Κατά το πρόσφατο παγκόσμιο Ενεργειακό Φόρουμ στο Σίδνεϋ, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας προειδοποίησε για επιδείνωση της ενεργειακής κρίσης αναφέροντας εμφατικά ότι «ο χειμώνας στην Ευρώπη θα είναι πολύ δύσκολος …η ανθρωπότητα δεν έχει ξαναδεί μια τόσο μεγάλη ενεργειακή κρίση». Οι επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία έχουν ήδη αρχίσει να φαίνονται, με την εκτίναξη των τιμών των καυσίμων να ανεβάζει το κόστος θέρμανσης των νοικοκυριών και τροφοδοσίας της βιομηχανίας, οδηγώντας παράλληλα σε δευτερογενείς συνέπειες (πληθωριστικές πιέσεις, επισιτιστική ασφάλεια, κοινωνικοπολιτικές ταραχές από την Ευρώπη ως την Σρι Λάνκα και την Αϊτή). Στο ίδιο μήκος κύματος, η Επίτροπος της ΕΕ για την ενέργεια, απηύθυνε έκκληση για εξοικονόμηση ενέργειας το καλοκαίρι ώστε να αποφευχθεί η αναγκαστική μείωση κατανάλωσης τον χειμώνα.
Τέτοιες δηλώσεις θεσμικών φορέων αποτυπώνουν το βάθος της ενεργειακής κρίσης και προοιωνίζουν την επέλαση μια «ενεργειακής καταιγίδας» η οποία μπορεί να αποδειχθεί χειρότερη από τις πετρελαϊκές κρίσεις του 1970. Η τρέχουσα ενεργειακή διαταραχή, έχοντας αφετηρία την κατακόρυφη άνοδο της ζήτησης για ενέργεια διεθνώς στη μετά-covid εποχή και με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία να δρα καταλυτικά στη συνέχεια, παρουσιάζει αλυσιδωτές επιπτώσεις στην παραγωγή και στις εφοδιαστικές αλυσίδες, συμπαρασύρει προς τα πάνω τις τιμές των εισαγωγών παγκοσμίως, επιδεινώνει φαινόμενα ενεργειακής φτώχειας και οδηγεί σε έναν γεω-οικονομικό κατακερματισμό της παγκόσμιας αγοράς, καθιστώντας την πιο ευάλωτη σε υφέσεις.
Σε αυτό τοπίο, ο μεγάλος χαμένος είναι αδιαμφισβήτητα η Ευρώπη. Η επιχειρούμενη ενεργειακή αποσύνδεση Ευρώπης-Ρωσίας δεν οδήγησε στη διεθνή απομόνωση του Κρεμλίνου (τουλάχιστον σίγουρα όχι στον βαθμό που εξήγγειλαν οι στρατηγικοί εγκέφαλοι της Δύσης), το οποίο βρίσκει διεξόδους διοχέτευσης των ενεργειακών του πόρων, ενώ η επιβολή κυρώσεων κατά του μεγαλύτερου παραγωγού πρώτων υλών παγκοσμίως, χωρίς προηγούμενη ρεαλιστική στρατηγική και εκτίμηση(και αποσκοπώντας εν μέρει και στην ικανοποίηση των γεωπολιτικών συμφερόντων της Ουάσιγκτον), στρέφεται εναντίον της ίδιας της ΕΕ.
Ο δύσκολος χειμώνας της Ευρώπης…
Ενδεικτικό της δυσμενούς κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η Ευρώπη είναι η πίεση που ασκείται στην Γερμανία, την «ατμομηχανή» της ΕΕ, η οποία βλέπει τις ροές φυσικού αερίου να μειώνονται και το εμπορικό της ισοζύγιο να συρρικνώνεται πρώτη φορά από το 1991 ως συνέπεια των κυρώσεων. Οι Γερμανοί ιθύνοντες προετοιμάζουν τους πολίτες για τα πιο ακραία σενάρια (ποσοτικοί περιορισμοί στην κατανάλωση, δελτίο ενέργειας) και υπογραμμίζουν την αναγκαιότητα εξοικονόμησης ενέργειας. Τέτοια μέτρα ωστόσο, θα έχουν αντίκτυπο στην παραγωγή και την απασχόληση και ενέχουν τον κίνδυνο χρεοκοπίας για μεγάλο μέρος επιχειρήσεων (ήδη ο ενεργειακός κολοσσός Uniper ζήτησε και έλαβε από την κεντρική κυβέρνηση πρόγραμμα διάσωσης 15 δισ. ευρώ).Πολύ περισσότερο όμως εγείρουν ανησυχίες για ένα ντόμινο αρνητικών εξελίξεων μεταξύ των ευρωπαϊκών οικονομιών που θα οδηγήσει σε επιβράδυνση της μεταπανδημικής ανάκαμψης ή και ύφεση την ευρωπαϊκή ήπειρο.
