Μετά από μια σειρά από απανωτές κλιματικές καταστροφές που συγκλόνισαν τις κυβερνήσεις και κοινωνίες στον οικονομικά ανεπτυγμένο κόσμο μας, θα είναι το 2021 η αρχή του τέλους της μεγαλύτερης υπαρξιακής κρίσης για την ανθρωπότητα;
Όσο η Ελλάδα πλησιάζει προς την απολιγνιτοποίηση, το κλείσιμο δηλαδή όλων των λιγνιτικών μονάδων, τόσο μεγαλύτερη γίνεται η πρόκληση για μηδενισμό των εκπομπών που αλλάζουν το κλίμα και πλήρη απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, κάρβουνο,αέριο και πετρέλαιο. Η πρόκληση αυτή εννοείται πως δεν αφορά μόνο την ωραία μας Ελλάδα, αλλά τον κόσμο ολόκληρο.
Μικρή ιστορία του κάρβουνου που περνάει στην ιστορία
Ορυκτό κάρβουνο (ή γαιάνθρακας): Ο ορυκτός άνθρακας που χρησιμοποιείται ως καύσιμο. Τα γνωστότερα είδη ορυκτού κάρβουνου είναι ο λιγνίτης (που εξορύσσεται ακόμα σε λιγνιτωρυχεία στην Ελλάδα και σε πάρα πολλές άλλες περιοχές του πλανήτη), ο λιθάνθρακας, και ο ανθρακίτης. Η διαφορά τους αφορά κατά βάση στην περιεκτικότητα κάθε είδους σε άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο.
Μια φορά κι έναν καιρό, περίπου 4 χιλιάδες χρόνια πριν, ένας άνθρωπος στο βάθος της Κίνας σκέφτηκε ότι αν έκαιγε τη μαύρη πέτρα που είδε μπροστά του μπορεί να κατάφερνε να ζεσταθεί. Την άναψε και τα κατάφερε: το κάρβουνο αυτό μπορούσε να παράγει ωραία και βολική ζέστη.
Δεν ήταν όμως μόνο οι Κινέζοι που χρησιμοποιούσαν το κάρβουνο, αλλά και οι Βρετανοί. Μάλιστα, η ιστορία μας λέει πως οι ρωμαίοι κατακτητές έφεραν κάρβουνο στη Ρώμη για να ζεσταίνουν νερό στα δημόσια λουτρά, χρήση που ξεχάστηκε όταν έπεσε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ειδικά στη Βρετανία, ο ορυκτός άνθρακας ήταν το καύσιμο της βιομηχανικής επανάστασης, καθώς άναψε τις πρώτες μηχανές εσωτερικής καύσης και έδωσε ώθηση στην αλματώδη ανάπτυξη εργοστασίων μαζικής παραγωγής προϊόντων και μηχανών. Μέσα στη βιομηχανική επανάσταση, αναδύθηκε και το πετρέλαιο, που έκανε πλέον πραγματικότητα την αυτοκίνηση και αντικατέστησε τις αργές μετακινήσεις με τα πόδια ή με ζώα.
Η ιστορία μας λέει πως ο πρώτος ηγεμόνας που απαγόρευσε την καύση λιθάνθρακα ήταν ο Ερρίκος Ι της Αγγλίας. Αν και ο λόγος δεν ήταν οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, εντούτοις το βαρύ ρυπαντικό φορτίο του κάρβουνου ήταν ορατό στη Βρετανία του 13ου αιώνα και οι επιπτώσεις στην υγεία επίσης. Έτσι, κατά τον λαϊκό θρύλο, ο βασιλιάς απαγόρευσε με αυστηρές ποινές την καύση κάρβουνου παρακινημένος από τη γυναίκα του που δεν άντεχε τον «ανυπόφορο καπνό του θαλάσσιου κάρβουνου».
Μερικούς αιώνες αργότερα, τον 19ο αιώνα, διατυπώθηκαν οι πρώτες επιστημονικές ανησυχίες για τον ρόλο του διοξειδίου του άνθρακα που εκπέμπονται από την καύση κάρβουνου και πετρελαίου: το 1896, ο φυσικοχημικός Σβάντε Αρένιους (SvanteArrhenius) δημοσίευσε μια μεγάλη μελέτη στην οποία απέδειξε πως «εάν η ποσότητα του ανθρακικού οξέος αυξηθεί με γεωμετρική πρόοδο, η αύξηση της θερμοκρασίας θα αυξηθεί με σχεδόν αριθμητική πρόοδο».
