ΕΣΑΗ: «Η αλήθεια για την Αγορά Ηλεκτρικής Ενέργειας»
Τετάρτη, 05/12/2018 - 10:43
Με αφορμή τη συζήτηση που έχει ξεκινήσει για την αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας, ο ΕΣΑΗ επιθυμεί να τοποθετηθεί πάνω σε ορισμένα ζητήματα που θεωρεί ιδιαίτερα σημαντικά για τη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης εικόνας. Ο ΕΣΑΗ επιθυμεί μια ελεύθερη και ανταγωνιστική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Χωρίς προστασίες, αποκλειστικά δικαιώματα και «κλειστά επαγγέλματα ή δραστηριότητες», με υγιή ανταγωνισμό και ίσους όρους για όλους, στοχεύοντας στη βελτιστοποίηση του κόστους και της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών. Ο ιδιωτικός τομέας διαθέτει αποδεδειγμένη εμπειρία στην αποτελεσματική και οικονομικά αποδοτική υλοποίηση και διαχείριση παραγωγικών εγκαταστάσεων και για το λόγο αυτό δεν νοιώθει καμία απειλή από τη δημιουργία μιας πραγματικά απελευθερωμένης και ανταγωνιστικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα. Οι στρεβλώσεις που συντηρούνται στην αγορά αποτελούν εμπόδιο για την εξυγίανσή της με αρνητικές επιπτώσεις στους καταναλωτές. Ποιές είναι όμως οι πραγματικές στρεβλώσεις; Εδώ και 13 χρόνια, παρά τις εξαγγελίες και τις προσπάθειες για απελευθέρωση της αγοράς, υπάρχουν αντιδράσεις και αντιστάσεις, οι οποίες δεν έχουν επιτρέψει τη θεραπεία της βασικής ασυμμετρίας και στρέβλωσης της αγοράς, δηλαδή την αποκλειστική και προνομιακή πρόσβαση ενός μόνο παίκτη σε εγχώριους ενεργειακούς πόρους χαμηλού κόστους. Η εξυγίανση είναι δυνατή μόνο με τη δημιουργία παικτών με συγκρίσιμα παραγωγικά χαρτοφυλάκια, που θα περιλαμβάνουν λιγνιτικές και υδροηλεκτρικές μονάδες. Σε σχέση με τα ζητήματα που έχουν εγερθεί το τελευταίο διάστημα, οφείλουμε να παραθέσουμε παρακάτω ορισμένες διευκρινίσεις και στοιχεία: Η παραγωγή των λιγνιτικών μονάδων παραμένει σταθερή όλα τα τελευταία χρόνια, παράγοντας τη μέγιστη ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας που είναι σε θέση να παράξουν. Ενδεχόμενη δυνατότητα αύξησης της παραγωγής των λιγνιτικών μονάδων αφορά σε περιορισμένες μόνο ποσότητες. Σύμφωνα με στοιχεία της ίδιας της ΔΕΗ, η μέγιστη ετήσια δυνατότητα τους δεν ξεπερνάει τις 28 TWh, όταν το 2011 και το 2012 παρήγαγαν 27,6 TWh. Οι μονάδες φυσικού αερίου των ιδιωτών υποκατέστησαν ακριβές πετρελαϊκές μονάδες και μονάδες φυσικού αερίου της ΔΕΗ χαμηλής απόδοσης, βελτιώνοντας σαφώς την αποτελεσματικότητα του συστήματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι η παραγωγή πετρελαϊκών μονάδων και μονάδων φυσικού αερίου της ΔΕΗ το 2007 ήταν 3,2TWh και 11,1TWh αντίστοιχα, ενώ των ιδιωτικών μονάδων 2,1TWh. To 2012 η παραγωγή ήταν 0,1TWh για τις πετρελαϊκές, 3,8TWh για τις μονάδες φυσικού αερίου της ΔΕΗ, και 10,4TWh για τις ιδιωτικές μονάδες. Το Σύστημα έχει απόλυτη ανάγκη τις μονάδες φυσικού αερίου. Όλες οι αναλύσεις, συμπεριλαμβανομένων αυτών της ΔΕΗ, συντείνουν στο ότι υπό οποιουσδήποτε κανόνες κι εάν λειτουργεί η αγορά, το Σύστημα Ηλεκτρισμού απαιτεί και η εύρυθμη λειτουργία του επιβάλλει την παραγωγή τουλάχιστον 12 TWh/έτος από μονάδες φυσικού αερίου. Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι ποιός είναι πιο αποδοτικός και μπορεί να παράξει αυτήν την ποσότητα με το χαμηλότερο κόστος. Οι μονάδες των εταιρειών-μελών του ΕΣΑΗ αποτελούν το πιο υγιές και αποδοτικό κομμάτι του παραγωγικού ιστού της εγχώριας αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Διασφαλίζουν στο Σύστημα την απαραίτητη ηλεκτρική ενέργεια από μονάδες φυσικού αερίου στο χαμηλότερο δυνατό κόστος, και μάλιστα σε τιμή κάτω του πλήρους κόστους τους. Άλλωστε, από το 2006 οι ιδιώτες παραγωγοί υποκατέστησαν πετρελαϊκές μονάδες και ακριβότερες μονάδες φυσικού αερίου της ΔΕΗ, ανταποκρινόμενοι άμεσα στις αυξανόμενες ενεργειακές ανάγκες, με αξιόπιστες, υπερσύγχρονες μονάδες τελευταίας τεχνολογίας. Συνεπικουρούν δηλαδή τη ΔΕΗ η οποία, λόγω μειωμένης αποδοτικότητας των αντίστοιχων δικών της μονάδων φυσικού αερίου, δεν μπορεί αυτή τη στιγμή να εγγυηθεί την κάλυψη της ζήτησης με παρόμοιο κόστος. Ουδεμία επιδότηση λαμβάνουν οι ιδιώτες παραγωγοί. Τα έσοδα των ιδιωτικών μονάδων παραγωγής, μέσω του υφιστάμενου μοντέλου και των μηχανισμών της αγοράς, βρίσκονται σε επίπεδα κάτω του πλήρους κόστους που απαιτείται για την παραγωγή της ενέργειας από τους σταθμούς φυσικού αερίου που χρειάζεται το Σύστημα. Ο ΕΣΑΗ συμβάλει ουσιαστικά στη μείωση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας. Άλλωστε, οι επενδύσεις των εταιρειών-μελών μας ύψους 1,5 δισ. ευρώ σε παραγωγικές εγκαταστάσεις έγιναν στη βάση της δημιουργίας μιας ανταγωνιστικής αγοράς, που θα εξασφάλιζε την προσφορά στον καταναλωτή αξιόπιστης και ανταγωνιστικής ηλεκτρικής ενέργειας. Δεν είναι οι μεταβατικοί μηχανισμοί το εμπόδιο για την ελάφρυνση της βιομηχανίας. Η βιομηχανία με φορτίο βάσης πρέπει να αρχίσει να τιμολογείται βάσει ενός μίγματος λιγνιτικών και υδροηλεκτρικών μονάδων. Αυτή τη στιγμή, το κόστος παραγωγής των λιγνιτικών μονάδων του εγχώριου ηλεκτρικού Συστήματος απέχει σημαντικά από το κόστος που αποκαλύπτει η διεθνής πρακτική, αποτελώντας τον ουσιαστικό λόγο μη διαμόρφωσης ανταγωνιστικών τιμολογίων για την ελληνική βιομηχανία. Πώς διαμορφώνονταν κατά το παρελθόν από τη ΔΕΗ τα τιμολόγια ηλεκτρισμού; Ποιός αποφάσισε τις μειώσεις των τιμολογίων των εμπορικών καταναλωτών και την παράλληλη επαχθή αύξηση των βιομηχανικών; Ποιός είχε ως μοναδικό στόχο να προστατευτεί από διαρροές πελατών, ανεξάρτητα από τις επιπτώσεις στον παραγωγικό ιστό της χώρας; Σε μία αγορά με έναν και μοναδικό προμηθευτή, που δεν έχει κανέναν ανταγωνισμό στην προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας, είναι αναγκαία τα ρυθμιζόμενα Αποδεικτικά Διαθεσιμότητας Ισχύος (ΑΔΙ), τα οποία πρέπει να στοχεύουν στην επιβράβευση των ευέλικτων, υψηλής αποδοτικότητας εργοστασίων, και όχι των πεπαλαιωμένων, μη αποδοτικών μονάδων. Καλό είναι να διδαχθούμε από ευρωπαϊκές χώρες με παρόμοιες αγορές σαν την Ελλάδα π.χ. την Ιρλανδία. Οι εταιρίες-μέλη του ΕΣΑΗ πραγματοποιούν επενδύσεις και φροντίζουν για τη βελτιστοποίηση του κόστους παραγωγής ηλεκτρισμού, προσφέροντας προστιθέμενη αξία σε έναν ευρύ κύκλο της εθνικής οικονομίας. Προσφέρουν εκατοντάδες θέσεις εργασίας σε επίπεδο μόνιμου προσωπικού, ενώ παράλληλα για τη βελτιστοποίηση του κόστους τους λειτουργούν με έντονο outsourcing, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα τη συντήρηση πολύ περισσότερων θέσεων εργασίας και τη δημιουργία δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ τζίρου σε συνεργαζόμενες επιχειρήσεις. Δεν πρέπει επίσης να παραγνωρίζεται η τεράστια συνεισφορά τους στα έσοδα του κράτους, μέσω του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, του Φ.Π.Α. και λοιπών φόρων, η οποία υπολογίζεται σε περίπου μισό δισ. ευρώ ανά έτος.