Ταυτόχρονα, οι μειωμένες ροές ρωσικού αερίου θέτουν σε κίνδυνο τον στόχο του REPowerEU για πλήρωση των αποθεμάτων ως 90% μέχρι τον Οκτώβριο, προκαλώντας ανησυχίες για προγραμματισμένες διακοπές ηλεκτρικού ρεύματος. Σε αυτό το σκηνικό αβεβαιότητας προστίθεται και η διαφαινόμενη πρόκληση ως προς την προσφορά ενέργειας από τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες. Παρά την απόφαση του OPEC (Οργανισμός Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών) για αύξηση της παραγωγής πετρελαίου κατά 648.000 βαρέλια/ημέρα και την πρόσφατη επίσκεψη Μπάιντεν στο Ριάντ με σκοπό την άσκηση πίεσης για μεγαλύτερη παραγωγή, δημιουργούνται ερωτήματα για το κατά πόσο ορισμένα κράτη του OPEC μπορούν να συντηρήσουν υψηλά επίπεδα παραγωγής ώστε να συγκρατήσουν μια νέα έκρηξη τιμών (συν το ότι πρόκειται για ζήτημα πολιτικής βούλησης και στάθμισης των εθνικών τους συμφερόντων). Χαρακτηριστικά είναι το παράδειγμα της Λιβύης όπου πολιτικές αναταραχές οδηγούν σε περιορισμούς εξορύξεων, η απόφαση του Μεξικού να τερματίσει τις εξαγωγές πετρελαίου το 2023, ο σταθερός προσανατολισμός του πετρελαίου της Μέσης Ανατολής προς την Ασία μέσω μακροχρόνιων συμφωνιών, οι εγγενείς δυσκολίες στον τομέα διύλισης διεθνώς, αλλά και η από-επένδυση που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στον τομέα των ορυκτών πόρων. Οι δυσοίωνες προβλέψεις επιβεβαιώνονται και από διεθνείς οίκους, με την Goldman Sachs και την JPMorgan να βλέπουν νέα εκτίναξη τιμών το επόμενο διάστημα (στο ακραίο σενάριο της πλήρους διακοπής του ρωσικού αερίου η τιμή θα ανέλθει στα 200 ευρώ/MWh από τα 20 ευρώ που ήταν πριν από την κρίση του 2021, ενώ η τιμή του πετρελαίου στα 380 ευρώ/βαρέλι).
….και τα στρατηγικά λάθη της Δύσης
Όσοι προεξοφλούσαν το τέλος της Ρωσίας ως ενεργειακού προμηθευτή σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και την κατάρρευση της ρωσικής οικονομίας, σήμερα φαίνεται να διαψεύδονται καθώς τα νούμερα (και η σφυρηλάτηση σχέσεων) δεν επιβεβαιώνουν μια τέτοια εξέλιξη. Το ευρωπαϊκό εγχείρημα απεξάρτησης από τη ρωσική ενέργεια κινητοποίησε την Ρωσία ώστε να αναπροσαρμόσει το εξαγωγικό της μοντέλο και να αναδρομολογήσει τις ροές πετρελαίου και αερίου προς τις ασιατικές οικονομίες. Για πρώτη φορά η Ρωσία έγινε ο μεγαλύτερος προμηθευτής πετρελαίου της Κίνας, ξεπερνώντας την Σαουδική Αραβία, με τις κινεζικές εισαγωγές πετρελαίου να αυξάνονται κατά 55% σε σχέση με το 2021 και τις εισαγωγές LNG (Υγροποιημένο Φυσικό Αέριο) κατά 56%. Εξίσου σημαντική αύξηση εισαγωγών παρατηρείται και για την Ινδία. Τα έσοδα από τις ρωσικές εξαγωγές μόνο για αυτές τις δύο οικονομίες ανήλθαν το τελευταίο τρίμηνο σε 24 δισ. δολάρια.
