Συμπληρώνονται σήμερα δέκα χρόνια από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, μια δολοφονία που αποτέλεσε τον καταλύτη για την εξάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης Χρυσή Αυγή και την καταδίκη της ηγεσίας της για συμμετοχή και διεύθυνση της οργάνωσης. Ήδη τα τελευταία χρόνια διεξάγεται μια μάχη για τη μνήμη και την Ιστορία. Για το τι συνέβη τον Σεπτέμβριο του 2013 και τους μήνες που προηγήθηκαν, πού οφείλονται και τι σημαίνουν τα εγκλήματα που διέπραξαν τα τάγματα εφόδου της Χρυσής Αυγής, ιδίως τη σκοτεινή περίοδο 2010-2013. Αυτή η μάχη για την Ιστορία είναι εξαιρετικά κρίσιμη για την αντιπαράθεση της δημοκρατίας με τον νεοφασισμό. Άλλοι θέλουμε να θυμόμαστε και άλλοι θέλουν να ξεχάσουμε την περίοδο που η Χρυσή Αυγή παρέλαυνε στους δρόμους δολοφονώντας, εκφοβίζοντας, βιαιοπραγώντας, απειλώντας.
Η στρατηγική της Χρυσής Αυγής μέχρι πριν από δέκα χρόνια ήταν να πλήττει τα στοχοποιημένα θύματά της αφήνοντας πίσω τη σφραγίδα της και όχι κρυπτόμενη, όπως αποδείχθηκε από δεκάδες εγκληματικές ενέργειες που διέπραξε, με σημαντικότερες τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και του Σαχζάντ Λουκμάν το 2013 και τις επιθέσεις κατά των Αιγύπτιων αλιεργατών το 2012 και κατά των συνδικαλιστών στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη το 2013, λίγες μέρες πρίν από τη δολοφονία του Φύσσα. Αυτή η στρατηγική, που επιβραβεύθηκε εκλογικά, δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί χωρίς την ανοχή της πολιτείας. Αν δεν είχε συλληφθεί στον τόπο του εγκλήματος ο δολοφόνος του Παύλου Φύσσα, ενδεχομένως η πορεία της Χρυσής Αυγής να ήταν εντελώς διαφορετική. Άλλωστε, δύο χρόνια μετά τη δολοφονία Φύσσα, η Χρυσή Αυγή αναδείχθηκε στις εκλογές του 2015 τρίτο σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμμα.
Η καταδίκη της ηγετικής ομάδας της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης τον Οκτώβριο του 2020 υπήρξε μία σημαντική νίκη απέναντι στη νεοναζιστική Ακροδεξιά. Ωστόσο, λιγότερο από τρία χρόνια αργότερα, οι νεοφασιστικές και μεταφασιστικές δυνάμεις επιστρέφουν με διαφορετικά πρόσωπα. Δεν πρόκειται μόνο για την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση των επιγόνων της Χρυσής Αυγής μετά τις εκλογές του περασμένου Ιουνίου, καθώς και δύο ακόμη ακροδεξιών, εθνικιστικών, ξενοφοβικών κομμάτων, αλλά και για την ανάκαμψη του ακροδεξιού λόγου σε συνάρτηση με δράσεις που θυμίζουν τα Τάγματα Εφόδου της Χρυσής Αυγής, όπως η δολοφονία του μετανάστη Σιζάρ Σαφτάρ στις 8 Αυγούστου και οι παρακρατικές πρωτοβουλίες των παρακρατικών «πολιτοφυλάκων» στον Έβρο με αφορμή τις πυρκαγιές.
Άρα διαπιστώνεται ότι τους τελευταίους μήνες, με ευθύνη πολλών θεσμικών και εξωθεσμικών κέντρων, η Ακροδεξιά ξαναβγαίνει στους δρόμους. Τα κρίσιμα ερωτήματα για τη βίαιη δράση της δεν έχουν απαντηθεί επαρκώς: Πώς θεμελιώθηκε η στρατηγική της Χρυσής Αυγής και των επιγόνων της που χρησιμοποίησε πολιτικά τη βία; Γιατί δολοφονούσε σε δημόσια θέα; Ποιοι γίνονταν μέλη των Ταγμάτων Εφόδου, πώς εκπαιδεύονταν και πώς δρούσαν; Ψάρευε από το έρεβος, όπως έχει ειπωθεί, η Χρυσή Αυγή ή στρατολογούσε ανθρώπους της διπλανής πόρτας, αποκαλύπτοντας αυτό που η Άρεντ αποκάλεσε "κοινοτοπία του κακού"; Άρα, ποιοι μηχανισμοί παράγουν τις στρατιές των νεοφασιστών και των υποστηρικτών τους; Πώς δημιουργείται αυτός ο ανθρωπολογικός τύπος; Πώς υποθάλπεται ο ρατσισμός, η βία, η μνησικακία;
Όμως τα ερωτήματα δεν εξαντλούνται στο επίπεδο της κοινωνίας, αλλά αφορούν και τη λειτουργία του κράτους: Πώς διαμορφώνονται οι νεοφασιστικοί θύλακες μέσα στο βαθύ κράτος, μέσα στην αστυνομία, τις μυστικές υπηρεσίες, ακόμη και στη δικαιοσύνη; Πώς είναι νοητό τo 2013 ο τότε γενικός γραμματέας της Κυβέρνησης να συνομιλεί φιλικά στο γραφείο του μέσα στη Βουλή, λίγο μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, με τον υπόδικο και μόλις αποφυλακισμένο Ηλία Κασιδιάρη, αναφερόμενοι σε μεθοδεύσεις που υποτίθεται ότι έγιναν εις βάρος της Χρυσής Αυγής; Ποιο νήμα συνδέει ακροδεξιές παρακρατικές οργανώσεις με τη Χρυσή Αυγή και τη δράση της;
Η επιστροφή της Ακροδεξιάς οφείλεται πρωτίστως σε μία διαδικασία σταδιακής παρακμής ή αποσάθρωσης της δημοκρατίας, για την οποία δεν ευθύνονται μόνο οι επιθέσεις από δεδηλωμένους εχθρούς της, αλλά και από τους υποτιθέμενους φίλους ή, συχνά, τους ίδιους τους λειτουργούς της. Η κρίση αντιπροσώπευσης, η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, η εργασιακή επισφάλεια, τα φαινόμενα κοινωνικού αποκλεισμού και η συρρίκνωση της μεσαίας τάξης τροφοδοτούν τα ακροδεξιά μορφώματα. Το πρόβλημα δεν εντοπίζεται μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη. Όσο δεν αντιμετωπίζονται αυτές οι συνθήκες η δύναμη της Ακροδεξιάς θα αυξάνεται.
Οι άτεχνες τροπολογίες της κυβέρνησης για τον εκλογικό αποκλεισμό πολιτικών κομμάτων που συνδέονται με καταδικασμένα μέλη της Χρυσής Αυγής όχι μόνο δεν απέτρεψαν την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση των «Σπαρτιατών», ως επιγόνων της Χρυσής Αυγής, αλλά στην πράξη αποτέλεσαν μία δωρεάν προεκλογική καμπάνια υπέρ της νεοφασιστικής Ακροδεξιάς, με αποτέλεσμα την εκλογή προσώπων που ήταν υποψήφιοι ή στελέχη των αποκλεισθέντων «Ελλήνων» του Η. Κασιδιάρη, νυν υποψήφιου δημάρχου Αθηναίων.
Η επιστροφή της Ακροδεξιάς οφείλεται, επίσης, στην "κανονικοποίηση" του λόγου της από κόμματα, πρόσωπα και ΜΜΕ του λεγόμενου δημοκρατικού τόξου, που για να προσεταιριστούν ακροδεξιούς ψηφοφόρους αναπαράγουν συνθήματα και θέσεις που παραδοσιακά ανήκουν στην ακροδεξιά ρητορεία. Πρόκειται για έναν λόγο που προσομοιάζει ή ταυτίζεται με τον νεοφασιστικό, εθνικιστικό, ρατσιστικό, ξενοφοβικό, σεξιστικό λόγο και που η εκφορά του από "συστημικές φωνές" πετυχαίνει τελικά το αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή να προετοιμάζει το έδαφος για τη μετακίνηση ψηφοφόρων προς την "αυθεντική", ασύδοτη Ακροδεξιά.
Τη σημαντικότερη άμυνα απέναντι στους εχθρούς του Συντάγματος και της δημοκρατίας δεν μπορεί να αποτελέσει η απαγόρευση της συμμετοχής τους στις εκλογές, όπως αποδείχθηκε τόσο στην Ελλάδα όσο και σε χώρες με ναζιστικό παρελθόν που εγκατέλειψαν σταδιακά το μοντέλο της μαχόμενης δημοκρατίας. Χρειάζεται η επίμονη και συστηματική πολιτική και κοινωνική τους απομόνωση, πολιτειακή παιδεία και απαξίωση του ακροδεξιού, εθνικιστικού και ρατσιστικού λόγου. Από την πλευρά της πολιτείας δεν έχουν γίνει ακόμη ουσιώδη βήματα σε αυτή την κατεύθυνση. Όμως τα χρονικά περιθώρια στενεύουν.
Η επέτειος των δέκα χρόνων από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα φωτίζει το αίτημα της ιστορικής μνήμης. Η υπόσταση κάθε κοινωνίας εξαρτάται από τη μνήμη αυτή, που διαμορφώνεται σε ένα αέναο πεδίο μάχης για το περιεχόμενο της Ιστορίας. Ταυτόχρονα φωτίζει το αίτημα αντίδρασης απέναντι στην επιστροφή του νεοφασισμού, που επανεμφανίζεται με νέα πρόσωπα.
(Ο Ξενοφών Κοντιάδης είναι συνταγματολόγος, καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο)