"Η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να είναι βιώσιμη όταν αυξάνεται το κόστος ενέργειας και όταν ιδιωτικοποιούνται κρίσιμες ενεργειακές υποδομές. Πρόκειται για ένα βίαιο μετασχηματισμό συνολικά της οικονομίας μας, που αποκτά μεγαλύτερη σημασία λόγω της υγειονομικής πανδημίας και της οικονομικής κρίσης που αντιμετωπίζουμε ήδη. Στην ενεργειακή πολιτική, χρειαζόμαστε περισσότερο σχεδιασμό, χαμηλότερο ενεργειακό κόστος, λιγότερες ιδιωτικοποιήσεις και μεγαλύτερη μέριμνα για τη στήριξη της κοινωνίας. Και αυτά τα στοιχεία δεν υπάρχουν στην πολιτική της κυβέρνησης" σημείωσε ο Τομεάρχης Περιβάλλοντος και Ενέργειας του ΣΥΡΙΖΑ, Σωκράτης Φάμελλος, ξεκινώντας την τοποθέτησή του στο πάνελ για την «Ενέργεια, Αειφορία και Βιώσιμες Πρακτικές» του Thessaloniki Helexpo Forum, την Παρασκευή.
“H στήριξη και η ανάκαμψη της χώρας, της κοινωνίας και της οικονομίας, μετά την πανδημία, έχει ως προϋπόθεση την πρόσβαση στην ενέργεια σε προσιτές τιμές. Είναι υποχρεωτικός όρος για τη βιωσιμότητα και την ανταγωνιστικότητα των παραγωγικών δυνάμεων της Ελλάδας και γενικότερα της ελληνικής οικονομίας. Επανέρχεται, ταυτόχρονα, με μεγαλύτερη ένταση, λόγω της κρίσης της πανδημίας, το μεγάλο στοίχημα του πώς η Ελλάδα θα αντεπεξέλθει στην ενεργειακή μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα. Ένα στοίχημα και μία δέσμευση της χώρας που τέθηκε τον Ιούνιο του 2019 από τον τότε Πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, σε επίπεδο Συμβουλίου Κορυφής της Ε.Ε.. Ένας δύσκολος μεν, αλλά καινοτόμος στόχος που μπορεί να καταστεί ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για την ελληνική οικονομία" Πρόσθεσε δε ότι «Ιδιαίτερα για την ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης πρέπει να καταβληθεί μεγάλη προσπάθεια για να ανταπεξέλθει στις προκλήσεις των καιρών. Η ματαίωση της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης θα επιφέρει ένα σοβαρό πλήγμα στην οικονομία της πόλης, που προστίθεται στην οικονομική κρίση που συνδέεται με τον Covid19, και για αυτό η κυβέρνηση οφείλει να καταθέσει συγκεκριμένο πακέτο στήριξης».
Επικεντρώθηκε σε πέντε βασικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ελλάδα σήμερα στον τομέα της ενέργειας:
-Διατήρηση του στόχου μετάβασης στην κλιματική ουδετερότητα
Η κλιματική ουδετερότητα δεν πρέπει να αμφισβητηθεί σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε να ζητηθούν παρατάσεις για την επίτευξη στόχων εξαιτίας της πανδημίας γιατί, η επιβίωση του πλανήτη δεν μπορεί να πάρει παράταση, ούτε η αλλαγή του παραγωγικού μας μοντέλου. Και δεν μπορεί η Ευρώπη να υποστηρίζει λανθασμένες παραγωγικές πρακτικές. Σε αυτό το πλαίσιο, καμία χώρα δεν πρέπει να μείνει πίσω, ιδιαίτερα η Ελλάδα. Ανησυχία μάς προκαλεί ο υποτριπλασιασμός των πόρων για το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης που ήταν και ο μεγάλος ηττημένος της διαπραγμάτευσης του Ταμείου Ανάκαμψης. Δεν τέθηκε ακόμη ως προϋπόθεση από την ΕΕ για την απόδοση κονδυλίων στις χώρες μέλη ο στόχος της κλιματικής ουδετερότητας. Άρα, γεννάται το ερώτημα εάν υποστηρίζεται πραγματικά ο στόχος της Δίκαιης Μετάβασης από την ηγεσία της ΕΕ και τι στάση κρατάνε οι χώρες και οι κυβερνήσεις.
-Πρόσβαση στην ενέργεια σε προσιτές τιμές
Σήμερα, στην Ελλάδα, η ενέργεια δεν είναι ένα αγαθό που στηρίζει την επιχειρηματικότητα, τα νοικοκυριά, τη βιωσιμότητα και την ανταγωνιστικότητα της χώρας. Παρ' όλα όσα λέει επικοινωνιακά η κυβέρνηση, το πρώτο εξάμηνο του 2019 η μέση τιμή πώλησης ρεύματος από τη ΔΕΗ ήταν 85 ευρώ και σήμερα η μέση τιμή πώλησης της ΔΕΗ έχει ανέλθει στα 110 ευρώ. Αυτό μάλιστα, όταν το ενεργειακό κόστος έχει μειωθεί σημαντικά και αντίστοιχα και η Οριακή Τιμή του Συστήματος και οι τιμές φυσικού αερίου.
Είναι χαρακτηριστική η αύξηση του περιθωρίου κέρδους της ΔΕΗ τώρα, σε σχέση με το α εξάμηνο του 2019. Από 27% με 30% το περιθώριο κέρδους έφτασε, το α εξάμηνο του 2020, 166%, ενώ δεν έχει μεταβληθεί η τιμολογιακή της πολιτική για να στηρίξει την παραγωγή και τους οικιακούς καταναλωτές. Ταυτόχρονα, λόγω της επιλογής του κυρίου Χατζηδάκη να αυξήσει τα τιμολόγια, η ΔΕΗ χάνει πελάτες που κατευθύνονται στους ανταγωνιστές της, οι οποίοι επίσης πετυχαίνουν αυξημένα περιθώρια κέρδους. Η ΔΕΗ "γράφει" κέρδη, αλλά, είναι πλέον πολύ ακριβή για τον Έλληνα επιχειρηματία και δίνει κέρδη και πελάτες στους ανταγωνιστές της. Σημειώνουμε ότι σε πολύ πιο δύσκολες συνθήκες, με υψηλό ενεργειακό κόστος, κατά την περίοδο της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, δεν έγινε καμία αύξηση στα τιμολόγια ρεύματος ενώ συστάθηκε το Ταμείο Επανασυνδέσεων για τους πιο αδύναμους.
-Υποχρέωση της πολιτείας να διασφαλίσει καθολική πρόσβαση στην ενέργεια ειδικά εν μέσω πανδημίας και οικονομικής κρίσης
Ήδη τον Απρίλιο, γίναμε αποδέκτες πολλών καταγγελιών ρευματοκοπής ακόμη και σε επαγγελματίες που είχαν κλείσει τα καταστήματά τους με εντολή της κυβέρνησης, ακόμη και για περιπτώσεις που δεν υπήρχαν προηγούμενες οφειλές αλλά μόνο ενός μηνός (Μάρτιος του 2020). Είδαν ακόμη το φως της δημοσιότητας, πρόσφατα, καταγγελίες για μαζικές αποκοπές ρεύματος, μεταξύ άλλων και σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Η κυβέρνηση, ούτε τώρα, ούτε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, έλαβε κάποια πρωτοβουλία για να εξασφαλίσει την πρόσβαση της κοινωνίας στην ενέργεια, όπως ζήτησε ο ΣΥΡΙΖΑ, από την πρώτη στιγμή, τον Μάρτιο του 2020, από τον κύριο Χατζηδάκη. Η κυβέρνηση δε δέχτηκε επιπλέον την τροπολογία που πρότειναν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, Σ.Φάμελλος και Θ.Φωτίου για τη δωρεάν επανασύνδεση και τη ρύθμιση των οφειλών ηλεκτρικού ρεύματος σε πληθυσμιακές ομάδες πληττόμενες από την πανδημία (Ιούλιος 2020).
