Το τελευταίο διάστημα παρατηρείται σημαντική κινητικότητα στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής και άμυνας της ΕΕ, όπως, για παράδειγμα, η πρόταση του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος να υπάρξει Ευρωπαίος Επίτροπος για την Άμυνα. Ανάλογη Επιτροπή θα προστεθεί και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Οι προτάσεις αυτές αντανακλούν τις αλλαγές που έφερε στην Ευρώπη ο πόλεμος στην Ουκρανία: δέκα χρόνια πριν στο τραπέζι ήταν η πρόταση της Γαλλίας να υπάρξει Επίτροπος για την Οικονομία, ώστε να είναι υπό τον έλεγχο του Ευρωκοινοβουλίου οι σημαντικές οικονομικές αποφάσεις και όχι, όπως συμβαίνει σήμερα, να εξαρτώνται απολύτως από ένα μη θεσμικό όργανο, όπως είναι το EuroGroup. Ανάλογες συζητήσεις γίνονται και για τη, μερική τουλάχιστον, κατάργηση της ομοφωνίας στα σχετικά θέματα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Αυτές οι προτάσεις δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν από μόνες τους τα δύο κομβικά θέματα που αντιμετωπίζει κάθε προσπάθεια νέου στρατηγικού σχεδιασμού της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής και άμυνας: πρώτον, την ανάγκη να ενταχθούν σε μια οργανική ενότητα τα εθνικά και τα ευρωπαϊκά συμφέροντα και δεύτερον την οριοθέτηση της σχέσης της Ευρώπης με την Αμερική.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο, είναι σαφές ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει μια ένωση κρατών και λαών που δεν έχουν ακόμη διαμορφώσει κοινή αντίληψη για τις εξωτερικές απειλές και το κοινό τους μέλλον. Δηλαδή, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί μία αυθύπαρκτη ενότητα με δυνάμει αυτοτελή «Ευρωπαϊκή κυριαρχία», εξακολουθεί να είναι και μία σύνδεση κρατών, που διατηρούν ως κόρη οφθαλμού την αυτοτελή, δική τους εθνική ανεξαρτησία. Αυτό δεν είναι προσωρινό φαινόμενο. Ακόμη και η υποθετική μελλοντική δημιουργία ενός ευρωπαϊκού δήμου, ως φορέα της ευρωπαϊκής κυριαρχίας, δεν θα σημαίνει την εξάλειψη των εθνικών και πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων των Κρατών Μελών και την διπλή νομιμοποίηση της ΕΕ ως αυθύπαρκτης συμπολιτείας αλλά και ως ένωσης κρατών και λαών.
Προϋπόθεση όμως για να έχει υπόσταση η Ευρώπη στην διεθνή σκηνή είναι να βρεθεί τουλάχιστον ένας κοινός βηματισμός. Άλλωστε, κατά το γνωστό ευφυολόγημα του Προέδρου Γιούνκερ, δύο είδη κρατών έχει αυτή τη στιγμή η Ένωση: μικρά κράτη και κράτη που δεν έχουν ακόμη συνειδητοποιήσει ότι είναι μικρά. Έχουν γίνει βήματα προς την κατεύθυνση αυτή: Όπως είπε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο όταν η Ε.Ε τιμήθηκε με το Νόμπελ Ειρήνης το 2012, το ευρωπαϊκό εγχείρημα έδειξε «ότι είναι δυνατό για λαούς και έθνη να ενωθούν πέρα από τα σύνορα» και «ότι είναι δυνατό να ξεπεραστούν οι διαφορές ανάμεσα σε «αυτούς» και «εμάς».
Παρόλα αυτά, όσο δεν έχουν ακόμη αποκρυσταλλωθεί οι γενικές αρχές της εξωτερικής πολιτικής στο πλαίσιο μιας κοινής αντίληψης απειλών και μεθόδων διαχείρισης τους, είναι πρόωρη η εγκατάλειψη της ομοφωνίας στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας. Ειδικά χώρες όπως η δική μας, που απειλείται άμεσα από άλλη χώρα μέλος του ΝΑΤΟ, πρέπει να επενδύσει στην κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική και άμυνα, διατηρώντας όμως ως έσχατη λύση το δικαίωμα για βέτο, όταν απειλούνται εθνικά συμφέροντα.
