Στο δημόσιο διάλογο των τελευταίων χρόνων για τα Ελληνοτουρκικά αντιπαρατέθηκαν σχηματικά η εθνικιστική και ορθολογική σχολή σκέψης με επιχειρήματα, απόψεις, θέσεις. Υπό το φως της συζήτησης αυτής έχει ενδιαφέρον να δούμε τη λογική που υιοθετεί η επίσημε πολιτική σήμερα όπως εκφράστηκε( και) από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στην πρόσφατη συνέντευξή του- Σκάι).
Επιχείρημα πρώτο: «η Τουρκία δεν αλλάζει, πολύ περισσότερο στην εξωτερική της πολιτική. Είναι εγγενώς επεκτατική». Στο κεντρικό αυτό επιχείρημα (της εθνικιστικής σχολής) ο πρωθυπουργός απαντά λέγοντας: «επιβεβαιώθηκε η άποψή μου ότι η Τουρκία φαίνεται να είναι έτοιμη για μια στροφή στην εξωτερική της πολιτική που δεν αφορά – το τονίζω – μόνο τις σχέσεις της Τουρκίας με την Ελλάδα αλλά αφορά συνολικά και τις σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, με το ΝΑΤΟ, με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Φυσικά η Ελλάδα μόνο ωφελημένη μπορεί να βγει από μια τέτοια στροφή της Τουρκίας». Στη διατύπωση αυτή απορρίπτεται και το επιχείρημα που λέγει ότι αυτό που συμφέρει την Ελλάδα είναι μια Τουρκία εκτός Δύσης και την Ελλάδα ως το έσχατο σύνορο της Δύσης. Δεν την συμφέρει.
Επιχείρημα δεύτερο: «δεν μπορούμε να εμπιστευθούμε την Τουρκία λόγω της βεβαρυμένης ιστορίας της». Ο πρωθυπουργός αμφισβητεί αυτό το επιχείρημα επισημαίνοντας ότι «αυτό που θέλουμε πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα είναι ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας και μια σχέση εμπιστοσύνης. Αυτή δεν οικοδομείται από τη μια στιγμή στην άλλη (...). Και για να χτιστεί μια σχέση εμπιστοσύνης πρέπει να δεχθούμε μια καινούργια αρχή διότι εάν μονίμως είμαστε δέσμιοι του τι έχει γίνει πριν από κάποια χρόνια εκ των πραγμάτων θα βλέπουμε πάντοτε τον άλλον με καχυποψία». Με άλλα λόγια να γνωρίζουμε την ιστορία αλλά δεν μπορείς να κάνεις εξωτερική πολιτική με την ιστορία μόνο ως οδηγό, όπως έλεγε και ο πρόεδρος Ντε Γκολ όταν επιχειρούσε την προσέγγιση με τον παραδοσιακό εχθρό, τη Γερμανία.
Επιχείρημα τρίτο: «δεν έχει νόημα ο διάλογος. Η Τουρκία το μόνο που καταλαβαίνει είναι η ισχύς». Χωρίς να απορρίπτει τη σημασία της αποτροπής, ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε όχι ένα αλλά τρεις διαλόγους με την Τουρκία : για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ), τη θετική ατζέντα και τον Πολιτικό Διάλογο «σε μια αμφίδρομη σχέση όπου ο ένας θα ανταποκρίνεται σε θετικές κινήσεις του άλλου». Αυτό οι αγγλοσάξονες το αποκαλούν engagement/ σύμπραξη μεταξύ των δύο πλευρών.
Επιχείρημα τέταρτο: «η ατζέντα των Ελληνοτουρκικών περιλαμβάνει ένα μόνο θέμα – την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας/ ΑΟΖ». Ο πρωθυπουργός όμως αναγνωρίζει την πραγματικότητα τονίζοντας ότι «υπάρχει μια μεγάλη τολμηρή ατζέντα που είμαι διατεθειμένος να διερευνήσω». Και η τολμηρή ατζέντα περιλαμβάνει εκτός από την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, τα θέματα οικονομικής συνεργασίας χαμηλής πολιτικής (θετική ατζέντα), το πεδίο των Ευρωτουρκικών σχέσεων και το ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η Ελλάδα αλλά όχι φυσικά θέματα που ακουμπάνε την Ελληνική κυριαρχία.
Επιχείρημα πέμπτο: «καμιά υποχώρηση, κανένας συμβιβασμός με την Τουρκία. Το δίκιο είναι με την πλευρά της Ελλάδας». Ο πρωθυπουργός αναγνωρίζει όμως την πεμπτουσία μιας διαπραγμάτευσης – τους αμοιβαίους συμβιβασμούς. Τονίζοντας ότι «οποιαδήποτε συμφωνία (εννοεί με την Τουρκία) μπορεί ενδεχομένως και να συνεπάγεται και κάποιες υποχωρήσεις από κάποιες θέσεις οι οποίες μπορούν να αποτελούν την αφετηρία μιας διαπραγμάτευσης». Προφανές. Όπως και τα συμπεράσματα για την εγκυρότητα κάθε σχολής σκέψης...
(Ο καθηγητής Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος ΥΠΕΞ, μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του ΕΛΙΑΜΕΠ . Από τις εκδόσεις Παπαζήση κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του «Ελλάδα: Ορίζοντας 2030. Οι Προκλήσεις Τουρκίας και Ευρώπης».-Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Τα Νέα»)