Τα 49 χρόνια της Μεταπολίτευσης είναι και 49 χρόνια κυμαινόμενης έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις με αφετηρία ή μάλλον με θεμελιώδη πληγή την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Μισός αιώνας είναι μια μακρά περίοδος που επιτρέπει τη συναγωγή αρκετά ασφαλών συμπερασμάτων και επιβάλλει έναν εθνικό αναστοχασμό.
Τα πράγματα ήρθαν μάλιστα έτσι ώστε, πολύ κοντά στην επέτειο των εκατό ετών από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης στις 24 Ιουλίου 1923, να πραγματοποιηθεί η συνάντηση του έλληνα Πρωθυπουργού και του τούρκου Προέδρου στο Βίλνιους που επισημοποίησε την αλλαγή κλίματος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και την έναρξη συστηματικών και εντατικών επαφών μέσω τριών διαύλων: των διερευνητικών επαφών, οι οποίες θα κινηθούν σε υψηλότερο του έως τώρα πολιτικό επίπεδο, των επαφών για τα αεροναυτικά Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, στις οποίες, υποθέτω, περιλαμβάνονται και οι επαφές στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και των διακυβερνητικών επαφών για τη λεγόμενη «θετική» ατζέντα.
Τώρα που «στρογγυλεύουν» οι επέτειοι με τα εκατό χρόνια από τη Λωζάννη και τα πενήντα από τη Μεταπολίτευση, η 24η Ιουλίου (1923/1974) λειτουργεί ίσως ως οιωνός. Το δε ΝΑΤΟικό «περιβάλλον» μέσα στο οποίο διεξήχθη η συνάντηση του Βίλνιους λειτουργεί ως υπόμνηση της γεωπολιτικής λογικής βάσει της οποίας οι δυο χώρες εντάχθηκαν το 1952 ταυτοχρόνως στη Βορειοατλαντική Συμμαχία υπό συνθήκες Ψυχρού Πολέμου και με βασικό σκοπό την «αναχαίτιση» της καθόδου της τότε ΕΣΣΔ στη Μεσόγειο.
Στα συμφραζόμενα της συνάντησης περιλαμβάνεται άλλωστε όλος ο κατάλογος των θεμάτων που απασχόλησαν τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ και σχετίζονται με την Τουρκία. Κατά βάθος το θέμα ήταν απάντηση στο ερώτημα ποια είναι τα όρια του τουρκικού εξαιρετισμού, εάν την κρίσιμη κάθε φορά στιγμή η Τουρκία επιβεβαιώνει τη συμμετοχή της στη Δύση ως στρατηγική οντότητα. Η απάντηση είναι καθοριστική για το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κυμανθεί η τωρινή φάση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Επιβεβαιώνεται πάντως ότι μετά την έναρξη της ρωσικής εισβολής και του πολέμου στην Ουκρανία και ενώ παραλλήλως οι ΗΠΑ και η Κίνα «τοποθετούνται» η μια έναντι της άλλης, τα περιφερειακά ζητήματα, μεταξύ των οποίων οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό, προσλαμβάνουν «παρακολουθηματικό» χαρακτήρα και συνεπώς επηρεάζονται καθοριστικά από τους συσχετισμούς που διαμορφώνονται σε υψηλότερα επίπεδα και ευρύτερους ορίζοντες, όπως οι σχέσεις της Δύσης με την Κίνα, τη Ρωσία, τον λεγόμενο παγκόσμιο Νότο κ.ο.κ.
Μέσα σε αυτό το τοπίο καλείται προφανώς να τοποθετηθεί και η Τουρκία, λαμβανομένων υπόψη και των εσωτερικών αναγκών και προτεραιοτήτων της που συνδέονται με την οικονομική κρίση. Δείχνει, μετά την επανεκλογή του προέδρου Ερντογάν, να «προσαρμόζεται» γρήγορα. Από την άποψη αυτή το moratorium στο Αιγαίο και την Αν. Μεσόγειο σε σχέση με την Ελλάδα είναι μια επιλογή πιο απλή και εύκολη από τις πρωτοβουλίες για την αλλαγή κλίματος στις σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ και την Αίγυπτο.
