Η τρέχουσα ενεργειακή κρίση έχει πλέον μετατραπεί σε κεντρικό πολιτικό ζήτημα στην Ευρώπη. Μπορεί αυτή τη στιγμή να ζούμε την ηρεμία της αγοράς λόγω καιρικών συνθηκών και γεμάτων αποθηκών φυσικού αερίου (ΦΑ), όμως επικρατεί μεγάλη αβεβαιότητα για την ενεργειακή επάρκεια τον επόμενο χειμώνα. Η άνοιξη θα ξεκινήσει με τις αποθήκες άδειες και είναι πιθανό ταυτόχρονα η κατανάλωση ΦΑ στην Κίνα να επανακάμψει πιέζοντας την αγορά υγροποιημένου ΦΑ. Η δυσκολία να γεμίσουν οι ευρωπαϊκές αποθήκες με ΦΑ το επόμενο καλοκαίρι, είναι δυστυχώς μια πραγματικότητα με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την κάλυψη των αναγκών πολιτών και βιομηχανίας αλλά και για την τιμή του ΦΑ.
Το ζήτημα της τιμής του ΦΑ είναι, βέβαια, και πολιτικό ζήτημα. Είναι γνωστό ότι μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής βιομηχανίας «δουλεύει» με ΦΑ και ο κίνδυνος να καταστεί μη ανταγωνιστική στο σύντομο μέλλον είναι μεγάλος. Ήδη, μία από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις χημικής βιομηχανίας της Ευρώπης ανακοίνωσε ότι εξετάζει «μόνιμες» περικοπές των δραστηριοτήτων της στην ήπειρο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δίστασε για πολλούς μήνες να βάλει πλαφόν στην τιμή του εισαγόμενου ΦΑ -δίστασε, δηλαδή, να προκαλέσει μπρα-ντε-φερ με τους παραγωγούς και τους traders ΦΑ που κερδοσκοπούν σε υπερβολικό βαθμό, ακριβώς επειδή φοβάται ότι, αν δεν πληρώσει όσο-όσο, θα μείνει τελικά χωρίς το πολύτιμο ορυκτό καύσιμο.
Υπάρχει, όμως, και εναλλακτικός τρόπος να πετύχει η ΕΕ τον στόχο συγκράτησης των τιμών του εισαγόμενου ΦΑ: Οι κοινές προμήθειες -κάτι αντίστοιχο, δηλαδή, με αυτό που έκανε για την προμήθεια των εμβολίων κατά της covid-19. Η ΕΕ είναι καταναλωτής ΦΑ αντίστοιχου μεγέθους με την Κίνα, γεγονός που σημαίνει ότι οι κοινές προμήθειες θα ήταν μια επιτυχημένη τακτική. Δυστυχώς, όμως, επικράτησαν οι εθνικές πολιτικές, καθώς και ιδεοληψίες αντίστοιχες με αυτές που επικράτησαν στη διαχείριση της κρίσης χρέους. Οι κοινές προμήθειες θα είχαν ως αποτέλεσμα να βελτιωθεί η ζωή των πολιτών της Ένωσης και η βιομηχανία της να γίνει πιο ανθεκτική σε συνθήκες κρίσης. Η λύση της χρηματοδότησης του μέτρου με ένα ενεργειακό ευρωομόλογο είναι ο προφανής δρόμος -που όμως δεν ακολουθείται ακόμη- αλλά παραμένει μια σοβαρή πολιτική πρόκληση για το 2023.
Τη θέση του ριζικού -και αναγκαίου- μέτρου των κοινών προμηθειών ΦΑ έλαβε τελικά, και με μεγάλη καθυστέρηση, το πλαφόν. Αυτό ήρθε να προστεθεί σε ένα άλλο μέτρο, τη μείωση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας στις ώρες αιχμής (καθώς αυτές τις ώρες καταναλώνεται κυρίως ΦΑ στην ηλεκτροπαραγωγή), το οποίο θα εφαρμοστεί το πρώτο τρίμηνο του 2023. Το μέτρο αυτό κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, καθώς η εξοικονόμηση ηλεκτρικής ενέργειας είναι αναγκαία για πολλούς λόγους. Μπορεί σήμερα να αποτελεί προτεραιότητα η μείωση της εξάρτησης από το ρωσικό ΦΑ λόγω του πολέμου, όμως δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η ενεργειακή εξοικονόμηση είναι ο μοναδικός ουσιαστικός τρόπος αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης για όσο χρησιμοποιούμε ορυκτά καύσιμα στην ηλεκτροπαραγωγή.
Και το ερώτημα για πόσο ακόμη θα χρησιμοποιούμε ορυκτά καύσιμα στην παραγωγή ενέργειας, δύσκολα μπορεί να απαντηθεί. Και αυτό, διότι για να παράγουμε ενέργεια χωρίς λιγνίτη ή ΦΑ θα πρέπει να έχουμε κατορθώσει να έχουμε ένα Ηλεκτρικό Σύστημα που θα βασίζεται στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και ταυτόχρονα θα εγγυάται την ευστάθεια και την επάρκεια της ηλεκτροδότησης που απολαμβάνουμε σήμερα. Για να γίνει αυτό με την ταχύτητα που απαιτείται, όπως έχω σημειώσει σε προηγούμενο άρθρο μου εδώ , χρειάζεται μια πολύ συντονισμένη πολιτική προσπάθεια αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης. Η αντιμετώπιση αυτή θα πρέπει να μην επαφίεται μόνο στην αγορά της οποίας οι διακυμάνσεις και αντιφάσεις είναι πιθανό να προκαλέσουν καθυστερήσεις, αλλά να αποτελεί βασική κρατική πολιτική και ενεργή συμμετοχή του κράτους στις επενδύσεις, κάτι που σήμερα μοιάζει, δυστυχώς, ακόμη μακρινός στόχος. Το πιθανότερο σενάριο είναι πως, για αρκετά χρόνια ακόμη, θα αξιοποιούμε τις ΑΠΕ σε συνδυασμό με το ΦΑ και - σε χώρες όπως η δική μας- τον λιγνίτη. Το θέμα που θα μας απασχολήσει σε μεγάλο βαθμό τα επόμενα χρόνια, και για όσο διαρκέσει η μετάβαση, είναι το πώς αυτή η ταυτόχρονη χρήση των καυσίμων θα γίνει με τρόπο κοινωνικά βιώσιμο, δηλαδή, πώς θα μοιραστεί το κόστος έτσι ώστε να μην αυξηθεί η ενεργειακή φτώχεια και ταυτόχρονα να επιβιώσει η ευρωπαϊκή βιομηχανία.
Με αυτά τα δεδομένα υποδεχόμαστε το 2023 που, για τον κλάδο της Ενέργειας, αναμένεται να είναι ακόμη μία δύσκολη χρονιά. Έχουμε πολλές προκλήσεις να αντιμετωπίσουμε και σίγουρα δεν μπορούμε να πορευόμαστε όπως κάναμε έως σήμερα. Είναι απαραίτητο να είμαστε ειλικρινείς απέναντι στους πολίτες για τις δυσκολίες που έρχονται καθώς, αν είναι σωστά ενημερωμένοι, μπορούν ως καταναλωτές να συνδράμουν ο καθένας χωριστά στην αντιμετώπιση της κρίσης με συνειδητή εξοικονόμηση ενέργειας. Και ως ενεργοί πολίτες, μπορούν να συνδράμουν στην επιτάχυνση της αναγκαίας ενεργειακής μετάβασης -ενός στόχου που, για να πετύχει, πρέπει να είναι στόχος όλων μας.
(Ο Μάνος Μανουσάκης είναι Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του ΑΔΜΗΕ- Το Άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το K-Report)