Η θετική εναλλακτική θα προκύψει δύσκολα και θα πάρει χρόνο, καθώς έχει πολλές προϋποθέσεις ταυτόχρονα σε εθνικό και διεθνικό και υπερεθνικό επίπεδο.
Οι ευρωεκλογές τελείωσαν, αλλά οι συνέπειές τους φαίνεται πως θα μας απασχολήσουν για πολύ και σε πολλά επίπεδα.
Η αναμενόμενη (ακρο)δεξιά εκλογική και πολιτική στροφή
Το Ευρωκοινοβούλιο που προέκυψε την περασμένη Κυριακή επιβεβαιώνει τις προβλέψεις που σχεδόν όλοι έκαναν πριν τις ευρωεκλογές για μια απότομη δεξιά στροφή στην ΕΕ, αλλά κανείς δεν έκανε το παραμικρό για να την αποτρέψει. Σε μια διαδικασία με συγκριτικά αυξημένη συμμετοχή -την υψηλότερη από τη μεγάλη προς ανατολικά διεύρυνση του 2004[1]- ο μεγάλος νικητής είναι από κάθε άποψη η δεξιά και, κυρίως, η ακροδεξιά (Γράφημα 1).
Αμιγώς εκλογικά, η ακροδεξιά με την ευρεία έννοια -δηλαδή στις δύο εκδοχές της (ECR/Συντηρητικοί και ID/Ακροδεξιοί)[2]- πέτυχε μια σημαντική αύξηση των εδρών της, αφού οι δύο ομάδες μαζί έχουν συνολικά 16 έδρες περισσότερες σε σύγκριση με το απερχόμενο ευρωκοινοβούλιο (Πίνακας 1). Μάλιστα, η πραγματική δύναμη της ακροδεξιάς είναι σημαντικά μεγαλύτερη, αφού σε αυτή πρέπει κανείς να προσθέσει τις 17 έδρες (συν 2 σε σύγκριση με το απερχόμενο ευρωκοινοβούλιο) του γερμανικού AfD, καθώς και άλλων μικρότερων ακροδεξιών κομμάτων που είτε δεν εντάσσονται σε ομάδα (αυτό ίσχυε π.χ. για τους ευρωβουλευτές της Χρυσής Αυγής) είτε πρόκειται για κόμματα που εισήλθαν μόλις στο ευρωκοινοβούλιο και ακόμα δεν έχουν προσμετρηθεί στις ομάδες του ευρωκοινοβουλίου (αυτό ισχύει π.χ. αυτή τη στιγμή για τα ελληνικά κόμματα «Νίκη» και «Φωνή Λογικής»).
Στον αντίποδα, τις μεγαλύτερες ήττες υπέστησαν οι Φιλελεύθεροι και οι Πράσινοι, που έχασαν πάνω από το ένα τέταρτο της κοινοβουλευτικής τους δύναμης. Μόνη η σημαντική ήττα του κόμματος Macron στη Γαλλία στοίχισε στους Φιλελεύθερους 10 έδρες, ενώ η θεαματική εκλογική πτώση των Πρασίνων της Γερμανίας στοίχισε στην ευρωπαϊκή τους οικογένεια 9 έδρες. Μικρότερες απώλειες κατέγραψαν οι Σοσιαλιστές, σε μεγάλο βαθμό χάρη στη μερική ανάκαμψη του γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (+6 έδρες σε σύγκριση με το 2019) και του ιταλικού Δημοκρατικού Κόμματος (+6 έδρες), που εξισορρόπησαν μικρότερες απώλειες αλλού. Τέλος, η ομάδα της Αριστεράς παραμένει σταθερή, παρά τις εσωτερικές διακυμάνσεις στις επιδόσεις των επιμέρους εθνικών κομμάτων που ανήκουν σε αυτή σε σύγκριση με το 2019. Πρόκειται για διακυμάνσεις που δεν μετέβαλαν το συνολικό άθροισμα των εδρών της ομάδας, ενδέχεται όμως να έχουν πολιτικές επιπτώσεις στις ισορροπίες στο εσωτερικό της, με την ανάδυση νέων ισχυρών «παικτών» στο εσωτερικό της.
