επί το ΜΜΚΘΣΣ.
Τα έσοδα από το ΕΤΜΕΑΡ είναι το γινόμενο της τιμής του επί την ποσότητα της καταναλισκόμενης ενέργειας. – Τα έσοδα από το CO2 είναι συνάρτηση της τιμής των δικαιωμάτων CO2 και του όγκου των εκλυόμενων αερίων από τη θερμική παραγωγή, λιγνίτη και φυσικό αέριο.
Με την προ του 2019 τιμή του ΕΤΜΕΑΡ, τα αντίστοιχα έσοδα του ΕΛΑΠΕ θα ήταν αυξημένα το 2019 κατά 160 εκατ. ευρώ περίπου και το 2020 κατά 140 εκατ. Συνολικά, κατά 300 εκατ., οπότε ο ΕΛΑΠΕ πράγματι δεν θα εμφάνιζε έλλειμμα. Το ζήτημα, ωστόσο, που τίθεται εν προκειμένω είναι ότι η μείωση του ΕΤΜΕΑΡ, ανεξάρτητα από τους λόγους που έγινε (άμβλυνση των επιπτώσεων και των εντυπώσεων από τις υπέρογκες, πολύ μεγαλύτερες από την αναγκαία μεγέθυνση της λειτουργικής κερδοφορίας της Επιχείρησης, αυξήσεις των τιμολογίων της ΔΕΗ κατά 22%), παραμένει θετικό γεγονός για τους καταναλωτές.
Επίσης, τα έσοδα από την αγορά μειώνονται το 2020 σε σχέση με το 2019 κατά 325 εκατ. Αν δεν συνέβαινε αυτή η μείωση, ο ΕΛΑΠΕ θα ήταν πλεονασματικός και με τη μειωμένη τιμή του ΕΤΜΕΑΡ. Η μεγάλη μείωση των εσόδων από την αγορά οφείλεται στην αντίστοιχη μεγάλη μείωση της οριακής τιμής, από 65 €/MWH το 2019, σε 45 €/MWH το 2020, συνεπεία της κατάρρευσης της τιμής του φυσικού αερίου. Τέλος, τα έσοδα από το CO2 μειώνονται το 2020 έναντι του 2019 κατά 65 εκατ., λόγω κυρίως της μείωσης της λιγνιτικής παραγωγής. Ετσι το 2020 αναμένεται συνολική μείωση των εσόδων του ΕΛΑΠΕ κατά 413 εκατ.
Αυτή η μείωση αντισταθμίζεται εν μέρει από το πλεόνασμα του 2019 και από τη μείωση των εκροών κατά 160 εκατ. περίπου για τις πληρωμές των ΑΠΕ των μη διασυνδεδεμένων νησιών, για τις οποίες τηρείται πλέον ξεχωριστός λογαριασμός από τον ΔΕΔΔΗΕ. Ετσι το έλλειμμα περιορίζεται στα 218 εκατ. Οι πηγές για την κάλυψη των ελλειμμάτων του ΕΛΑΠΕ είναι συγκεκριμένες: καταναλωτές, φορολογούμενοι, παραγωγοί, τράπεζες. Οι λύσεις που αποφάσισε το ΥΠΕΝ είναι στην πλειονότητά τους απαράδεκτες, καθώς επιβαρύνουν κυρίως τους καταναλωτές και παράλληλα δεν επιλύουν το πρόβλημα.
Η επιβάρυνση των καταναλωτών γίνεται άμεσα με αύξηση του ΕΤΜΕΑΡ. Αυτό επιλέχθηκε σήμερα για τους βιομηχανικούς καταναλωτές, οι οποίοι θα έχουν επιπλέον κόστος 180 εκατ. Επιβαρύνονται ακόμη με την επιβολή ειδικού φόρου στο πετρέλαιο κίνησης. Σαφέστατη επιβάρυνση είναι επίσης η μεταφορά κονδυλίων από τις ΥΚΩ στον ΕΛΑΠΕ. Οι καταναλωτές οι οποίοι θα κληθούν να πληρώσουν για τις διασυνδέσεις των νησιών με αύξηση των τελών χρήσης συστήματος, βλέπουν το όφελος από την αναμενόμενη μείωση των ΥΚΩ να εξανεμίζεται.