Χρωστάμε στα ορυκτά καύσιμα των περασμένων αιώνων μεγάλο μέρος της οικονομικής ανάπτυξης και των επιστημονικών επιτευγμάτων της ανθρωπότητας. Χρωστάμε όμως και τη μεγαλύτερη καταστροφή που απείλησε ποτέ τη ζωή στον πλανήτη όπως τη γνωρίζουμε: την κλιματική κρίση. Αυτά τα ενεργειακά απολιθώματα πρέπει πλέον να περάσουν στην ιστορία.
Ήδη σε ολόκληρη την Ευρώπη κλείνουν οι ανθρακικές μονάδες η μια μετά την άλλη, καθώς λόγω του κόστους των κλιματικών τους εκπομπών δεν είναι πλέον επικερδείς. Καιρός να κλείσει συνολικά το κεφάλαιο των ορυκτών καυσίμων, που για την Ελλάδα περιλαμβάνει και τις εξορύξεις πετρελαίου και αερίου με σχέδια που αφορούν μεγάλες θαλάσσιες περιοχές στο Ιόνιο και τη νότια Κρήτη.
Κλιματική αλλαγή και ορυκτά καύσιμα
Κλιματική αλλαγή: Η διαρκής μεταβολή της θερμοκρασίας και των τυπικών καιρικών συνθηκών σε μια περιοχή, λόγω των ανθρωπογενών εκπομπών αερίων από διάφορες δραστηριότητες, με κυριότερη την καύση ορυκτών καυσίμων. Οι χρήσεις που συμβάλλουν στην κλιματική αλλαγή εκπέμπουν τα λεγόμενα «αέρια του θερμοκηπίου» (με ισχυρότερα το διοξείδιο του άνθρακα και το μεθάνιο).
Εκτός από την προφανή ρύπανση του αέρα που προκαλείται από την καύση κάρβουνου και πετρελαίου, η οποία έχει επισημανθεί από τους επιστήμονες εδώ και αιώνες, η μεγαλύτερη επίπτωσή τους στο περιβάλλον είναι η κλιματική: η καύση κάρβουνου (λιγνίτη, λιθάνθρακα και ανθρακίτη) και υδρογονανθράκων (πετρελαίου και ορυκτού αερίου) είναι η κυριότερη αιτία για την υπερθέρμανση του πλανήτη.
Αν και ο όρος «θέρμανση» ίσως ακούγεται βολικός, σαν να καθόμαστε άνετα στο σπίτι μας, η πραγματικότητα όμως είναι πως μιλάμε για πυρετό στον πλανήτη. Οι ήδη αισθητές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής που εξελίσσεται πλέον ταχύτατα είναι δραματικές: από την πλέον προφανή, που είναι το λιώσιμο των πολικών πάγων και άρα η άνοδος της στάθμης των θαλασσών, μέχρι παρατεταμένους και ανυπόφορους καύσωνες, απότομες αλλαγές στη θερμοκρασία και ακραία φαινόμενα όπως δραματικές χιονοπτώσεις που ακολουθούνται από απότομες θερμοκρασιακές μεταβολές, και μετακίνηση των εποχών. Όλα αυτά τα φαινόμενα σε κλιματική κλίμακα και όχι ως μεμονωμένες καιρικές εκδηλώσεις.
Να σημειώσουμε εδώ πως άλλο πράγμα είναι ο καιρός και άλλο το κλίμα: Ως «καιρό» περιγράφουμε συγκεκριμένα φαινόμενα, όπως μια καταιγίδα ή μια ζεστή μέρα, ένα γεγονός δηλαδή που συμβαίνει στην ατμόσφαιρα σε λίγες ώρες ή μέρες ή έστω εβδομάδες. Ως «κλίμα» περιγράφουμε τις μέσες καιρικές συνθήκες ενός τόπου ή ηπείρου ή του πλανήτη σε μεγάλες χρονικές περιόδους, 30 και περισσότερων ετών. Ως κλιματική αλλαγή λοιπόν ορίζουμε την άνοδο της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη, λόγω της εκπομπής από ανθρώπινες δραστηριότητες αερίων που παγιδεύουν τη θερμότητα στην ατμόσφαιρα της Γης.
Η κλιματική αλλαγή έχει ήδη επιπτώσεις που εκδηλώνονται όχι μόνο με ακραία φαινόμενα που προκαλούν φοβερές καταστροφές και έχουν θύματα, αλλά και με σοβαρότατες αλλαγές σε οικοσυστήματα. Παράδειγμα στην Ελλάδα είναι οι λίμνες των Πρεσπών: αυτός ο παγκόσμιας σημασίας πυρήνας βιοποικιλότητας έχει συρρικνωθεί σε έκταση κατά τα τελευταία 20 χρόνια, λόγωτης αλλαγής των κλιματικών συνθηκών. Άλλο παράδειγμα: η λίμνη Βέλενς(Velence) στην Ουγγαρία που έχασε περίπου το 40% της επιφάνειάς της μέσα σε δύο μόνο χρόνια, λόγω της πρωτοφανούς μείωσης των συνηθισμένων βροχοπτώσεων, κατάσταση που αποδίδεται από τους ερευνητές στην κλιματική αλλαγή.