Η ισορροπία δυνάμεων και η απουσία πολιτικά βιώσιμης εναλλακτικής
Τα παραπάνω έχουν μια άμεση και μια πιο μακροπρόθεσμη συνέπεια.
Άμεσα, καθορίζουν τα σενάρια για τη νέα πλειοψηφία στο ευρωκοινοβούλιο και, κατ’ επέκταση, την ατζέντα και τις πολιτικές αποφάσεις. Οι επιλογές μέχρι στιγμής δεν φαίνονται ενθαρρυντικές. Μόνο του το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα μαζί με τους παραδοσιακούς «γειτονικούς» του εταίρους (Φιλελεύθερους) δεν επαρκεί για το σχηματισμό πλειοψηφίας. Το ίδιο ισχύει και αν στην εξίσωση προστεθούν οι Πράσινοι. Από την άλλη πλευρά, ομοίως, ακόμα χαμηλότερη -και μη επαρκής για το σχηματισμό πλειοψηφίας- είναι η «κόκκινη-κόκκινη-πράσινη» συμμαχία μεταξύ Αριστεράς, Σοσιαλιστών και Πρασίνων.
Οι δυνατοί συνδυασμοί που διαφαίνονται αυτή τη στιγμή -πάντα με την επιφύλαξη μετατοπίσεων, ιδίως των νεοεκλεγέντων ή μη ενταγμένων ευρωβουλευτών- είναι βασικά δύο (Πίνακας 2). Είτε θα γίνει ένας «υπερ-μεγάλος συνασπισμός», δηλαδή ΕΛΚ, Σοσιαλιστές, Φιλελεύθεροι και Πράσινοι, είτε ένας αμιγώς δεξιός συνασπισμός ΕΛΚ, Φιλελεύθερων, Πρασίνων με την προσθήκη της «λάιτ» ακροδεξιάς των Συντηρητικών (ECR). Υπάρχει βέβαια πάντα και το μαθηματικά εφικτό -αλλά πολιτικά ευτυχώς μάλλον όχι πιθανό, τουλάχιστον σε αυτή τη θητεία- σενάριο ενός κεντρο-/ακρο-δεξιού συνασπισμού ΕΛΚ, Φιλελευθέρων, ECR και της «καθαρόαιμης» ακροδεξιάς (ID).
Τα μαθηματικά δεν θα μείνουν και χωρίς πολιτικές προεκτάσεις. Είναι προφανές ότι η συμμετοχή της ακροδεξιάς, έστω και στην «λάιτ» εκδοχή της (ECR), στην πλειοψηφία του ΕΚ θα επηρεάσει καταλυτικά τις προτεραιότητες και το περιεχόμενο των πολιτικών που θα ασκηθούν, ιδίως σε θέματα όπως η μετανάστευση, τα έμφυλα δικαιώματα κ.λπ. Από την άλλη πλευρά, και το σενάριο του «υπερ-μεγάλου συνασπισμού», αν και αποτρέπει -προς ώρας τουλάχιστον- τη συμμετοχή της ακροδεξιάς στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία, θα αφήσει ως μόνη προοδευτική αντιπολίτευση την μικρή σε δυνάμεις ομάδα της Αριστεράς, ενώ την ίδια στιγμή η συνολική ακροδεξιά, ελέγχοντας πάνω από το ένα πέμπτο (ενδεχομένως και το ένα τέταρτο) των εδρών του ευρωκοινοβουλίου, θα είναι σε θέση να ασκεί πολύ μεγάλη πίεση στην κατεύθυνση των πολιτικών αποφάσεων του ΕΚ.
Μακροπρόθεσμα και εκτός ευρωκοινοβουλίου, η διαρκής συρρίκνωση -έστω και με επιμέρους διακυμάνσεις ή μεταβολές στην εσωτερική ισορροπία δυνάμεων- του αριστερού και προοδευτικού χώρου συνολικά, δημιουργεί μία συνθήκη απουσίας εναλλακτικής, αφήνοντας κρίσιμο χώρο στην ακροδεξιά και μετασχηματίζοντας συνολικά επί το δεξιότερο και επί το αυταρχικότερο το πολιτικό τοπίο. Άλλωστε, τον μετασχηματισμό και τη νεοφιλελεύθερη στροφή της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας των προηγούμενων χρόνων, που σε μεγάλο βαθμό εξηγεί και την διαρκή πτώση της από το τέλος της δεκαετίας του 1990 και εξής, ακολούθησε η σημαντική μετατόπιση μεγάλου τμήματος των Πρασίνων, με χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα τα τελευταία χρόνια το άλλοτε κραταιό κόμμα της Γερμανίας που πληρώνει το τίμημα της γραμμής περί «αλλαγής εποχής» (Zeitenwende) του κυβερνητικού συνασπισμού της χώρας. Ενώ, τέλος, και η Αριστερά δεν είναι αμέτοχη του μετασχηματισμού: όχι μόνο λόγω της επί το μετριοπαθέστερο στροφής που έκαναν όσα κόμματα της οικογένειας αναδείχθηκαν από τη δεκαετία της κρίσης και μετά σε κυβερνητικές θέσεις (με χαρακτηριστικότερο, αλλά όχι μοναδικό παράδειγμα τον ΣΥΡΙΖΑ), αλλά κυρίως λόγω της νέας τάσης μιας «αυταρχικής Αριστεράς (;)», όπως εκφράζεται κατ’ εξοχήν αλλά όχι αποκλειστικά από το νέο κόμμα της Sahra Wagenknecht στη Γερμανία.
Ευρωεκλογές καταλύτης και εθνικών εξελίξεων
Την ίδια στιγμή, η ιδέα ότι οι ευρωεκλογές είναι μια μάλλον αδιάφορη διαδικασία, μια μικρή παρένθεση στην πολιτική κανονικότητα των κρατών-μελών ανήκει οριστικά στο παρελθόν. Ο χαρακτήρας τους ως εκλογών «δεύτερης τάξης» -για τον οποίο έχουν γραφτεί πολλά που δεν είναι εδώ ο χώρος να συζητηθούν- δεν σημαίνει ότι δεν παράγουν πολιτικά αποτελέσματα. Ίσα-ίσα, σε ένα ούτως ή άλλως διαρκώς ρευστοποιούμενο, όπως είδαμε, πολιτικό τοπίο σχεδόν σε όλες τις χώρες της ΕΕ, με υποχώρηση των κομματικών ταυτίσεων, απαξίωση και εκλογική κάμψη ή, ενίοτε, και κατάρρευση των άλλοτε κραταιών κομμάτων εξουσίας κ.ο.κ., το παραδοσιακά ευνοϊκό παράθυρο ευκαιρίας των ευρωεκλογών για την έκφραση της διαμαρτυρίας των πολιτών πλέον κλείνει δυσκολότερα μετά το πέρας τους.
Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμά είναι, ασφαλώς, οι πρόωρες εκλογές στη Γαλλία, μετά την ηχηρή ήττα του κόμματος του προέδρου Macron και τη σαρωτική νίκη της ακροδεξιάς, οι οποίες μάλιστα προκαλούν και σημαντικές ανασυνθέσεις στο κομματικό τοπίο της χώρας: όχι μόνο με το «Νέο Λαϊκό Μέτωπο» των τεσσάρων κομμάτων (Ανυπότακτη Γαλλία, Σοσιαλιστικό Κόμμα, Πράσινοι και Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα), που στις εθνικές εκλογές του 2022 σχημάτισαν τη «Νέα Οικολογική και Κοινωνική Λαϊκή Ένωση» (NUPES), αλλά και με το άνοιγμα του ηγέτη της παραδοσιακής γκωλικής Δεξιάς προς το κόμμα της Marine Le Pen και την επεισοδιακή καθαίρεσή του.
