«Η Ελλάδα βρίσκεται και πάλι σε ένα πολύ κρίσιμο σταυροδρόμι λόγω των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας και των πολιτικών της κυβέρνησης. Πριν από ένα χρόνο ακριβώς, η χώρα είχε τη δυνατότητα να εφαρμόσει μία πράσινη και κοινωνικά δίκαιη αναπτυξιακή στρατηγική, μετά και την έξοδο από τα μνημόνια και τη διασφάλιση δημοσιονομικού χώρου, με το γνωστό «μαξιλάρι». Στους τομείς του περιβάλλοντος και της ενέργειας ειδικότερα, υπήρχαν επίσης δύο σημαντικά εργαλεία: η στρατηγική για τη μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα, μέσω θεσμικών αλλαγών στην αγορά ενέργειας και της πλήρους απεξάρτησης της ηλεκτροπαραγωγής από το λιγνίτη και από το φυσικό αέριο και η στρατηγική για την κυκλική οικονομία, με χρηματοδοτικά εργαλεία για υποδομές και σαφείς θεσμικές κατευθύνσεις και δράσεις για τη δημιουργία νέας επιχειρηματικότητας και για τον παραγωγικό μετασχηματισμό της χώρας», δήλωσε ο Τομεάρχης Περιβάλλοντος και Ενέργειας του ΣΥΡΙΖΑ, Σωκράτης Φάμελλος, στην ομιλία του στο πλαίσιο του συνεδρίου με θέμα: «Ξεπερνώντας την πανδημία, Ενέργεια και Οικονομία, Επενδύσεις Υγεία: RESET» που διοργάνωσε το επιχειρηματικό φόρουμ Α-Energy Investments Initiative.
Επικεντρώθηκε στη συνέχεια στις νέες συνθήκες που διαμόρφωσε η πανδημία σε παγκόσμιο επίπεδο και στην Ευρώπη που, όπως είπε, φαίνεται ότι δημιουργείται η ευκαιρία για ένα νέο θετικό βήμα προς την πράσινη μετάβαση μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, που εφόσον τελικά οριστικοποιηθεί, παρέχει και μία ακόμη μεγάλη ευκαιρία στην Ελλάδα, μέσω ενός σημαντικού χρηματοδοτικού πακέτου. «Εντούτοις, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, στην Ελλάδα την επόμενη μέρα της πανδημίας, τα χαρτοφυλάκια δανείων των τραπεζών μετατοπίστηκαν στη δανειοδότηση μεγάλων επιχειρήσεων, ενώ αντίθετα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν έχουν πλέον πρόσβαση στο δανεισμό και συναντούν πολύ μεγάλα προβλήματα χρηματοδότησης, τα οποία και εντείνουν την ανησυχία για τη βιωσιμότητά τους. Αντίστοιχα, στις εργασιακές σχέσεις, ακόμη και στο στελεχιακό δυναμικό που οφείλει να συγκρατήσει και να προσελκύσει η χώρα, προωθούνται ισχυρά αρνητικές αλλαγές, με την τροποποίηση προς το χειρότερο των συλλογικών συμβάσεων, των αμοιβών, και των συνθηκών εργασίας, με αφορμή την πανδημία. Έτσι η Ελλάδα χάνει καλά βιογραφικά», υπογράμμισε.
Ο Σ. Φάμελλος αναφέρθηκε στο παράδειγμα «παγώματος» τριών βασικών χρηματοδοτικών εργαλείων, του προγράμματος «Ηλέκτρα» για την ολιστική αναβάθμιση (και ενεργειακή) των δημόσιων κτιρίων, ύψους 500 εκατ. ευρώ σε πρώτη φάση, της χρηματοδότησης μέσω ΕΠΑΝεΚ με 40 εκατ. ευρώ προς επιχειρήσεις για επενδύσεις στην επεξεργασία και αξιοποίηση ρευμάτων αποβλήτων με όρους κυκλικότητας, αλλά και της χρηματοδότησης για τη στήριξη των ενεργειακών κοινοτήτων, ύψους 25 εκατ. ευρώ. που παρά το γεγονός ότι ήταν ώριμα, δεν ενεργοποιήθηκαν την τελευταία χρονιά.