Το δεύτερο μεγάλο ζήτημα είναι η διαλεκτική της εξάρτησης και του απογαλακτισμού από την ασφυκτική συχνά «προστασία» των ΗΠΑ. Σε πολύ μεγάλο βαθμό η εξωτερική πολιτική της Ένωσης, στο βαθμό που είναι «κοινή», εξακολουθεί να είναι παράρτημα της αμερικανικής. Και όμως, στρατηγικά τα συμφέροντα των δύο εταίρων δεν ταυτίζονται. Έγραφε σχετικά ο Κίσσινγκερ στο Magnus Opus του, την Διπλωματία, ότι μία πραγματική πολιτική ένωση της Ευρώπης είναι στρατηγικά επικίνδυνη για τις ΗΠΑ, γιατί θα τις μετέτρεπε «σε ένα νησί στις ακτές της Ευρασίας».
Το 2000, ο Λόρδος Τζορτζ Ρόμπερτσον, τότε γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, τόνιζε αυτή τη διάσταση της αμερικανικής πολιτικής: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες πάσχουν από ένα είδος σχιζοφρένειας. Από τη μια πλευρά, λένε: «Εσείς οι Ευρωπαίοι πρέπει να σηκώσετε περισσότερα αμυντικά βάρη». Όταν γίνεται μια παρόμοια προσπάθεια, οι Αμερικανοί πάλι διαμαρτύρονται: «Για μισό λεπτό, προσπαθείτε να μας πείτε go home;»» Στην πραγματικότητα η αμερικανική πολιτική δεν είναι καθόλου σχιζοφρενής: οι Ηνωμένες Πολιτείες διαχρονικά χρησιμοποιούν την τεράστια επιρροή τους για να εμποδίσουν τις προσπάθειες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια στρατηγικά αυτόνομη Ευρώπη.
Όσες φορές η ΕΕ επιχείρησε τον απογαλακτισμό, τα βήματα ήταν δειλά και εγκαταλείφθηκαν σχεδόν αμέσως. Όταν, για παράδειγμα, ο Πρόεδρος Τραμπ κατήγγειλε μονομερώς την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν και ανήγγειλε κυρώσεις για όσες εταιρίες θα συναλλάσσονταν με το τελευταίο, η Γαλλία και η Γερμανία με την υποστήριξη και του Η.Β. αποφάσισαν να αντιδράσουν, θεσπίζοντας ένα νέο σύστημα συναλλαγών, το «Όχημα Υποστήριξης Εμπορικών Ανταλλαγών» (instex), που στόχευε να επιτρέψει σε ευρωπαϊκές εταιρίες να έχουν εμπορικές σχέσεις με το Ιράν χωρίς προσφυγή στο δολάριο. Επτά ακόμη κράτη της ΕΕ, προσχώρησαν στο μηχανισμό αυτό. Τον Μάρτιο του 2020, η εναρκτήρια συναλλαγή της Instex υποστήριξε την πώληση ιατρικών προϊόντων στο Ιράν. Η πρώτη αυτή εμπορική πράξη ήταν και η τελευταία. Η κυριαρχία των ΗΠΑ στο διεθνές πιστωτικό και οικονομικό σύστημα και ο φόβος των ευρωπαϊκών εταιριών για αμερικανικές κυρώσεις απετέλεσε το βασικό λόγο αδρανοποίησης του Instex .
Και όμως, μία Ευρωπαϊκή Ένωση, με αυτόνομη εξωτερική πολιτική και άμυνα, θα αποτελούσε εγγύηση για την διατήρηση της ως παγκόσμιου παίκτη, για την αποτροπή ενός νέου ψυχρού πολέμου αλλά και για την ελληνική ασφάλεια. Θα πρέπει όμως να είναι πράγματι στρατηγικά αυτόνομη η ευρωπαϊκή άμυνα και όχι απλώς «καθρέφτης» ή πυλώνας του ΝΑΤΟ. Για να το θέσω όσο πιο απλά γίνεται, το κρίσιμο ερώτημα είναι: θα επικρατήσει η γαλλική αντίληψη, περί «ευρωπαϊκής κυριαρχίας», ή οι φιλοατλαντικές αντίθετες απόψεις Πολωνίας και Βαλτικών χωρών, που συχνά συγχρονίζονται με το Ηνωμένο Βασίλειο; Εάν επικρατήσει η πρώτη, υπό προϋποθέσεις η ΕΕ θα μπορέσει να αποτελέσει αυτόνομο εξισορροπιστικό πόλο στη διεθνή σκηνή, ανάμεσα σε ΗΠΑ, Κίνα και Ρωσία.