Η πρόκληση των αρνητών της κλιματικής αλλαγής
Αρνητές της κλιματικής αλλαγής: Άνθρωποι εμμονικά (ή πεισματικά) αντίθετοι προς κάθε επιστημονική δημοσίευση και δεδομένα που αποδεικνύουν ότι η κλιματική αλλαγή οφείλεται σε ανθρώπινες δραστηριότητες και συμβαίνει σε χρόνους εξαιρετικά ταχύτερους από ότι οι μεταβολές κατά τους γεωλογικούς χρόνους. Στόχος τους η υπονόμευση των πολιτικών και διεθνών διαπραγματεύσεων για την αναχαίτιση της κλιματικής κρίσης, ενώ πολύ συχνά συνδέονται άμεσα με το λόμπι των ορυκτών καυσίμων.
Σε ένα άρθρο του στη Guardian, ο δημοσιογράφος Damian Carrington χώρισε τους αρνητές της κλιματικής αλλαγής σε τέσσερις ομάδες: α) στους κλακαδόρους των κλιματικών καταστροφέων (κυρίως επιχειρήσεων ορυκτών καυσίμων), β) τους επαγγελματίες παραπλανητές της κοινής γνώμης, γ) τους εγωμανείς, δ) τους ιδεολογικά τυφλωμένους.Υποστηρίζει μάλιστα πως εάν προσπαθήσουμε να τους αντικρούσουμε αναπαράγοντας ή γελοιοποιώντας την ψευδοεπιστημονική επιχειρηματολογία τους ή απαντώντας δημόσια, απλά τους προσφέρουμε τη δημοσιότητα που ψάχνουν.
Θα προτιμούσα να αποφύγω χαρακτηρισμούς προς τους αρνητές της μεγαλύτερης κρίσης που περνάει ο πλανήτης κατά την ανθρώπινη ιστορία του. Το ζητούμενο δεν είναι να δικάσουμε προθέσεις, αλλά να προβάλουμε την ανάγκη για δημόσιο διάλογο που βασίζεται σε έγκυρα επιστημονικά δεδομένα. Υπάρχει όμως σίγουρα ένα στοιχείο που φαίνεται να ενώνει τους αρνητές της κλιματικής επιστήμης, με τους αντιεμβολιαστές, ή ακόμα και μεοπαδούς άλλων εξωφρενικών θεωριών, όπως ότι η γη είναι επίπεδη (ναι, υπάρχουν). Όπως προκύπτει από πολλές σχετικές αναλύσεις, η βάση της μερίδας της κοινωνίας που δεν αμφισβητεί απλά, αλλά αρνείται πεισματικά να δεχθεί τα αποτελέσματα της τεκμηριωμένης επιστημονικής έρευνας και αναπαράγει συνωμοσιοθεωρίες, είναι ο φόβος και το έλλειμμα εμπιστοσύνης. Το χτίσιμο τειχών που προστατεύουν τους «δικούς μας» και αφήνουν απέξω τους «άλλους» θα είναι φοβάμαι η συνταγή αποτυχίας στην αντιμετώπιση αυτής της υπαρξιακής κρίσης για τη ζωή στον πλανήτη.
Καθώς η κλιματική αλλαγή πλησιάζει όλο και πιο απειλητικά στο όριο της αύξησης της μέσης πλανητικής θερμοκρασίας κατά 1,5oC, που έχει χαρακτηριστεί ως αρχή της κλιματικής κατάρρευσης, το 2021 είναι χρονιάορόσημογια την πανανθρώπινη δράση που είναι απαραίτητη για να αναστραφεί αυτή η πορεία προς την κρίση.
Η δύσκολη πορεία προς την κλιματική ουδετερότητα
Κλιματική ουδετερότητα: Η ζωτικής σημασίας πρόκληση που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα για μηδενικό ισοζύγιο εκπομπών άνθρακα. Μετριέται ως ισοσκελισμός των ανθρωπογενών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και των απορροφήσεων τους από φυσικά οικοσυστήματα μέσα σε μία δεδομένη χρονική περίοδο. Για να αποφύγουμε τις χειρότερες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, η κλιματική ουδετερότητα πρέπει να επιτευχθείσε κάθε γωνιά του πλανήτη το αργότερο μέχρι το 2050. Κολοσσιαία πρόκληση!
