Δεν είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς ένα δύσβατο μονοπάτι μπροστά στην οικονομία μας. Η επιβράδυνση της μεγέθυνσης, μέχρι και πιθανή ύφεση, στο ευρωπαϊκό και ευρύτερο περιβάλλον, όπως και η συνεχιζόμενη αύξηση των επιτοκίων παγκοσμίως, αναμένεται να πλήξουν τους δυο πυλώνες που είναι κομβικοί για την ανάπτυξη της οικονομίας στην επόμενη χρονιά και στη συνέχεια: Τις εξαγωγές και τις επενδύσεις. Οι εξαγωγές έχουν σαφή ανοδική τάση, όμως εξαρτώνται από τη χαμηλότερη ζήτηση στο εξωτερικό και από ένα διαχρονικό έλλειμα ανταγωνιστικότητας που εξακολουθεί να υπάρχει. Οι επενδύσεις, από την άλλη, δυσχεραίνονται από την άνοδο των επιτοκίων και την αναμενόμενη επιβράδυνση της μεγέθυνσης.
Εντείνοντας το πρόβλημα, οι εξαγωγές και οι επενδύσεις δεν ευνοούνται από την αβεβαιότητα και την υψηλή μεταβλητότητα του περιβάλλοντος που υπάρχει σήμερα. Οι οικονομικές αποφάσεις τείνουν να γίνονται με αποφυγή της έκθεσης στον κίνδυνο, και άρα πιο εσωστρεφείς και βραχυπρόθεσμες, ακριβώς το αντίθετο από το επιθυμητό. Καθώς και οι δεξαμενές στήριξης της κατανάλωσης εξαντλούνται σταδιακά, συνολικά η οικονομία μας επιβραδύνεται, μέσα σε ένα περιβάλλον προκλήσεων: Την επόμενη χρονιά, μάλλον θα έχει θετική μεγέθυνση, αλλά πολύ χαμηλότερη από ό,τι φέτος, και οι κίνδυνοι θα είναι μεγαλύτεροι.
Υπάρχει, όμως, και η θετική οπτική που, τουλάχιστον στα επιμέρους δεδομένα, μπορεί να είναι εξίσου πειστική. Το συσσωρευμένο δυναμικό της ελληνικής οικονομίας είναι μεγαλύτερο από αυτό στις περισσότερες ευρωπαϊκές. Η ανεργία, και γενικότερα η δεξαμενή ανεκμετάλλευτης εργασίας, παραμένει υψηλή, και ακόμη μεγαλύτερο είναι το επενδυτικό κενό. Το Ταμείο Ανάκαμψης και η λοιπή εισροή ευρωπαϊκών πόρων είναι υψηλής σημασίας και μπορούν να κινητοποιήσουν ευρύτερες επενδύσεις. Εξωστρεφείς επιχειρήσεις, κυρίως μεταποιητικές έχουν τοποθετηθεί σε παγκόσμιες αλυσίδες αξίας. Το δημόσιο χρέος, αν και πολύ υψηλό, είναι προς το παρόν λιγότερο εκτεθειμένο στις αυξήσεις των επιτοκίων από ό,τι άλλων οικονομιών.
Επίσης στη θετική πλευρά, οι πολιτικές της ευρωζώνης σηματοδοτούν, υπό όρους φυσικά, συνεχιζόμενη στήριξη. Σειρά θεσμικών αλλαγών κατά τη δεκαετή κρίση και πιο πρόσφατα έχουν θετική επίδραση και υπάρχει σημαντικό περιθώριο για μεταρρυθμίσεις που θα δυναμώσουν την οικονομία. Το τραπεζικό σύστημα είναι πλέον περισσότερο ευσταθές και η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι εφικτή προς το τέλος του έτους και θα διευκολύνει τις επενδύσεις. Συνολικά, και ξεκινώντας από χαμηλότερη βάση, η οικονομία μας μπορεί να τρέξει πιο γρήγορα από τον μέσο όρο της Ευρώπης την επόμενη χρονιά και στη συνέχεια.
Είναι η αισιόδοξη ή η επιφυλακτική οπτική περισσότερο πρόσφορη;
Το πιθανότερο είναι πως κατά την επόμενη χρονιά θα υπάρχει μια ενδιάμεση πορεία της οικονομίας, με αξιόλογα θετικά χαρακτηριστικά αλλά σχετικά αδύναμη. Οι επενδύσεις αναμένεται να έχουν σημαντικό ρόλο αλλά δύσκολα θα επιδείξουν μια συνολικά ισχυρή δυναμική. Σε περιοχές της οικονομίας που είναι κομβικές για την παραγωγικότητα, όπως στη μεταποίηση και στην ενσωμάτωση τεχνολογίας, αναμένεται επιφυλακτικότητα.
Πέρα από μη αναμενόμενες νέες εξωτερικές διαταραχές, η πιο κρίσιμη παράμετρος θα είναι οι πολιτικές εξελίξεις και αποφάσεις – τόσο πρωτογενώς όσο και το τι σηματοδοτούν για τη συνέχεια. Για την Ευρώπη, που μας επηρεάζει άμεσα, κρίσιμος θα είναι ο χειρισμός των επιπτώσεων από το τρίπτυχο της ενεργειακής κρίσης, του πληθωρισμού και της ρωσικής εισβολής. Το ζητούμενο είναι συνοχή και ταυτόχρονα αποτελεσματικότητα, ώστε να μην συνεχίσει η ήπειρός μας να διολισθαίνει σε σύγκριση με την Αμερική και την Ασία. Το πώς θα διαμορφωθούν οι κανόνες για το δημοσιονομικό πλαίσιο έχει επίσης υψηλή σημασία. Για τη χώρα μας, κομβικές θα είναι οι βουλευτικές εκλογές. Το πότε και πώς θα σχηματιστεί κυβέρνηση θα προσδιορίσει κρίσιμα τις οικονομικές εξελίξεις. Όχι μόνο για το αν θα υπάρξει πλαίσιο σταθερότητας που θα επιτρέψει σημαντικές επενδύσεις. Αλλά και για τη διαμόρφωση πολιτικής που θα αναγνωρίζει τις αδυναμίες της οικονομίας μας και σταδιακά θα τις διορθώνει.
Στις πιο πρόσφατες και βαθιές κρίσεις, της πανδημίας και στην ενέργεια, η οικονομία έδειξε ανθεκτικότητα. Τα εισοδήματα δεν μειώθηκαν πολύ, και γιατί έχουν γίνει βήματα προόδου αλλά κυρίως γιατί υπήρξε πρωτοφανής στήριξη από το δημόσιο ταμείο, σε συνέχεια στήριξης και από την οικονομική πολιτική στην Ευρώπη. Θα ήταν όμως βαρύ λάθος να θεωρηθεί πως η οικονομία μας έχει λύσει τα βαθιά και διαχρονικά της προβλήματα. Ή ότι είναι θωρακισμένη μπροστά σε περαιτέρω επιδείνωση στο περιβάλλον της, όταν ακόμη και πολύ ισχυρότερες οικονομίες, όπως η γερμανική, βρίσκονται σε επιφυλακή.
Κατά τους επόμενους μήνες, προεκλογικά και μετεκλογικά, θα κριθεί αν η οικονομική πολιτική που εκ των πραγμάτων θα διαμορφωθεί θα μπορεί να συνδυάσει δύο επιθυμητά χαρακτηριστικά: Σοβαρότητα και πρόθεση για μεταρρυθμιστικές τομές. Από τη μία, η προϋπόθεση της σοβαρότητας καλύπτει εκτός άλλων την ανάγκη για προστασία της δημοσιονομικής ισορροπίας, σταθερή στόχευση για προσέλκυση επενδύσεων ακόμη και ενάντια στο διεθνές κλίμα, και ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας νωρίτερα παρά αργότερα. Από την άλλη, η εφαρμογή μεταρρυθμιστικών πολιτικών είναι αναγκαία όχι μόνο για να υπάρχει αύξηση των εισοδημάτων, αλλά για να αποφευχθούν ακόμη και νέες κρίσεις και οπισθοχωρήσεις. Στο σημερινό περιβάλλον, οικονομίες που δεν βελτιώνονται γρήγορα και συστηματικά, ιδίως οι σχετικά πιο αδύναμες, μπορεί να δοκιμάζουν επώδυνες εκπλήξεις.
Στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και της δικαιοσύνης, της εκπαίδευσης και της υγείας, στην παραοικονομία και στον ανταγωνισμό στις αγορές, έχουν υπάρξει σημαντικά μέτρα βελτίωσης. Αλλά τα περισσότερα, βαθιά και διαχρονικά, προβλήματα παραμένουν. Η επόμενη κυβέρνηση δεν θα μπορεί βέβαια να λύσει αυτά τα προβλήματα στην διάρκεια μόνο της επόμενης χρονιάς. Το αν όμως θα δρομολογήσει, έγκαιρα και σαφώς, μια πορεία για τις αναγκαίες αλλαγές θα είναι ο πλέον κρίσιμος παράγοντας για την πορεία της οικονομίας σε όλο το επόμενο διάστημα.
(Ο Νίκος Βέττας είναι Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το K-Report)