Η εξέλιξη αυτή αποκτά μια επιπλέον βαρύτητα αν αναλογιστεί κανείς δύο πράγματα: α) και οι δύο αυτές χώρες αγοράζουν ρωσική ενέργεια σε μεγάλες εκπτώσεις καθώς δεν συμμετέχουν στο σύστημα κυρώσεων (τη στιγμή που η ΕΕ αγοράζει σε υψηλές τιμές το αμερικάνικο LNG), β) η φθηνότερη ενέργεια καθιστά μεσο-μακροπρόθεσμα τις ασιατικές επιχειρήσεις πολύ πιο ανταγωνιστικές από τις ευρωπαϊκές, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ευρωπαϊκή οικονομία. Ενδεικτικά της κατάρριψης της θέσης περί οικονομικής αποδυνάμωσης της Ρωσίας είναι ο υπερδιπλασιασμός των εξαγωγών μαζούτ στην Σαουδική Αραβία (στον μεγαλύτερο εξαγωγέα πετρελαίου παγκοσμίως),η επίτευξη πλεονάσματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών πρώτη φορά σε τέτοια επίπεδα ρεκόρμετά το 1994 , η πρόσφατη ενεργειακή συμφωνία Ρωσίας-Ιράν αξίας 40 δισ. δολαρίων για την αξιοποίηση των τεράστιων κοιτασμάτων φυσικού αερίου Kish και NorthPars στον περσικό κόλπο, καθώς και 6 κοιτασμάτων πετρελαίου, η επικείμενη συμφωνία εξαγωγών πετρελαίου στην Βραζιλία, η αύξηση εξαγωγών σε κράτη της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής, η εμπλοκή στον Διεθνή Διάδρομο Μεταφορών Βορρά-Νότου (με τον επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, Ζοζέπ Μπορέλ, να σπεύδει στην Τεχεράνη για να προλάβει καταστάσεις), αλλά και ο πλήρης έλεγχος του έργου Sakhalin-2 στη ρωσική Άπω Ανατολή (στέλνοντας έμμεσο μήνυμα στη Δύση), το οποίο τροφοδοτεί ενεργειακά την οικονομία της Ιαπωνίας.
Εκτεθειμένη Ευρώπη δίχως επαρκή στρατηγική
Όπως όλα δείχνουν, όσο η αναζήτηση μιας νέας γεωπολιτικής ισορροπίας και η χάραξη αυτόνομης εξωτερικής και ενεργειακής πολιτικήςδεν συνιστούν προτεραιότητα για την ΕΕ, ο ευρωπαϊκός χειμώνας προβλέπεται κάτι παραπάνω από δύσκολος σε όλα τα επίπεδα (κάτι που επιβεβαιώνει και ηπρόταση της Κομισιόν για εθελοντική μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου κατά 15% ως την άνοιξη του 2023, η οποία ωστόσο θα μπορούσε να λάβει υποχρεωτικό χαρακτήρα σε περίπτωση «πανευρωπαϊκού συναγερμού» και η οποία έγινε δεκτή από το πρόσφατο Συμβούλιο Υπουργών Ενέργειας της ΕΕ με ορισμένες εξαιρέσεις) .
Η στρατηγική «μυωπία» της ΕΕ την καθιστά όλο και πιο εκτεθειμένη στη ρευστότητα του σημερινού διεθνούς περιβάλλοντος, ενώ η δυστοκία των Βρυξελλών στην έγκαιρη λήψη αποφάσεων επιδεινώνει την κατάσταση.
Τα κράτη-μέλη προσπαθούν μεμονωμένα να θωρακιστούν στο εσωτερικό τους με διάφορους τρόπους (επέκταση γεωτρήσεων, διμερείς συμφωνίες με τρίτες χώρες για ενεργειακή τροφοδοσία, επιστροφή στον άνθρακα και στον λιγνίτη, εθνικοποιήσεις εταιρειών ενέργειας πχ στην Γαλλία, μείωση φόρων και επιβολή ανώτατης τιμής φυσικού αερίου πχ στην Ισπανία, Πορτογαλία), ενώ η επανεκκίνηση του Nord Stream 1 (έστω και με τις πρόσφατες μειωμένες ροές στο 20% της χωρητικότητας) επιβεβαιώνει ότι η Ρωσία, ως γνώστης της θεωρίας παιγνίων, επιλέγει να συνεχίζει τις ροές αερίου προκειμένου να διατηρεί τα κέρδη της Gazprom σε υψηλά επίπεδα, να συντηρεί την απειλή της διακοπής, αλλά και ένα μελλοντικό ενδεχόμενο επαναφοράς των ευρω-ρωσικών σχέσεων στα προ-εισβολής επίπεδα.
(Η Αντιγόνη Βουλγαράκη είναι Πολιτική Επιστήμονας, MSc Ευρωπαϊκό Δίκαιο & Πολιτική– Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο7ο Δελτίο Διεθνών & ΕυρωπαϊκώνΕξελίξεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ)