Τον κώδωνα του κινδύνου για αύξηση των ανισοτήτων εντός των κοινωνιών από την πράσινη μετάβαση έκρουσε ο πρόεδρος του ΣΕΒ, Δημήτρης Παπαλεξόπουλος.
«Μπορεί η αλλαγή του ενεργειακού μοντέλου να είναι θετική για την Ελλάδα σε βάθος χρόνου, αλλά τα θετικά αποτελέσματα θα προκύψουν σε ένα μακρινό μέλλον, αφού μεσολαβήσει μια ακριβή και επώδυνη μεταβατική περίοδος» επεσήμανε ο κ. Παπαλεξόπουλος κατά την παρουσίαση της έρευνας για το επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ελλάδα.
Παρουσιάζοντας χθες τη έρευνα του ΣΕΒ για το επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ελλάδα, ο κ. Παπαλεξόπουλος εστίασε στην αύξηση του ενεργειακού κόστους λόγω της πράσινης μετάβασης και των τεράστιων επενδύσεων που πρέπει να γίνουν για να επιτευχθεί. «Επιχειρούμε, είπε χαρακτηριστικά, να αλλάξουμε μέσα σε τρεις δεκαετίες τον τομέα της ενέργειας που χρειάστηκε δυο αιώνες για να στηθεί και η αλλαγή αυτή είναι μια τεράστια και εξαιρετικά ακριβή πρόκληση».
Οι επισημάνσεις αυτές έρχονται την ώρα που στην ενδιάμεση έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, αποτυπώνονται στοιχεία με βάση τα οποία τα νοικοκυριά ιδιαίτερα αυτά με τα χαμηλότερα εισοδήματα παρά το «ψαλίδι» που έβαλαν στην κατανάλωση ενέργειας την περίοδο της ενεργειακής κρίσης, οι δαπάνες τους επιβαρύνθηκαν περισσότερο.
Μεταξύ 2021 και 2022 τα νοικοκυριά με τη χαμηλότερη δαπάνη μείωσαν τη μέση μηνιαία ποσότητα ενέργειας που κατανάλωσαν (θέρμανση κύριας κατοικίας, υγραέριο, ηλεκτρισμός), όμως η δαπάνη τους αυξήθηκε υπέρμετρα σε σχέση με τα υπόλοιπα νοικοκυριά.
Σημειώνεται ότι στο ίδιο διάστημα, τα νοικοκυριά χαμηλής και μεσαίας δαπάνης περιόρισαν δραστικά την ποσότητα λαχανικών, ψαριών και ζυμαρικών που κατανάλωσαν, αλλά η δαπάνη τους σε αυτά τα προϊόντα αυξήθηκε σημαντικά, τάση που ήταν πιο έντονη στα φτωχότερα νοικοκυριά. Σε βασικά αγαθά, όπως το ψωμί, τα φτωχότερα νοικοκυριά δεν είχαν τη δυνατότητα να περιορίσουν την ποσότητα που κατανάλωσαν, επομένως επιβαρύνθηκαν περισσότερο.
Η έρευνα αποτυπώνει συνολικά διαφορετικές δυναμικές που εμφανίζονται στη συμπεριφορά των νοικοκυριών ανάλογα με το επίπεδο της δαπάνης τους και του κόστους διαβίωσης. Ειδικότερα, για τα νοικοκυριά με τη χαμηλότερη δαπάνη η επιβάρυνση σε όρους ευρώ ήταν πολύ υψηλότερη, αν αναλογιστούμε και τις περιορισμένες δυνατότητες όσον αφορά την προσαρμογή του όγκου κατανάλωσης.
Όπως προκύπτει από τα σχετικά στοιχεία ανά κατηγορία προέκυψαν τα εξής:
«Υγρά καύσιμα και έξοδα κεντρικής θέρμανσης κύριας κατοικίας»: Στην κατηγορία αυτή οι μεταβολές της κατανάλωσης είναι ανομοιογενείς. Τα νοικοκυριά με τη χαμηλότερη δαπάνη και αυτά με χαμηλά προς μεσαία δαπάνη, παρ’ ότι μείωσαν την κατανάλωσή τους σε ποσότητα (από -3% έως -11% ανάλογα με το επίπεδο συνολικής κατανάλωσης), πλήρωσαν το 2022 παραπάνω ευρώ σε σχέση με το 2021. Αντιθέτως, τα υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια είχαν τη δυνατότητα να προσαρμόσουν καλύτερα τη δαπάνη τους, αφού η κατανάλωση σε ευρώ ήταν ανάλογη της κατανάλωσης σε ποσότητα.
«Υγραέριο»: Στην κατηγορία αυτή σε χειρότερη θέση βρέθηκαν τα φτωχότερα νοικοκυριά, αφού, διατηρώντας το ίδιο επίπεδο κατανάλωσης σε σχέση με το 2021, η δαπάνη τους αυξήθηκε κατά 31%. Σε όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες η δαπάνη ήταν ανάλογη του όγκου κατανάλωσης.
«Ηλεκτρισμός»: Τέλος, στην κατηγορία ηλεκτρισμός όλα τα κλιμάκια περιόρισαν δραστικά την κατανάλωσή τους, αλλά η δαπάνη τους αυξήθηκε. Η αύξηση της δαπάνης ήταν υψηλότερη για τα φτωχότερα και τα πλουσιότερα νοικοκυριά, ενώ η μείωση της κατανάλωσης ήταν εντονότερη στα μεσαία κλιμάκια.
Παράλληλα οι αναλυτές της έκθεσης υπογραμμίζουν ότι στις τρέχουσες συνθήκες η διαταραχή που προκάλεσε αρχικά η πανδημική και εν συνεχεία η ενεργειακή κρίση και η κρίση κόστους ζωής μεταφράζεται στην παγιοποίηση ενός υψηλού ελλείμματος στο ισοζύγιο των νοικοκυριών. Με τη σειρά της, η χρηματοδότηση του ελλειμματικού αυτού ισοζυγίου καθιστά αναγκαία είτε την αύξηση του χρέους των νοικοκυριών είτε τη μείωση του πλούτου τους. Ταυτόχρονα, περιορίζεται σταδιακά το έλλειμμα του δημοσιονομικού ισοζυγίου, ενώ διατηρούν την πλεονασματική θέση τους ο επιχειρηματικός και ο εξωτερικός τομέας. Δηλαδή στην Ελλάδα το έλλειμμα των νοικοκυριών χρηματοδοτεί τη χρηματοοικονομική θέση των υπόλοιπων τομέων. Η κατάσταση αυτή δεν είναι βιώσιμη για μια σειρά λόγους. Πρώτον, όπως αναφέρθηκε αμέσως παραπάνω, η ελλειμματική θέση των νοικοκυριών έχει αρνητική επίδραση στη χρηματοοικονομική τους φερεγγυότητα και στην κατανάλωσή τους.
Δεύτερον, διατηρείται στο ακέραιο η αντίστροφη σχέση που υπάρχει μεταξύ φερεγγυότητας δημόσιου τομέα και νοικοκυριών. Τρίτον, η πλεονασματική θέση του εξωτερικού τομέα συνιστά εκροή ρευστότητας από την εγχώρια οικονομία προς το εξωτερικό και αύξηση των υποχρεώσεων της Ελλάδας. Τέταρτον, η πλεονασματική θέση των επιχειρήσεων συνεπάγεται χαμηλή επενδυτική δραστηριότητα, η οποία υπολείπεται σημαντικά της (αδιανέμητης) κερδοφορίας του