Η Αττική για μια ακόμη φορά βρίσκεται ενώπιον πολύ δύσκολων καταστάσεων. Η επέλαση των παρατεινόμενων υψηλών θερμοκρασιών, σε συνδυασμό με τις πυρκαγιές που κατέκαψαν χιλιάδες στρεμμάτων στα δάση της, και η εκτεταμένη οικολογική καταστροφή, συνθέτουν ένα σκηνικό έντονης περιβαλλοντικής, κοινωνικής και οικονομικής κρίσης.
Δεν είναι η πρώτη φορά. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες η Αττική έζησε τις περισσότερες και μεγαλύτερες τραγωδίες που συνέβησαν στη χώρα. Έζησε πολύνεκρα καταστροφικά επεισόδια, όπως ο φοβερός καύσωνας του 1987, ο σεισμός της Πάρνηθας το 1999, η πλημμύρα στη Μάνδρα το 2017 και η φοβερή πυρκαγιά στο Μάτι το 2018. Ακόμη, έζησε επαπειλούμενη λειψυδρία την περίοδο 1991-1992 και βέβαια έζησε, μαζί με όλη τη χώρα, τόσο τη δεκαετή οικονομική κρίση, όσο και την πρόσφατη περίοδο της πανδημίας.
Αλλά στην Αττική όλα τα προβλήματα, οι πιέσεις, οι κρίσεις, τα καταστροφικά φυσικά φαινόμενα και οι συνέπειές τους μεγεθύνονται, πολλαπλασιάζονται σε σχέση με τις συνέπειες που υφίσταται η υπόλοιπη χώρα. Η εξήγηση είναι απλή. Η Αττική είναι εξαιρετικά τρωτή σε σχέση με τις άλλες περιφέρειες της χώρας. Η υψηλή τρωτότητά της οφείλεται στην υπερσυγκέντρωση πληθυσμού και εμπορικών, βιομηχανικών και άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων. Η επιστήμη που μελετά τις επικινδυνότητες που απειλούν την ανθρώπινη κοινωνία έχει αποδείξει ότι η επικινδυνότητα είναι τόσο μεγαλύτερη όσο μεγαλύτερη είναι η τρωτότητα.
Θα αναφέρω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το 1996 δημοσίευσα μαζί με ένα φοιτητή μου μελέτη για τη γεωγραφική διανομή της σεισμικής επικινδυνότητας στη χώρα, δηλαδή για τις ενδεχόμενες αρνητικές επιπτώσεις των σεισμών στις διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Με έκπληξη διαπιστώσαμε ότι η Αττική βρίσκεται στην κορυφή της σεισμικής επικινδυνότητας, παρά το γεγονός ότι σε άλλες περιοχές η σεισμικότητα, δηλαδή το φαινόμενο αυτό καθ’ αυτό, είναι πολύ υψηλότερη, π.χ. στα Ιόνια νησιά, στον Κορινθιακό κόλπο και αλλού. Τρία χρόνια αργότερα ήρθε η έμπρακτη απόδειξη. Ο σεισμός της Πάρνηθας, με σχετικά όχι μεγάλο μέγεθος (μόνο 5,9), έπληξε 50 δήμους, προκάλεσε 143 θύματα, χιλιάδες αστέγους, τεράστια κοινωνικά προβλήματα και μετρήσιμη οικονομική ζημιά που ανήλθε στο ποσό των 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η ζημιά αυτή αποτελεί τη μεγαλύτερη που υπήρξε από σεισμό στη χώρα στη νεότερη ιστορία της. Πρόσφατα, η υψηλή σεισμική επικινδυνότητα της Αττικής επαληθεύτηκε και από ανεξάρτητη μελέτη του διεθνούς οργανισμoύ GEM (GlobalEarthquakeModel).
Το ίδιο συμβαίνει και με άλλες επικινδυνότητες που απειλούν την Αττική γιατί απλούστατα η τρωτότητά της είναι η υψηλότερη στη χώρα. Και είναι πάμπολλες οι επικίνδυνες κρίσεις και πιέσεις που απειλούν την Αττική. Πέραν αυτών που προαναφέρθηκαν η Αττική υφίσταται ιδιαίτερες πιέσεις κοινωνικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές λόγω του ταχύτατα αυξανόμενου τουρισμού καιτης ταχύτατα αυξανόμενης ακρίβειας της κατοικίας, λόγω του κυκλοφοριακού προβλήματος και της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, της συστηματικής καταστροφής των οικοσυστημάτων της, και του λίγου πρασίνου που διαθέτει ιδιαίτερα στον οικιστικό ιστό. Ο κατάλογος των πιέσεων είναι πολύ μεγάλος για να τις αναφέρουμε όλες.
Η περιφέρεια της Αττικής έχει όρια στην ανθεκτικότητά της σε κρίσεις και πιέσεις. Η ανθεκτικότητα δεν είναι άπειρη. Είναι προφανές ότι το μοντέλο διαχείρισης των τελευταίων δεκαετιών δεν έχει λάβει υπόψη του τα όρια αυτά γιατί απλούστατα οι διαχειριστές δεν τα γνωρίζουν. Και δεν τα γνωρίζουν γιατί δεν μελετήθηκε η φέρουσα ικανότητα της περιφέρειας Αττικής. Όλα προχωρούν με μια αμέριμνη αντίληψη των πραγμάτων, η οποία υπαγορεύει ότι μπορούμε να προχωρούμε στην «ανάπτυξη» αενάως, χωρίς φραγμούς, χωρίς κινδύνους, αμέριμνοι για τις συνέπειες. Και αυτή η αντίληψη έχει διαδοθεί και επιβληθεί και στην υπόλοιπη χώρα.
Βρισκόμαστε πλέον σε κρίσιμο σημείο. Το μοντέλο διαχείρισης επιβάλλεται να μεταβληθεί δραστικά με όπλο την επιστημονική γνώση, την τεκμηρίωση, την τεχνογνωσία και με πυξίδα τις καλές πρακτικές που έχουν αναπτυχθεί στην Ευρώπη και αλλού. Και με το βλέμμα στραμμένο στον ριζικό αναπροσανατολισμό των πολιτικών της Περιφέρειας, στην διοικητική και πολιτική της αυτονομία, προσβλέποντας σε μια Αττική βιώσιμης ευημερίας.
(Ο Δρ. Γεράσιμος Α. Παπαδόπουλος είναι Σεισμολόγος, Μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου, Επιστημονικός συνεργάτης της UNESCO, υποψήφιος περιφερειακός σύμβουλος με την «Οικολογική Συμμαχία για την Περιφέρεια Αττικής»).