Η πτώχευση της Silicon Valley Bank σύμφωνα με όλους τους αναλυτές αποτελεί το μεγάλο κύμα των πωλήσεων που έχει πλήξει τον τραπεζικό τομέα : η τράπεζα των startup πτώχευσε γιατί δεν είχε την απαιτούμενη ρευστότητα να ανταποκριθεί στη ζήτηση των καταθετών της ακόμα και όταν πώλησε τα διαθέσιμα στοιχεία του ενεργητικού της.
Εξαναγκάστηκε να προχώρησε σε πώληση ομολόγων ύψους 21 δις δολαρίων του αμερικανικού δημοσίου με αποτέλεσμα να υποστεί ζημιές ύψους 1,8 δις δολαρίων λόγω της εν τω μεταξύ αύξησης των επιτοκίων από την FED και της μείωσης της τρέχουσας αξίας τους. Η ανάγκη να αναπληρώσει τις απώλειες με έξοδο στις αγορές και αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου κατά 2 δις δολάρια δεν καρποφόρησε με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στο γνωστό αδιέξοδο. Σημειώνω στο σημείο αυτό, ότι η Fed θα αρχίσει να δανείζει τις τράπεζες έναντι ορισμένων επενδύσεων που κατέχουν, αλλά με βάση την ονομαστική αξία των τίτλων και όχι τις τιμές αγοράς τους. Με άλλα λόγια, οι τράπεζες που πρέπει να αντλήσουν μετρητά δεν θα χρειαστεί να πωλήσουν ομόλογα ή τίτλους με κρατική εγγύηση έχοντας ζημία, όπως έκανε η SVB, εφόσον βρίσκονται σε μια λογική κατάσταση.
Ήδη εύθραυστη από μια σειρά σκανδάλων, με την αποπομπή δύο Δ/νων Συμβούλων σε τρία χρόνια και ενός Προέδρου, με δισεκατομμύρια χαμένα στα κερδοσκοπικά funds Archegos και Greensill, η ελβετική τράπεζα Credit Suisse, αποτελεί ουσιαστικά το πρώτο θύμα της θύελλας που προκάλεσε στις χρηματοπιστωτικές αγορές η πτώχευση της αμερικάνικης τράπεζας Silicon Valley Bank. Στις 15 Μαρτίου, το δεύτερο μεγαλύτερο τραπεζικό ίδρυμα της Ελβετίας είδε την αξία της μετοχής της να αποτιμάται λιγότερο από 2 ελβετικά φράγκα. Μια μείωση 70,0% σε σχέση με ένα χρόνο πριν, και 25,0% σε μια μέρα αγγίζοντας τα ιστορικά ελάχιστα. Ήταν αρκετή η δήλωση του προέδρου της Saudi National Bank, Ammar AlKhudairi, μεγαλύτερου μετόχου της ελβετικής τράπεζας ότι δεν πρόκειται να συμμετάσχει σε νέα αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου να ανοίξει ο ασκός του Αιόλου και να οδηγηθεί η τράπεζα να ζητήσει βοήθεια από την Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας.
Τα οικονομικά αποτελέσματα της το 2022 ήταν καταστροφικά, χειρότερα και από την χρονιά του 2008. Έκλεισε τον ισολογισμό της με απώλειες 7 δις ελβετικών φράγκων. Αλλά το πιο σημαντικό, κάτι που κινητοποίησε εναντίον της τις αγορές, ήταν η φυγή των πελατών της . Κατά τη διάρκεια του 2022 η Δ/νση της Διαχείρισης Περιουσιών αντιμετώπισε μια μείωση των πόρων υπό διαχείριση ύψους 203 δις ελβετικών φράγκων (από 743 σε 540 δις φράγκα) και η αντίστοιχη Δ/νση Διαχείρισης Στοιχείων Ενεργητικού μείωση της τάξεως των 95μ8 δις ελβετικών φράγκων. Επίσης απώλεσε 5 δις ελβετικά φράγκα σε καταθέσεις.
Η τράπεζα στην ετήσια έκθεση αποτελεσμάτων υποστήριζε ότι έχει συντελεστή κάλυψης ρευστότητας 144,0%. Κάτι που μεταφράζεται ότι η τράπεζα θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των πελατών της για 30 ημέρες. Αλλά όπως πάντοτε συμβαίνει όταν υπάρχει μαζική ανάληψη καταθέσεων οι αριθμοί δεν σημαίνουν απολύτως τίποτε.
Ένας φόβος απλώνεται πάνω από τον πλανήτη. Η ταλάντωση του εκκρεμούς κινήθηκε γρήγορα πως τη μεριά του φόβου εγκαταλείποντας προσωρινά εκείνη της απληστίας. Η αιχμή του δόρατος της δυτικής οικονομίας, το χρηματοπιστωτικό σύστημα, αποδεικνύεται για ακόμη μια φορά ευάλωτο και τρομερά επικίνδυνο για το σύνολο της ανθρωπότητας. Η εγγενής του απληστία, βασιζόμενη στο «πλασματικό» μέσο που διαχειρίζεται, το χρήμα, για λίγο καιρό σταματά αφού έχει δημιουργήσει καταστροφές και μετά ξαναρχίζει την πορεία του με μεγαλύτερη επιτάχυνση. Οι αλλεπάλληλες κρίσεις που έχει δημιουργήσει στη προσπάθειά του να επιμηκύνει με κάθε τρόπο τη ζωή σε ένα σύστημα που έχει γεράσει δημιουργεί συνεχώς κόστη και θύματα ενώ παράλληλα σωρεύει πλούτη σε ελάχιστο ποσοστό της ανθρωπότητας.
Η άποψη ότι το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα είναι ασφαλές είναι μια άποψη που κανείς δεν μπορεί να το υποστηρίξει με ασφάλεια. Και τα δικά του κεφάλαια είναι επενδυμένα σε ομόλογα των οποίων οι τιμές έχουν μειωθεί. Μια μεγάλη φυγή καταθέσεων θα δημιουργήσει κι εδώ τα ίδια προβλήματα με εκείνα που παρατηρούμε στις ΗΠΑ. Ήδη η κατάρρευση της Credit Suisse το δείχνει με σαφήνεια.
(Ο Κώστας Μελάς είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας)