Τη δεινή κατάσταση στην οποία βρίσκεται η ΛΑΡΚΟ εδώ και 35 χρόνια περιέγραψε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κ. Κωστής Χατζηδάκης, σε συνέντευξή του στον ρ/σ Πρώτο Πρόγραμμα και τους δημοσιογράφους κα Μαρία Γεωργίου και κ. Βαγγέλη Παπαδημητρίου.
Ερωτηθείς για τον αν είναι δυνατή η εκκαθάριση εν λειτουργία στην επιχείρηση, ο κ. Χατζηδάκης υπογράμμισε πως «αν η ΛΑΡΚΟ ήταν μια οποιαδήποτε επιχείρηση του ιδιωτικού τομέα τόσο στο εξωτερικό όσο και στην Ελλάδα, με δεδομένα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, τα οποία είναι πέρα από κάθε φαντασία εδώ και πολλά χρόνια, αλλά επιτείνονται χρόνο με το χρόνο, θα είχε κλείσει! Κι αυτό το λέω διότι:
Έχουμε μια επιχείρηση η οποία χρωστάει 340 εκατ. ευρώ στη ΔΕΗ και μήνα με το μήνα αυξάνεται το χρέος της, διότι δεν έχει χρήματα να τα πληρώσει. Αυτά τα 340 εκατ. που χρωστάει η ΛΑΡΚΟ στη ΔΕΗ είναι το 80% των χρεών, συνολικά στη χώρα, της υψηλής τάσης. Και από τη ΔΕΗ πια εγείρονται θέματα σε σχέση και με την ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της επιχείρησης. Διότι η ΔΕΗ είναι εισηγμένη επιχείρηση οπότε υπάρχει ένα τέτοιο μεγάλο ζήτημα.
Δεύτερον, υπάρχει τελεσίδικη καταδίκη από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για παράνομες κρατικές ενισχύσεις, οι οποίες έχουν δοθεί κατά καιρούς στη ΛΑΡΚΟ από το κράτος κατά παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού, που είναι 135 εκατ. ευρώ, επιπρόσθετα από τα προηγούμενα.
Επιπλέον, η ΛΑΡΚΟ έχει στην πλάτη της περί τα 50 εκατ. ευρώ περιβαλλοντικά πρόστιμα, πέραν όσων σας είπα προηγουμένως. Δεν έχει περιβαλλοντική αδειοδότηση, μολύνει τον Ευβοϊκό και έχει και θέματα ασφαλείας με- δυστυχώς- περισσότερα του ενός θανατηφόρα δυστυχήματα, τα οποία συμβαίνουν όλο το τελευταίο διάστημα. Άρα και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι είναι θύματα της γενικότερα τραγικής κατάστασης της ΛΑΡΚΟ».
Όπως εξήγησε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, στόχος είναι «να πετύχουμε μιας κάποιας μορφής εκκαθάριση εν λειτουργία, το οποίο- θέλω να σημειώσω για να μην θεωρούνται όλα αυτονόητα στη χώρα- δεν είναι τόσο εύκολο να το πετύχει κανείς με δεδομένη αυτή τη χαοτική οικονομική και νομική κατάσταση που διέπει τη ΛΑΡΚΟ αυτή την ώρα. Δεν είναι εύκολο να συμβεί και εξαντλούμε όλα τα περιθώρια από νομικής πλευράς προκειμένου να πάμε σε αυτό το δρόμο».
Απαντώντας στις κατηγορίες της αντιπολίτευσης περί προσπάθειας ιδιωτικοποίησης της επιχείρησης, ο κ. Χατζηδάκης ξεκαθάρισε πως «αν πάμε αύριο το πρωί και πούμε ότι ιδιωτικοποιούμε τη ΛΑΡΚΟ δεν θα την πάρει κανένας, δηλαδή θα πρέπει να είναι τρελός με πατέντα, για δέσιμο κάποιος ο οποίος να πάει να πάρει τη ΛΑΡΚΟ. Αυτές οι συζητήσεις δεν θα έπρεπε να γίνονται σε οποιοδήποτε ευρωπαϊκή Δημοκρατία. Και δεν είναι ιδεολογικό το θέμα. Καταλαβαίνω τους εργαζόμενους. Οι εργαζόμενοι θέλουν να προστατεύσουν το ψωμί τους. Θέλουν να προστατεύσουν την προοπτική τους. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία και επίσης 35 χρόνια αυτή είναι η κατάσταση στη ΛΑΡΚΟ. Είναι από τη δεκαετία του ’80 που αναβάλλεται από αλλεπάλληλες κυβερνήσεις. Αλλά έχει φτάσει στο μη περαιτέρω, διότι σας λέω κάποια στιγμή έρχονται οι σταγόνες που ξεχειλίζουν το ποτήρι και είμαστε σε αυτή τη φάση».
Αναφορικά με την προσπάθεια να σταθεί όρθια η ΛΑΡΚΟ και να μην ζημιωθούν οι εργαζόμενοί της, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας σημείωσε πως «προσπαθούμε να βρούμε μια λύση, με δυσκολίες, έτσι ώστε να πάμε σε εκκαθάριση εν λειτουργία και προσπαθούμε να ξεπεράσουμε μια σειρά από εμπόδια για να γλιτώσουμε την απότομη πτώχευση. Περί αυτού πρόκειται. Εδώ δεν είναι το δίλημμα αν θα συνεχίσουμε έτσι όπως είμαστε σήμερα. Το δίλημμα στην πραγματικότητα είναι πτώχευση ή να βρούμε κάποια νομική φόρμουλα που να μας επιτρέψει να εφαρμόσουμε την απόφαση της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από το 2014 που δεν εφαρμόστηκε τότε με χειρότερα, σήμερα, οικονομικά δεδομένα για τη ΛΑΡΚΟ. Διότι εν τω μεταξύ επιβαρύνθηκε κι άλλο η κατάσταση. Η απόφαση αυτή προέβλεπε ότι για να αντιμετωπιστεί το θέμα των κρατικών ενισχύσεων θα έπρεπε η επιχείρηση να προχωρήσει, μέσα από μια διαδικασία του πτωχευτικού δικαίου, σε ένα διαγωνισμό με πώληση στοιχείων ενεργητικού, χωριστά το εργοστάσιο, χωριστά τα ορυχεία την ίδια μέρα έτσι ώστε να μπορεί να βρεθεί ίσως ο ίδιος επενδυτής και να συνεχιστεί η λειτουργία της επιχείρησης καθαρή βαρών και με νέα συμβόλαια φυσικά για τους εργαζόμενους.
Όλη η κουβέντα που γίνεται σήμερα, γίνεται για τους εργαζόμενους. Αν δεν υπήρχαν οι εργαζόμενοι, η πρώτη αυστηρά τυπική λύση είναι πτώχευση, λουκέτο. Εκείνο το οποίο μας απασχολεί ακριβώς είναι το πρόβλημα των εργαζομένων και γι’ αυτό το λόγο συζητάμε όλα αυτά. Οι εργαζόμενοι, αν προχωρήσουμε προς αυτή την κατεύθυνση τελικά, με δεδομένες τις συνθήκες θα είναι σε σχετικά πλεονεκτική θέση την επόμενη μέρα διότι ο επόμενος επενδυτής θα πάει κατά προτεραιότητα σε αυτούς προκειμένου να βρει εργαζόμενους λόγω της εξειδίκευσης που έχουν στο νικέλιο».