Σημείωσε επιπλέον, ότι «Η καθυστέρηση ή η αναβολή χρηματοδοτήσεων σε καίριους τομείς που δίνουν ταυτόχρονα ουσιαστικό σήμα προς νέες κατευθύνσεις στην επιχειρηματικότητα, επιφέρει αρνητικές εξελίξεις κυρίως στον τομέα της ενέργειας και της δίκαιης μετάβασης. Η προσπάθεια για την κλιματική ουδετερότητα θα αποτύχει αν δεν στοχεύσει σε όλη την κοινωνία και την επιχειρηματικότητα. Ειδικότερα, το επικοινωνιακό σύνθημα της απολιγνιτοποίησης και του κλεισίματος των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων έως το 2023, κρύβει τη στροφή σε ιδιωτικές μονάδες φυσικού αερίου, οι οποίες θα παραμείνουν στο μίγμα ηλεκτροπαραγωγής της χώρας έως το 2050».
Δήλωσε χαρακτηριστικά: «Η απολιγνιτοποίηση, ως μερικό σύνολο της απανθρακοποίησης, σε συνδυασμό με την ιδιωτικοποίηση των δικτύων φυσικού αερίου, των δικτύων μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, θα οδηγήσει σε δυσμενή, για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, εξάρτηση από ένα ιδιωτικό μονοπώλιο, καθώς και στην αύξηση του ενεργειακού κόστους ενέργειας που θα επηρεάσει ευρύτερα την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας».
Ο Σ.Φάμελλος στάθηκε στα παρόμοια αδιέξοδα, εις βάρος της ανάπτυξης και των πράσινων επενδύσεων, που οδηγεί η πολιτική της κυβέρνησης στην ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, όπου, παρά την λεγόμενη επιτάχυνση της διαδικασίας έκδοσης αδειών παραγωγής, δεν έχει λυθεί ακόμη το κρίσιμο ζήτημα της χωροθέτησης των ΑΠΕ, κάτι που οδηγεί σε ευρύτατες τοπικές αντιδράσεις. Η καθυστέρηση υλοποίησης σημαντικών μεταρρυθμίσεων, όπως είναι η αναθεώρηση του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τις ΑΠΕ, η αναίτια ακύρωση των ήδη κυρωμένων δασικών χαρτών, οι αλλαγές ρυθμίσεων χρήσεων γης για τις προστατευόμενες περιοχές που αλλάζουν το πλαίσιο εκπόνησης των Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών για τις προστατευόμενες περιοχές, όπως τόνισε, ανοίγουν πάλι ζητήματα που έχουν ταλαιπωρήσει διαχρονικά την επιχειρηματικότητα, καθώς αποδομείται το απαραίτητο πλαίσιο ασφάλειας δικαίου για τις επενδύσεις, με τελικό αποτέλεσμα πολλές επενδύσεις να μείνουν πάλι «στα χαρτιά».
Έκλεισε την ομιλία του λέγοντας: «Το ασαφές, γκρίζο πλαίσιο που επαναφέρει ο πρόσφατα ψηφισθείς νόμος 4685/2020 δημιουργεί αδιέξοδα στην ανάπτυξη, στην επιχειρηματικότητα και την κοινωνία. Σήμερα, για να μπορέσει η Ελλάδα να ανταπεξέλθει επιτυχώς στις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας και στον εντεινόμενο κλιματικό ανταγωνισμό, απαιτείται, στην αντίθετη κατεύθυνση, ένα επενδυτικό σχέδιο που σέβεται το περιβάλλον, ένα διαφανές πλαίσιο με κανόνες, και όχι «παραθυράκια», στελεχωμένες δημόσιες υπηρεσίες, ολοκλήρωση μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν το κράτος δικαίου, όπως είναι οι δασικοί χάρτες και τα Προεδρικά Διατάγματα για τις προστατευόμενες περιοχές, χωρίς πισωγυρίσματα, και ενεργοποίηση χρηματοδοτήσεων προς τη νέα επιχειρηματικότητα χωρίς περαιτέρω καθυστερήσεις. Το περιβάλλον δε θα πρέπει να θεωρείται ως υπερρυθμισμένος παράγοντας, που λειτουργεί ανασταλτικά προς τις επενδύσεις αλλά, αντιθέτως, ως ρυθμιστής αυτών και ως ένας από τους βασικούς αναπτυξιακούς πόρους της χώρας, σε συμφωνία με την ευρωπαϊκή πολιτική όπως διαμορφώνεται σήμερα. Στην αντίθετη περίπτωση, σχολιάζοντας το σύνθημα της ΕΕ «κανείς δεν θα μείνει πίσω», κινδυνεύει να μείνει πίσω η ελληνική κοινωνία και το σύνολο της χώρας».