Εάν επικρατήσει η δεύτερη, το πιθανότερο είναι ότι το μέλλον κρύβει μια δυστοπική επανάληψη του Ψυχρού Πολέμου, με στενότερη προσέγγιση Ρωσίας-Κίνας και δραματική ένταση των διεθνών ανταγωνισμών. Ενόψει του παραπάνω διλήμματος, πρέπει να επαναληφθεί ότι τα μακροπρόθεσμα στρατηγικά συμφέροντα ΗΠΑ και Ευρώπης δεν ταυτίζονται, αν και θα μπορούσαν να είναι συμβατά στο πλαίσιο μιας συνετής μακροπρόθεσμης στρατηγικής, βασισμένης στη σύγκλιση συμφερόντων. Για παράδειγμα, οι πρώτες κερδίζουν οικονομικά και γεωστρατηγικά από τη συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία και, σε κάθε περίπτωση, δεν υφίστανται στον ίδιο βαθμό με τα ευρωπαϊκά κράτη τις συνέπειές του. Ενόψει του αναμφισβήτητου αυτού γεγονότος, δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη της στρατηγικής αναπηρίας της Ευρώπης από την εκκωφαντική έλλειψη οποιουδήποτε ευρωπαϊκού σχεδίου ειρήνης για την Ουκρανία. Είναι δυνατόν τα μόνα σχέδια για το τέλος του πολέμου να προέρχονται από τη Βραζιλία, την Ινδία, την Κίνα και τη Σαουδική Αραβία;
Ο αντίλογος είναι ότι η στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης ήταν δύσκολη και πριν από τον πόλεμο, τώρα φαίνεται να είναι αντίθετη με το ιστορικό ρεύμα που διαμορφώνεται με την ενίσχυση του ΝΑΤΟ με νέες χώρες, όπως η Σουηδία και η Φινλανδία. Και όμως, η ανάλυση αυτή είναι επιφανειακή και εσφαλμένη. Το παγκόσμιο σύστημα διεθνών σχέσεων δεν είναι πλέον διπολικό, όπως κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, ή μονοπολικό, όπως ήταν μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και τη βραχύβια Pax Americana. Το νέο πολυπολικό γεωστρατηγικό περιβάλλον παρέχει στις χώρες που αισθάνονται ότι έχουν αποκτήσει περιφερειακή ισχύ –κατ’ εξοχήν περίπτωση αυτή της Τουρκίας– τη δυνατότητα να διεκδικήσουν αυτονομία κινήσεων. Πολύ μεγαλύτερα περιθώρια αυτόνομης παρουσίας και στρατηγικής έχει η Ευρωπαϊκή Ένωση, της οποίας η οικονομία είναι απολύτως συγκρίσιμη με αυτή των ΗΠΑ και ήδη δαπανά (ως άθροισμα των εθνικών αμυντικών δαπανών) πάνω από 200 δις Ευρώ.
Το όλο εγχείρημα εξαρτάται από τον εν γένει εκδημοκρατισμό των ευρωπαϊκών θεσμών και την υιοθέτηση μιας εξωτερικής πολιτικής προσανατολισμένης στην ειρήνη και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Όπως έγραψε πρόσφατα ένας θεωρητικός, η Ευρώπη πρέπει να φτιάξει ένα στρατό στον οποίο οι πολίτες της να θέλουν να ενταχθούν. Για το λόγο αυτό, το φιλειρηνικό κίνημα οφείλει να δώσει ξανά το «παρών». Δεν είναι μόνον οι κινήσεις των κρατών αλλά και η αφύπνιση των πολιτών και των λαών που πρέπει να απαντήσει στο ερώτημα προς τα που πάει η Ευρώπη.
Πριν να είναι πολύ αργά.
(Ο Γιώργος Κατρούγκαλος είναι Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου, Ανεξάρτητος Εμπειρογνώμονας ΗΕ, Πρώην Υπουργός Εξωτερικών)