Η δημοσίευση της Ετήσιας Έκθεσης για την Οικονομία και την Απασχόληση για το έτος 2023 του ΙΝΕ ΓΣΕΕ αναδεικνύει ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία που συνθέτουν την τρέχουσα κατάσταση και την προοπτική της αγοράς εργασίας στη χώρα μας και τεκμηριώνουν αναγκαίες κατευθύνσεις στην άσκηση της οικονομικής και της κοινωνικής πολιτικής. Από τα βασικά ευρήματα της έκθεσης προκύπτουν τρία επίπεδα συμπερασμάτων: Πρώτον, το 2022 και το πρώτο εξάμηνο του 2023 έχει σημειωθεί βελτίωση βασικών μεγεθών της αγοράς εργασίας που καλύπτουν το αρνητικό σοκ της πανδημίας. Ωστόσο, αυτή η δυναμική δεν συνοδεύεται από ποιοτική αναβάθμιση των προσδιοριστικών παραμέτρων της. Η Ελλάδα έχει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην Ευρώπη, ενώ καταγράφει το χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης στους νέους κάτω των 25 ετών και το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης τόσο στις ηλικίες 20-64 ετών όσο και στις γυναίκες ανάμεσα στα κράτη-μέλη της ΕΕ-27.
Εξετάζοντας δε τη δυναμική της κλαδικής απασχόλησης, διαπιστώνουμε ότι την περίοδο 2021-2022 τη μεγαλύτερη ‒με διαφορά‒ συμβολή στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας την είχε ο κλάδος «δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών καταλύματος και υπηρεσιών εστίασης» ακολουθούμενος από τους κλάδους «εκπαίδευση», «μεταποίηση», «χονδρικό και λιανικό εμπόριο, επισκευή μηχανοκίνητων οχημάτων και μοτοσικλετών» και «γεωργία, δασοκομία και αλιεία». Αξίζει να σημειωθεί ότι, παρά την ανάκαμψη του ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας, 7 κλάδοι παραμένουν κάτω από τα επίπεδα απασχόλησης του 2019, ενώ 9 από τους 21 κλάδους παρουσιάζουν έλλειμμα σε σχέση με τις θέσεις απασχόλησης του 2009. Η διάρθρωση αυτή της απασχόλησης αναδεικνύει τη δομική αδυναμία της οικονομίας να δημιουργεί βιώσιμες και παραγωγικές θέσεις εργασίας, ειδικά σε δραστηριότητες παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών υψηλής προστιθέμενης αξίας. Τα ευρήματα επίσης καταδεικνύουν τα σημαντικά βήματα που έχει να κάνει η ελληνική οικονομία, προκειμένου να μεταβεί σε ένα νέο βιώσιμο και παραγωγικό υπόδειγμα ανάπτυξης.
Ένα επίσης σημαντικό εύρημα της έκθεσης είναι ότι η αγορά εργασίας στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από την τρίτη μεγαλύτερη υποτονικότητα, 18,5 ποσοστιαίες μονάδες, στην ΕΕ-27. Περίπου τα 2/3 της υποτονικότητας αυτής προέρχονται από την ανεργία, ενώ περίπου το 1/6 προέρχεται από τους υποαπασχολούμενους. Για την ουσιαστική μείωση της υποτονικότητας και τη σύγκλισή της με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, 12,3 ποσοστιαίες μονάδες, απαιτούνται, όχι μόνο υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης, αλλά, κυρίως, στοχευμένες παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας, με έμφαση στην ενίσχυση της απασχόλησης των νέων, των γυναικών, αλλά και την ενίσχυση της περιφερειακής απασχόλησης. Επιπρόσθετα, απαιτείται ο σχεδιασμός μιας σύγχρονης βιομηχανικής πολιτικής με στοχευμένη ενίσχυση της απασχόλησης σε κλάδους που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά, υψηλής προστιθέμενης αξίας και με υψηλούς πολλαπλασιαστές απασχόλησης και εισοδήματος.
Δεύτερον, ένα επίσης σημαντικό εύρημα της έκθεσης είναι ότι τα τελευταία δύο χρόνια της πληθωριστικής έξαρσης οι ονομαστικοί μισθοί στην Ελλάδα είχαν το περιθώριο να αυξηθούν κατά 6,9% και 10,1% αντίστοιχα ανά έτος, χωρίς να μεταβάλουν τη διανομή εισοδήματος και να πυροδοτήσουν πιθανές διανεμητικές συγκρούσεις που θα τροφοδοτούσαν τον πληθωρισμό. Ωστόσο, η επίδραση του πληθωρισμού και οι ονομαστικές μισθολογικές αυξήσεις που έγιναν οδήγησαν σε σημαντική μείωση του πραγματικού μέσου μισθού που έφτασε το 8,7% το 2022. Το αποτέλεσμα αυτό σε συνδυασμό με την αύξηση της παραγωγικότητας οδήγησε σε αναδιανομή του εισοδήματος σε βάρος του κόσμου της εργασίας, που είδε το 2022 το εισοδηματικό μερίδιό του στο ιστορικά χαμηλό 47,5% του ΑΕΠ.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν και τα εμπειρικά ευρήματα σχετικά με την ακαμψία του δομικού πληθωρισμού. Εξετάζοντας τους κύριους προσδιοριστικοί παράγοντες της ακρίβειας διαπιστώνουμε ότι, ενώ από το β’ τρίμηνο του 2021 έως και το δ’ τρίμηνο του 2022 τη μεγαλύτερη συμβολή στην άνοδο των εγχώριων τιμών είχε η αύξηση των τιμών των εισαγωγών, από το β’ εξάμηνο του 2022 και ειδικότερα το α’ τρίμηνο του 2023 σημαντική είναι η συμβολή του περιθωρίου κέρδους. Φαίνεται λοιπόν ότι ο πληθωρισμός πράγματι ενεργοποιήθηκε από τις υψηλότερες τιμές των εισαγωγών, αλλά διατηρείται υψηλά εξαιτίας της αύξησης του περιθωρίου κέρδους. Αντιθέτως, οι μισθοί έχουν αρνητική συμβολή σε όλη την πληθωριστική περίοδο. Αυτό μας οδηγεί στη διαπίστωση ότι αυτό που συμβαίνει στην χώρα μας είναι ένας πληθωρισμός ανισότητας και αναδιανομής του εισοδήματος ως αποτέλεσμα δομικών χαρακτηριστικών της οικονομίας και ελλείμματος ουσιαστικών παρεμβάσεων οικονομικής πολιτικής.
Τρίτον, αποκαλυπτική του μεγάλου θεσμικού ελλείμματος προστασίας της εργασίας στην Ελλάδα είναι η εξέλιξη του δείκτη ποιότητας της εργασίας, όπως αυτός δημοσιεύεται από το Ευρωπαϊκό Συνδικαλιστικό Ινστιτούτο. O δείκτης αξιολογεί την ποιότητα της εργασίας λαμβάνοντας υπόψη έξι διαστάσεις: 1) την ποιότητα του εισοδήματος, 2) τις μορφές απασχόλησης και επαγγελματικής ασφάλειας, 3) τον χρόνο εργασίας και την ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής, 4) τις συνθήκες εργασίας, 5) την ανάπτυξη δεξιοτήτων και τις δυνατότητες επαγγελματικής εξέλιξης και 6) τους θεσμούς συλλογικής εκπροσώπησης. Το 2021 η Ελλάδα ήταν στην τελευταία θέση ανάμεσα στα κράτη-μέλη της ΕΕ-27 στον συνολικό δείκτη, ενώ σημειώνει τη χειρότερη επίδοση σε χαρακτηριστικά όπως ο χρόνος εργασίας και η ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής, και από τις χαμηλότερες επιδόσεις στη συλλογική εκπροσώπηση, την επαγγελματική εξέλιξη και την ποιότητα του εισοδήματος. Τα ευρήματα αυτά τεκμηριώνουν τα όρια ενός παραγωγικού μοντέλου που βασίζεται σε δουλειές χαμηλής παραγωγικότητας, χαμηλής προστιθέμενης αξίας, χαμηλής εργασιακής σταθερότητας και υψηλών εργάσιμων ωρών.
Ολοκληρώνοντας, η έκθεση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ αναδεικνύει την άμεση και επείγουσα δέσμευση της οικονομικής και της κοινωνικής πολιτικής σε ένα ανθρωποκεντρικό αναπτυξιακό υπόδειγμα που θα προτάσσει μέτρα στήριξης της αγοράς εργασίας, του εισοδήματος των εργαζομένων και των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Η Ελλάδα πρέπει να επιταχύνει τη δημιουργία συνθηκών πλήρους, παραγωγικής, αξιοπρεπούς και ελεύθερα επιλεγμένης απασχόλησης. Υπάρχει σαφής ανάγκη να ενισχυθεί η κοινωνική συνοχή μέσω της προστασίας θεμελιωδών αρχών και δικαιωμάτων στην εργασία, με αξιοπρεπείς μισθούς, με εξασφάλιση ίσης αμοιβής για εργασία ίσης αξίας, με ισχυροποίηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και προώθηση πολιτικών διά βίου μάθησης και εκπαίδευσης, ώστε να διασφαλιστεί η ισότητα των φύλων και των διαφορετικών ηλικιακών και εκπαιδευτικών ομάδων στην κατανομή της ευημερίας. Η ρύθμιση (και όχι η περαιτέρω απορρύθμιση) των συνθηκών εργασίας στους τομείς των μισθών, του χρόνου εργασίας, της βελτίωσης της ισορροπίας μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής και της επαγγελματικής ασφάλειας και υγείας είναι κεντρικής σημασίας για την αποτελεσματική και χωρίς αποκλεισμούς προστασία της εργασίας.
(Ο Γιώργος Αργείτης είναι Καθηγητής ΤΟΕ ΕΚΠΑ, Επιστημονικός Διευθυντής ΙΝΕ ΓΣΕΕ)