Με βάση πάντα τον επιστημονικά δεδομένο πήχη της επίτευξης κλιματικής ουδετερότητας το συντομότερο δυνατόν, ώστε να μην ξεπεραστεί το κατώφλι των 1,5-2 βαθμών Κελσίου, πρώτη προτεραιότητα, όπως φαίνεται και στο παρακάτω σχήμα, είναι ο μηδενισμός των εκπομπών στον τομέα της ενέργειας.
Ειδικά στον τομέα της ενέργειας (συμπεριλαμβανόμενων των μεταφορών), η εξοικονόμηση είναι προτεραιότητα και η ηλεκτροπαραγωγή κατά 100% από ΑΠΕ είναι μονόδρομος.
Η μεγάλη πρόκληση όμως είναι το νέο ενεργειακό μοντέλο να είναι διαφορετικό από το παλιό και απολιθωμένο. Έτσι, για παράδειγμα η οικολογικά σωστή και κοινωνικά δίκαιη ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας είναι πρόταγμα που πρέπει να εκφραστεί ως μαζική κοινωνική διεκδίκηση και να μην αποτελέσει αποκλειστικά και μόνο πεδίο επιχειρηματικής δραστηριότητας. Με δεδομένο ότι οι ΑΠΕ είναι υποδομές καταρχήν περιβαλλοντικού σκοπού, η ανάπτυξή τους είναι απαραίτητο να επιτευχθεί με τους ασφαλέστερους για τη βιοποικιλότητα όρους και προϋποθέσεις.
Όλα δείχνουν ότι όταν η ανθρωπότητα βγει από την καραντίνα, ο κόσμος θα έχει αλλάξειγια τα καλά. Ο πήχης διεθνώς για οικολογικά και κοινωνικά δίκαιη ανάπτυξη έχει ανέβει πολύ ψηλά, καθώς το διακύβευμα είναι πλέον η ίδια η επιβίωση των ανθρώπινων κοινωνιών.
Η κλιματική αλλαγή δεν έχει απλές λύσεις. Αφορά ολόκληρο τον πλανήτη και όχι μια συγκεκριμένη περιοχή ή ένα είδος. Ο στόχος της κλιματικής ουδετερότητας δεν μπορεί να επιτευχθεί αν δεν μηδενιστούν οι εκπομπές σε όλες τις γωνιές του πλανήτη. Αυτή και μόνο η ανάγκη για παγκόσμια συμπόρευση και η υπονόμευση των προσπαθειών ενός κράτους από το έλλειμμα κλιματικής πολιτικής του άλλου είναι ο κυριότερος λόγος αδράνειας και πολιτικού ωχαδερφισμού: «ωχ τώρα, γιατί να κλείσουμε εμείς τις λιγνιτικές μας μονάδες στην Ελλάδα όταν η Γερμανία άνοιξε την τελευταία λιγνιτική της μονάδα το 2020;».
Εκτός όμως από την πολιτική αδράνεια με δικαιολογία την κλιματική απραξία άλλων κυβερνήσεων, το μεγαλύτερο στοίχημα είναι η σωστή ανάπτυξη των υποδομών στις οποίες θα θεμελιωθεί η ίδια η μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα. Το πιο συγκρουσιακό παράδειγμα είναι η αλλαγή του μοντέλου ηλεκτροπαραγωγής από την καύση ορυκτών καυσίμων στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ενώ η λύση στο ενεργειακό πρόβλημα είναι προφανής και αφορά τη χρήση του ανέμου και του ήλιου που αφθονούν στην Ελλάδα και στα περισσότερα μέρη του πλανήτη, εντούτοις η χωρική τους ανάπτυξη προκαλεί αντιδράσεις σε σημαντικό βαθμό δικαιολογημένες.
Θα παραμερίσω τις αντιδράσεις που γεννιούνται από το γαργάλημα των συντηρητικών αντανακλαστικών. Όπως συμβαίνει με κάθε μεγάλη αλλαγή, έτσι και με το σβήσιμο των εργοστασίων που καίνε κάρβουνα και υδρογονάνθρακες είναι ψυχολογικά αναμενόμενο μια μερίδα της κοινωνίας φοβικά να θεοποιεί τους παππούδες που κάτι ήξεραν όταν έκαιγαν κάρβουνα, αλλά έκαναν μαζί και εξοικονόμηση και τέλος πάντων και σίγουρα δεν θα ήθελαν στα χωριά τους γύρω να βλέπουν μεγάλες ανεμογεννήτριες που αλλάζουν τη θέα και κάπου γράφτηκε ότι έχουν και επιπτώσεις στα ζώα και στα φυτά.