Ωστόσο, μικρότερης εμβέλειας παραδείγματα, που ενδεχομένως δεν απασχολούν εξίσου τη διεθνή ειδησεογραφία υπάρχουν και αλλού. Ενδεικτικά, στην Ισπανία, η αντιπρόεδρος της χώρας και ηγέτιδα του άλλοτε πολύ ελπιδοφόρου συνασπισμού κομμάτων της Αριστεράς και των Πρασίνων (Sumar) παραιτήθηκε μετά το απρόσμενα κακό αποτέλεσμα (από 12,3% στις εθνικές εκλογές του 2023 μόλις 4,7% στις ευρωεκλογές). Στην Ελλάδα αφ’ενός ο -έστω περιορισμένος- κυβερνητικός ανασχηματισμός και τα σενάρια για πρόωρες εκλογές (μετά την πτώση του κυβερνώντος κόμματος από το 41% των εθνικών εκλογών του 2023 στο 28%) και αφ’ ετέρου η συζήτηση για κάποιου είδους ανασύνθεση ή, έστω, συνεργασία του προοδευτικού χώρου και η ταυτόχρονη εσωτερική κρίση τουλάχιστον των δύο μεγαλύτερων κομμάτων που τον απαρτίζουν (ΣΥΡΙΖΑ/ΠΑΣΟΚ) επίσης είναι παραδείγματα της καταλυτικής παρέμβασης των ευρωεκλογών. Και βέβαια, με τις εκλογές του Σεπτεμβρίου σε τρία κρίσιμα κρατίδια της Ανατολικής Γερμανίας, που αποτελούν προνομιακή περιοχή για το ακροδεξιό AfDαλλά και για το νέο κόμμα της Sahra Wagenknechtνα πλησιάζουν, σε μια στιγμή που ο ομοσπονδιακός κυβερνητικός συνασπισμός περί τον καγκελάριο Scholz υπέστη σημαντικές απώλειες στις ευρωεκλογές, είναι σαφές πως ούτε στη Γερμανία μπορούν να αποκλειστούν εξελίξεις.
Συμπερασματικά: ρευστότητα χωρίς ορατή (θετική) εναλλακτική
Η μακρόχρονη πολιτική κρίση στην Ευρώπη, τόσο σε εθνικό όσο και σε υπερεθνικό επίπεδο, αυτή τη φορά έκανε την παρουσία της αισθητή με εκκωφαντικό τρόπο. Το σενάριο που όλοι, τουλάχιστον σε επίπεδο ρητορικής, ξορκίζανε πριν τις εκλογές είναι εδώ. Και προς το παρόν τουλάχιστον, ούτε η εκλογική αριθμητική ούτε η πολιτική ρητορική ή οι υφιστάμενες ηγεσίες δεν γεννούν αισιοδοξία πως θα βρεθεί μια θετική εναλλακτική στο ορατό μέλλον.
Η ίδια η ατζέντα που κυριαρχεί σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, με το νέο -πολύ χειρότερο ως προς τα δικαιώματα όσων επιχειρούν να εισέλθουν στην ΕΕ- Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου να είναι ένα από τα τελευταία «επιτεύγματα» της προηγούμενης κοινοβουλευτικής περιόδου και τη στρατιωτικοποίηση και τις πολεμικές προετοιμασίες να είναι το υπ’ αριθμόν ένα θέμα της νέας, δείχνει ότι η εικόνα της «απότομης δεξιάς στροφής» ολοκληρώνεται. Και, το χειρότερο, ενσωματώνει και απορροφά και μεγάλα τμήματα της υποτιθέμενης προοδευτικής εναλλακτικής, που ασπάζονται το νέο κυρίαρχο (συντηρητικό) consensus.Άλλωστε, ήδη στα διακυβερνητικά όργανα της ΕΕ (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και Συμβούλιο της ΕΕ), όπου η ανάγκη συναινέσεων είναι λόγω της αρχιτεκτονικής τους πολύ ισχυρότερη, μετέχουν κυβερνήσεις όπως αυτές της Ουγγαρίας, της Ιταλίας, της Σουηδίας και της Τσεχίας, ενώ οι πρόωρες γαλλικές εκλογές δεν αποκλείεται να προσθέσουν και μια εκ των δύο υπερδυνάμεων της ΕΕ στη λίστα αυτή. Όσο για τη νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα πράγματα δεν είναι πολύ καλύτερα: οι επίτροποι προτείνονται ούτως ή άλλως από τα κράτη-μέλη, ενώ η ίδια η πρόεδρός της και εκ νέου υποψήφια για το αξίωμα, Ursula von der Leien, δεν παρέλειψε ως γνωστόν να κάνει τα κατάλληλα ανοίγματα προς την ακροδεξιά.