Το πιο ενδιαφέρον ίσως είναι ότι στο πλαίσιο της συζήτησης για τα ανταλλάγματα προκειμένου να αρθεί η τουρκική αντίρρηση για την ένταξη της Σουηδία στο ΝΑΤΟ, ο πρόεδρος Ερντογάν επανέφερε το ζήτημα των σχέσεων Τουρκίας - ΕΕ, χωρίς προφανώς το ζητούμενο να είναι η ένταξη αλλά η επίλυση προβλημάτων σχετικών με την τελωνειακή ένωση και τις θεωρήσεις διαβατηρίων. Και μόνο όμως η επαναφορά του ζητήματος αυτού και η έστω γενικόλογη συνάντηση Μισέλ - Ερντογάν, αναζωπυρώνουν κάποια στοιχεία της ξεχασμένης «στρατηγικής του Ελσίνκι» τη στιγμή που επιχειρείται να αξιοποιηθεί ένα νέο momentum στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Το νέο τοπίο είναι πολύπλοκο, εύθραυστο, ευμετάβλητο και απαιτεί αναλύσεις που υπερβαίνουν τα στερεότυπα. Άλλωστε, ακόμη και αν η «ευελιξία» του προέδρου Ερντογάν δεν συνιστά στρατηγική αλλά απλή παρακολούθηση του κύματος της συγκυρίας ή έκφραση αγωνίας για τις εσωτερικές εξελίξεις, δεν παύει να ακυρώνει τις συνήθεις αναλύσεις που θεωρούν δεδομένη κάθε φορά την κίνηση που θα κάνει η Τουρκία.
Δεν μπορούμε προφανώς να δοκιμάσουμε από τώρα μια απάντηση στο ερώτημα πόσο πιθανή είναι η υπογραφή συνυποσχετικού για την υποβολή της διαφοράς ως προς την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ στο Αιγαίο και την Αν. Μεσόγειο στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Μπορούμε όμως να δούμε από ποιο σημείο εκκινεί η ενεργοποίηση των διαύλων αυτών και ιδίως του πρώτου και κεντρικού. Τα διαμειφθέντα στους τελευταίους γύρους των διερευνητικών επαφών ( 61ος - 64ος που κάλυψαν την περίοδο Ιανουάριος 2021-Φεβρουάριος 2022 μετά από διακοπή πέντε ετών) πρέπει προφανώς να αξιολογηθούν σε συνδυασμό με τις πολλές μακροσκελείς επιστολές των μόνιμων αντιπροσώπων των δυο χωρών που απεστάλησαν την ίδια περίοδο στον γ.γ. του ΟΗΕ.
Γνωρίζουμε συνεπώς τη λογική και την επιχειρηματολογία με την οποία εκκινεί η Τουρκία.
Εκτός όμως από τις διερευνητικές επαφές και τις ανταλλαγές επιστολών, έχουν τα τελευταία τέσσερα χρόνια γίνει εκατέρωθεν κινήσεις που παράγουν πολιτικά, ενίοτε και νομικά αποτελέσματα που συμπροσδιορίζουν το σημείο εκκίνησης της νέας φάσης.
Η Τουρκία υπέγραψε το μνημόνιο με τη Λιβύη που η Ελλάδα έχει καταγγείλει ως κραυγαλέα παραβίαση των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας. Η Ελλάδα συνήψε τις διμερείς συμβάσεις με την Ιταλία και την Αίγυπτο για την οριοθέτηση της ΑΟΖ που εμπεριέχουν και τη διάθεσή της να προβεί σε συμβιβαστικές κινήσεις προκειμένου να επιτευχθούν συμφωνίες οριοθέτησης. Βεβαίως οι νομικές και πολιτικές επιλογές που έγιναν σε σχέση με την Ιταλία και την Αίγυπτο συνδέονται με τα συμφραζόμενα των συγκεκριμένων συμφωνιών. Όμως είναι πλέον και αυτές στοιχεία του ελληνοτουρκικού διαλόγου.
Τα χρόνια αυτά έχει καταστεί σαφέστερο το σύστημα κριτηρίων που εφαρμόζουν το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και το Διεθνές Δικαστήριο Δικαίου της Θάλασσας του Αμβούργου στις οριοθετήσεις ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας. Το σώμα της διεθνούς νομολογίας, που μετά τη θέση σε ισχύ της Διεθνούς Σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας (UNCLOS) περιέχει περίπου τριάντα αποφάσεις, είναι ένα πλαίσιο αναφοράς που και η Τουρκία δηλώνει ότι αποδέχεται, παρότι δεν είναι μέρος της UNCLOS, αλλά αυτό συμβαίνει και με τις ΗΠΑ και με το Ισραήλ που είναι εταίρος της Ελλάδας και της Κύπρου στις μεσογειακές πρωτοβουλίες. Η νομολογία είναι πλέον περισσότερο προβλέψιμη.
Η Ελλάδα έκανε το σημαντικό βήμα να κλείσει τους θαλάσσιους κόλπους και να καθορίσει ευθείες γραμμές βάσεις στην περιοχή από το βορειότερο σημείο της Περιφέρειας Ιονίων Νήσων μέχρι το Ακρωτήριο Ταίναρο της Πελοποννήσου (ΠΔ 107/2020) και στη συνέχεια επέκτεινε στην ίδια περιοχή τα χωρικά ύδατα στα 12 ν.μ. (Ν. 4767/ 2021). Είναι προφανές ότι ταυτοχρόνως και παρά τη ρητή επιφύλαξη ότι αυτό μπορεί να γίνει και σε άλλες περιοχές, ο περιορισμός της επέκτασης στο Ιόνιο συνιστά και ένα μήνυμα με παραλήπτη την Τουρκία. Αυτή έχει χωρικά ύδατα επίσης 6 ν.μ. στο Αιγαίο αλλά 12 ν.μ. στη Μεσόγειο, όπως και η Ιταλία, η Αίγυπτος και η Αλβανία. Άρα, έχουμε προβεί σε οριοθετήσεις ΑΟΖ με χώρες που έχουν μεγαλύτερο μήκος χωρικών υδάτων από την Ελλάδα.
Δεν θα επεκταθώ εδώ σε ζητήματα σχετικά με τους τουρκικούς ισχυρισμούς για την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών και την ελληνική απάντηση σε αυτούς ή τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης. Είναι, ελπίζω, κατανοητή η ανάγκη μιας στέρεης εθνικής στρατηγικής που συγκεκριμενοποιείται και εξειδικεύεται, βασίζεται στην πληροφορημένη και ενσυνείδητη συναίνεση, στο εθνικό καθήκον αλήθειας, στην άρτια «επαγγελματική» προετοιμασία των επαφών, στην υπέρβαση των στερεοτύπων όχι για να μεταβληθεί αλλά για να υπηρετηθεί η εθνική γραμμή που διαμορφώθηκε την περίοδο της Μεταπολίτευσης με ιδρυτικούς εταίρους τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Ανδρέα Παπανδρέου. Υπάρχει με τον τρόπο αυτό η δυνατότητα να επιτευχθεί η «μεταπολίτευση» των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Χωρίς να περάσουν ακόμη πενήντα χρόνια δίχως οριοθέτηση και αξιοποίηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ υπό συνθήκες πλέον κλιματικής κρίσης. Με την επιφυλακτικότητα προφανώς που επιβάλλει η Ιστορία και η γεωγραφία και με την ετοιμότητα που επιβάλλει το νέο διεθνές και περιφερειακό σκηνικό.
(Ο Ευάγγελος Βενιζέλος είναι πρώην αντιπρόεδρος κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών, πρώην υπουργός Εθνικής Άμυνας, πρώην πρόεδρος του ΠαΣοΚ- Το Άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από «Το Βήμα» της Κυριακής)