Οι κυριότερες προκλήσεις στην ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, κυρίως των αιολικών και φωτοβολταϊκών που δεν υπαγορεύονται από απόλυτους χωρικούς περιορισμούς (όπως η γεωθερμία που μπορεί να αναπτυχθεί μόνο όπου υπάρχουν γεωθερμικά πεδία) είναι:
- Η πραγματική και επιστημονικά αποτιμήσιμη επίπτωση στα σημαντικά οικολογικά χαρακτηριστικά των περιοχώνανάπτυξής τους,
- Η κοινωνική συμμετοχή στην ανάπτυξη της καθαρής ενέργειας, στοιχείο που λειτουργεί ως μηχανισμός ελέγχου, αλλά μπορεί και να διασφαλίσει καλύτερους όρους κατασκευής και λειτουργίας και σίγουρα αντιμετώπισης της ενεργειακής φτώχειας. Η μονοπώληση της ρυπογόνας οικονομίας των ορυκτών καυσίμων από ενεργειακούς γίγαντες είναι μοντέλο που δεν πρέπει να επαναληφθεί στη μετάβαση προς την καθαρή ενέργεια, ειδικά καθώς το στοίχημα είναι η κλιματική δικαιοσύνη και οι καλύτεροι όροι ικανοποίησηςτων ενεργειακών αναγκών χωρίς κανένας να μείνει πίσω.
Έργα ΑΠΕ που δεν πληρούν αυστηρούς κανόνες και δεν εφαρμόζουν βέλτιστες διαθέσιμες πρακτικές προστασίας του περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας αποτελούν δυσφήμιση για την καθαρή ενέργεια και τελικά υποσκάπτουν τον κλιματικά αναγκαίο στόχο ηλεκτροπαραγωγής κατά 100% από ανανεώσιμες πηγές μηδενικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Στην ενωμένη Ευρώπη, η μεγάλη πρόκληση είναι η εφαρμογή των πακέτων οικονομικής ανάκαμψης από την κρίση που προκάλεσε η πανδημία χωρίς να προκληθεί απολύτως καμία βλάβη στο περιβάλλον και βέβαια η πορεία προς μια πραγματικά πρωτοποριακή Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (EUGreenDeal). Σημαντική εξέλιξη του περασμένου καλοκαιριού ήταν ότιθεσπίστηκε το ευρωπαϊκό Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης, που θα χρηματοδοτήσει την απελευθέρωση των οικονομιών από τον ρυπογόνο και κλιματικά καταστροφικό λιγνίτη και τον λιθάνθρακα – πρέπει απαραιτήτως να εξασφαλιστεί ότι αυτή η μετάβαση δεν θα καταλήξει να ενισχύει το ορυκτό αέριο, και βέβαια ότι δεν θα πλουτίσει τους λίγους, αφήνοντας τους πολλούς ανθρώπους στο περιθώριο.
Η απεξάρτηση των οικονομιών από το καταστροφικό για την υγεία ανθρώπων και πλανήτη κάρβουνο, που επί πολλές δεκαετίες ήταν κύρια πηγή ηλεκτρικής ενέργειας, αφήνει δεκάδες χιλιάδες εργαζομένους σε εκκρεμότητα για την επόμενη μέρα. Η μετάβαση στη μεταλιγνιτική εποχή, που στην Ελλάδα αφορά κατά κύριο λόγο την Κοζάνη, τη Φλώρινα και τη Μεγαλόπολη, είναι ένα μεγάλο στοίχημα όχι μόνο για τις εθνικές κυβερνήσεις, αλλά και συνολικά για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η υποστήριξη προς τις κοινωνίες που βρίσκονται σε τροχιά μετάβασης, είτε επαγγελματικής, είτε ευρύτερα οικονομικής, είναι απαραίτητο να αντιμετωπιστεί ως ευθύνη όλων μας. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε πως οι περιοχές αυτές, που τις τελευταίες δεκαετίες βρέθηκαν σε πλήρη εξάρτηση από τον άνθρακα, σήκωσαν το βάρος της τροφοδότησης όλων μας με ηλεκτρισμό, με μεγάλο κόστος για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία. Τους χρωστάμε ευγνωμοσύνη και τους οφείλουμε κάθε στήριξη στην πορεία προς την κλιματική ουδετερότητα και τη μεταλιγνιτική εποχή.Της Θεοδότας Νάντσου, Επικεφαλής πολιτικής, WWF Ελλάς