Για το μέλλον του ΕΛΑΠΕ υπάρχει αβεβαιότητα. Θετικά θα επιδράσει η αναμενόμενη επάνοδος της οριακής τιμής σε φυσιολογικά επίπεδα. Αρνητικά θα επιδράσει η μείωση των εσόδων από δικαιώματα CO2 λόγω της ραγδαίας μείωσης της λιγνιτικής παραγωγής όπως επίσης η κατάργηση από 01/01/2021 του μηχανισμού του ΜΜΚΘΣΣ που αποφέρει στον ΕΛΑΠΕ 120-130 εκατ. τον χρόνο. Από την κατάργηση αυτή θα ωφεληθούν ισόποσα οι προμηθευτές. Κατά πόσον θα μεταφέρουν αυτό το όφελος στους καταναλωτές; Εδώ έρχεται ο ρόλος της ΔΕΗ ως σηματωρού της αγοράς. Επι των ημερών μας σηματοδοτούσε τη συγκράτηση ή και τη μείωση των τιμών.
Σήμερα κάνει ακριβώς το αντίθετο. Στη συνέχεια παρατίθενται οι σημερινές μέσες εγγυημένες τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, με στοιχεία του ΔΑΠΕΕΠ. 4 Φ/Β 260 €/MWH, Αιολικά 84 €/MWH, Μικρά Υδροηλεκτρικά 86 €/MWH, ΦΙΒ στεγών 425€/MWH , Φ/Β νησιών 365 €/MWH. Η μέση τιμή των Φ/Β απέχει πολύ από την πραγματική εικόνα. Τα νέα, μετά το 2017, έργα έχουν τιμές κατά κανόνα χαμηλότερες από 70 €/MWH, και μάλιστα τα νεότερα πλησιάζουν τα 50 €/MWH. Ετσι η μέση τιμή μειώνεται.
Ωστόσο, οι τιμές των παλιότερων έργων, που αποτελούν σήμερα το 70-80% της εγκατεστημένης ισχύος είναι πολύ υψηλότερες, υπερβαίνοντας ακόμη και τα 300 €/MWH. Για τα αιολικά και τα μικρά υδροηλεκτρικά η κατάσταση είναι σαφώς πιο ομαλή. Τα Φ/Β στέγης έχουν προδήλως υπερβολικές τιμές, και μάλιστα επιβαρύνουν τον ΕΛΑΠΕ περίπου με 200 εκατ. τον χρόνο, αλλά αφορούν στη συντριπτική τους πλειονότητα μικρά έργα των 10 KW (στέγες σπιτιών). Τέλος, τα Φ/Β των νησιών έχουν μεν σημαντικά αυξημένες τιμές αλλά αφορούν ως επί το πλείστον μικρά έργα της τάξεως των 100 KW και εξάλλου αντικαθιστούν τη σαφώς ακριβότερη παραγωγή από πετρέλαιο.
Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι η επιβάρυνση των καταναλωτών για τον ΕΛΑΠΕ ήταν εντελώς άδικη. Είναι μάλιστα εντυπωσιακό το γεγονός ότι επιλέχθηκε και η επιβάρυνση της βιομηχανίας με αύξηση του ΕΤΜΕΑΡ, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες μειωμένης βιομηχανικής παραγωγής και αυξημένης ανεργίας. Περαιτέρω είναι πολύ αρνητική η έλλειψη διαφάνειας και με ελλιπέστατη πληροφόρηση. Τα μέτρα λαμβάνονται υπό ποικίλες πιέσεις με γνώμονα το πολιτικό κόστος ή όφελος με γενικόλογα επιχειρήματα και αναφορές για το περιβάλλον και την αξιοπιστία της πολιτείας έναντι των επενδυτών που αποπροσανατολίζουν και συσκοτίζουν το πρόβλημα.
Γενικά επιβάλλεται να γίνει μια ολοκληρωμένη αναλογιστική μελέτη για τον ΕΛΑΠΕ με βάση και το ΕΣΕΚ και να ληφθούν σοβαρές αποφάσεις που θα επιλύουν το πρόβλημα οριστικά. Εδώ βεβαίως θα υπεισέλθει και η πολιτική. Εδώ θα ξεχωρίσει η αριστερή πολιτική, που ενδιαφέρεται για τους πολλούς από τον νεοφιλελευθερισμό. Η πραγματικότητα είναι αμείλικτη. Τα ελλείμματα του ΕΛΑΠΕ δεν οφείλονται τόσο στα μειωμένα έσοδα, τα οποία πάντοτε με τον ένα ή άλλο τρόπο καταβάλλουν οι καταναλωτές και επιβαρύνουν το κόστος του ρεύματος. Οφείλονται κατά κύριο λόγο στις αυξημένες εκροές εξαιτίας των εξωφρενικών τιμών πριν από το 2015, αποτέλεσμα της πολιτικής των τότε κυβερνήσεων. Αυτή η πραγματικότητα ό,τι αλχημείες και σοφιστείες και αν επιστρατευθούν δεν παραγράφεται ούτε αλλάζει.
* Ο κ. Μανόλης Παναγιωτάκης είναι τέως πρόεδρος της ΔΕΗ.
kathimerini.gr