Οι παγκόσμιες αερομεταφορές αντιπροσωπεύουν το 3,5 % της ανθρωπογενούς κλιματικής υπερθέρμανσης, σύμφωνα με μία νέα διεθνή μελέτη με επικεφαλής το Μητροπολιτικό Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Atmospheric Environment την Πέμπτη. Σύμφωνα με τη μελέτη μόνο το ένα τρίτο των κλιματικών επιπτώσεων των αερομεταφορών οφείλεται στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, ενώ τα δύο τρίτα αυτών αφορούν τις ουρές συμπύκνωσης (contrails) και τους θυσάνους (σύννεφα παγοκρυστάλλων).
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η μελέτη είναι η πρώτη στο είδος της από το 2009 και παρέχει τις πιο ολοκληρωμένες πληροφορίες που έχουν δημοσιευτεί μέχρι σήμερα σχετικά με τον αντίκτυπο των αερομεταφορών στο κλίμα, με υπολογισμούς που βασίζονται σε μια νέα μέτρηση.
Πιο συγκεκριμένα, οι ερευνητές αναλύουν όλους τους παράγοντες της βιομηχανίας των αερομεταφορών που συνέβαλαν στην κλιματική αλλαγή, συμπεριλαμβανομένων των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, οξειδίων του αζώτου και της επίδρασης των ουρών συμπύκνωσης και των θυσάνων (σύννεφα παγοκρυστάλλων που παράγονται από κινητήρες αεροσκαφών σε μεγάλο υψόμετρο υπό ορισμένες καιρικές συνθήκες). Η μελέτη περιλαμβάνει επίσης άλλες σχετικές εκπομπές όπως είναι οι υδρατμοί, η αιθάλη, τα αερολύματα και τα σωματίδια θειικού αερολύματος που βρίσκονται στα καυσαέρια των κινητήρων των αεροσκαφών.
Η αναθεωρημένη μέτρηση που εισήχθη από τη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) το 2013, είναι γνωστή ως Effective Radiative Force (ERF) και αναπαριστά την αύξηση ή τη μείωση της ισορροπίας μεταξύ της ενέργειας που φθάνει στη Γη από τον Ήλιο και της ενέργειας που εκπέμπεται από τη Γη, από την προ-βιομηχανική εποχή μέχρι σήμερα. Έτσι, η ποσότητα της ακτινοβολίας της ατμόσφαιρας της Γης καθίσταται το επίκεντρο της ανάλυσης.
«Χρησιμοποιώντας τη νέα μέτρηση του ERF, διαπιστώσαμε ότι οι ουρές συμπύκνωσης αποτελούν το λιγότερο από το ήμισυ των εκτιμώμενων κλιματικών επιπτώσεων των αερομεταφορών, αλλά εξακολουθούν να συμβάλλουν στην υπερθέρμανση του πλανήτη», εξηγεί ο Robert Sausen από το Ινστιτούτο Ατμοσφαιρικής Φυσικής DLR. «Οι ουρές συμπύκνωσης αντανακλούν την ηλιακή ακτινοβολία στο διάστημα, η οποία έχει ένα αποτέλεσμα ψύξης. Ωστόσο, μειώνουν την ακτινοβολία της Γης, η οποία θερμαίνει το κλίμα».
Η δεύτερη μεγαλύτερη συμβολή των αερομεταφορών στην κλιματική επιβάρυνση είναι οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Σε αντίθεση με τις επιπτώσεις των ουρών συμπύκνωσης, οι οποίες έχουν διάρκεια ζωής μερικών ωρών, η επίδραση του διοξειδίου του άνθρακα στο κλίμα διαρκεί πολλούς αιώνες. Στη μελέτη αναφέρεται ότι οι παγκόσμιες αερομεταφορές έχουν εκπέμψει 32,6 δισεκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα μεταξύ του 1940 και του 2018 και περίπου το ήμισυ των συνολικών αθροιστικών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα δημιουργήθηκαν μόνο τα τελευταία 20 χρόνια, κυρίως λόγω του αυξανόμενος αριθμού πτήσεων. Εκτιμάται ότι το ποσό των 32,6 δισεκατομμυρίων τόνων αντιπροσωπεύει περίπου το 1,5% των συνολικών ανθρωπογενών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Εάν ληφθούν υπόψη και οι επιπτώσεις πέραν του διοξειδίου του άνθρακα, το μερίδιο των αερομεταφορών που εντείνει στην υπερθέρμανση του πλανήτη υπολογίζεται στο 3,5 τοις εκατό.
Σχετικά με τις αερομεταφορές του μέλλοντος, η DLR ερευνά ήδη μεθόδους και τεχνολογίες για την επίτευξη των μηδενικών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από τα αεροπλάνα και προτείνεται η χρήση βιοκαυσίμων, υδρογόνου και υβριδικών ηλεκτρικών προωστικών συστημάτων. Η χρήση βιοκαυσίμων οδηγεί σε χαμηλότερες εκπομπές αιθάλης και έτσι μειώνει τις επιπτώσεις των θυσάνων.
Τέλος, διερευνάται και η βελτιστοποίηση των διαδρομών και των υψομέτρων πτήσης για την ελαχιστοποίηση των κλιματικών επιπτώσεων. Η χρήση εναλλακτικών διαδρομών πτήσης επιτρέπει στα αεροσκάφη να αποφεύγουν περιοχές και υψόμετρα όπου η θερμοκρασία και η υγρασία πιθανότατα θα προκαλούσαν σχηματισμό ούρων συμπύκνωσης.
Φωτογραφία: (contrails) Wikipedia