Η θετική εναλλακτική θα προκύψει δύσκολα και θα πάρει χρόνο, καθώς έχει πολλές προϋποθέσεις ταυτόχρονα σε εθνικό και διεθνικό και υπερεθνικό επίπεδο. Πρώτον και κυρίως, την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών μέσα από τη διατύπωση μιας πραγματικά εναλλακτικής πολιτικής πρότασης έναντι του κυρίαρχου σήμερα διλήμματος μεταξύ κεντρο- και ακρο-δεξιάς, το θάρρος των προοδευτικών δυνάμεων να αμφισβητήσουν αυτό που σήμερα παρουσιάζεται ως το νέο consensus σε θέματα π.χ. όπως η στρατιωτικοποίηση της Ευρώπης και την ευρηματικότητα στη διατύπωση τολμηρών προτάσεων που θα ανοίγουν παράθυρο στο μέλλον. Δεύτερον και ίσως εξαιρετικά δύσκολο και περίπλοκο, την επίτευξη της συνεργασίας και της ενότητας τόσο στο εσωτερικό κάθε χώρας όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο εντός κάθε πολιτικής οικογένειας και μεταξύ των οικογενειών. Η προσπάθεια αυτή είναι αντικειμενικά ευάλωτη σε συγκυριακούς παράγοντες και στις διαφορετικές χρονικότητες και προτεραιότητες μεταξύ των διαφορετικών χωρών, καθώς είμαστε μάρτυρες ενός μεγάλου παράδοξου, στο οποίο πρέπει να τεθεί τέλος: η εξ ορισμού εθνικιστική ακροδεξιά έχει επιτύχει πολύ υψηλότερα επίπεδα συντονισμού και συνεργασίας και στην Ευρώπη και διεθνώς από την εξ ορισμού διεθνιστική και κοσμοπολίτικη αριστερά. Τρίτον, τη διατύπωση ενός νέου σχεδίου και για την αρχιτεκτονική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ευρύτερα για τη συγκρότηση της διεθνούς κοινότητας. Η απάντηση εδώ δεν είναι ούτε εύκολη ούτε προφανής, καθώς η πολιτική ρευστότητα δεν επιτρέπει ασφαλείς θεσμικές διευθετήσεις, ωστόσο είναι σαφές ότι η σημερινή συγκρότηση της Ευρώπης δεν ευνοεί προοδευτικές -πολύ περισσότερο αριστερές- μετατοπίσεις. Και τέλος, η επιτυχία αυτής της προσπάθειας θα εξαρτηθεί και από την ύπαρξη πολιτικών υποκειμένων, συλλογικών αλλά και ατομικών σε επίπεδο ηγεσίας, με αντοχή, συνέπεια, πολιτικό όραμα και, κυρίως, ισχυρό αίσθημα ηθικής ευθύνης έναντι του κινδύνου επανάληψης του δράματος του μεσοπολέμου.
(Η Δανάη Κολτσίδα είναι νομικός-πολιτική επιστήμονας)
[1] Η διεύρυνση του 2004 συνέβαλε, λόγω της ιδιαίτερα χαμηλής συμμετοχής που καταγράφονταν στα νέα κράτη μέλη, στην περαιτέρω μείωση της συμμετοχής πανευρωπαϊκά.
[2] Τα όρια των δύο ομάδων είναι αρκετά σχηματικά. Στην ECR ανήκουν, μεταξύ άλλων, το κόμμα της Ιταλίδας πρωθυπουργού, Gorgia Meloni (Fratelli d’Italia), το ισπανικό VOX, το μέχρι πρότινος κυβερνόν κόμμα της Πολωνίας (PiS), ο μείζων εταίρος του κυβερνητικού συνασπισμού στη Σουηδία (Σουηδοί Δημοκράτες/Sverigedemokraterna) κ.ά. Από την Ελλάδα σε αυτό το κόμμα ανήκει η Ελληνική Λύση. Στην πιο «σκληρά» ακροδεξιά ομάδα ανήκει το κόμμα της Marine Le Pen (Rassemblement National), η ιταλική Λέγκα, το αυστριακό FPÖ, ενώ και το κόμμα της γερμανικής ακροδεξιάς (Εναλλακτική για τη Γερμανία/Alternative für Deutschland) ανήκε στην ομάδα αυτή, μέχρι την εσπευσμένη αποβολή του λίγες μέρες πριν τις ευρωεκλογές, λόγω των σκανδάλων που αποκαλύφθηκαν σε βάρος του επικεφαλής του ψηφοδελτίου του.