-Δίκαιη, με σχέδιο και όχι άδικη και βίαιη Μετάβαση των λιγνιτικών περιοχών
Ενώ επικοινωνιακά το αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για τον Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) συνδέεται με τον τίτλο της απολιγνιτοποίησης, που ανακοίνωσε ο κύριος Μητσοτάκης χωρίς καμία προηγούμενη μελέτη πέρυσι τον Σεπτέμβριο από το βήμα του ΟΗΕ, πρέπει να τονίσουμε ότι δεν ταυτίζεται με το στόχο της απανθρακοποίησης. Το πραγματικό σχέδιο της κυβέρνησης Μητσοτάκη δεν είναι η απανθρακοποίηση του ενεργειακού μας συστήματος αλλά, είναι η αντικατάσταση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ με μονάδες φυσικού αερίου ιδιωτών. Ιδιωτικοποίηση δηλαδή και αεριοποίηση της ηλεκτροπαραγωγής, καθώς και πρόσδεση της Ελλάδας στο ορυκτό φυσικό αέριο, για δεκαετίες, σχέδιο που δε συνάδει με το στόχο της κλιματικής ουδετερότητας, αφού οι μονάδες φυσικού αερίου θα παραμείνουν στο σύστημα και μετά το 2050.
Η απολιγνιτοποίηση είναι υποχρέωσή μας να γίνει ακόμη και αύριο, πρέπει όμως να συνδέεται με ένα σχέδιο, μία λύση για το αύριο της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης. Αρχίζουν να κλείνουν μονάδες στις λιγνιτικές περιοχές και μειώνεται δραματικά η λιγνιτική δραστηριότητα, χωρίς παράλληλα, να έχουν δημιουργηθεί νέες, βιώσιμες θέσεις εργασίας ώστε να αναπληρώσουν αυτές που χάνονται. Δεν υπάρχει καμία απάντηση ακόμη για το τι σκοπεύει να κάνει η κυβέρνηση με την Πτολεμαϊδα V, μία επένδυση της ΔΕΗ ύψους 1,5 δισ. ευρώ όπου κανείς δεν ξέρει με τι καύσιμο θα λειτουργεί.
Η μετάβαση πρέπει να είναι δίκαιη και όχι βίαιη και σε αυτήν την κατεύθυνση υπάρχει πλήρης έλλειψη σχεδιασμού εκ μέρους της κυβέρνησης. Οι κύριοι Χατζηδάκης και Μουσουρούλης ανακοίνωσαν, στην πρόσφατη Συνέντευξη Τύπου, κάποια έργα που είχαν ξεκινήσει πριν την επικοινωνιακή εξαγγελία της απολιγνιτοποίησης και κάποια άλλα έργα που δημιουργούν προσωρινές και όχι μόνιμες θέσεις εργασίας, κατά την κατασκευή τους, όπως οι φωτοβολταϊκές επενδύσεις της ΔΕΗ και των ΕΛΠΕ. Οι υπόλοιπες ανακοινώσεις παραμένουν προς το παρόν ευχολόγα, όταν ήδη υπάρχουν εργαζόμενοι με επισφαλείς θέσεις εργασίας ή που χάνουν τη δουλειά τους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, πρότεινε, με τροπολογία, κατά την ψήφιση του "αναπτυξιακού νόμου" την ένταξη των επιχειρήσεων στη Δυτική Μακεδονία και τη Μεγαλόπολη σε ειδικό καθεστώς του αναπτυξιακού νόμου, κάτι που δεν έγινε όμως δεκτό από την κυβέρνηση ΝΔ. Επιπλέον, δεν έχουν ακόμη αξιοποιηθεί, ούτε καν οι χρηματοδοτήσεις της Δίκαιης Μετάβασης που είχε δεσμεύσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ από το 2019, και οι οποίες κατευθύνονταν σε δράσεις χαμηλού περιβαλλοντικού και ανθρακικού αποτυπώματος στην περιοχή.
-Διατήρηση ενός ισχυρού ρόλου για την πολιτεία στις υποδομές ενέργειας στο πλαίσιο υλοποίησης του ΕΣΕΚ
Η εφαρμογή του ΕΣΕΚ και η μετάβαση της χώρας στην κλιματική ουδετερότητα δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί όταν η πολιτεία χάνει όλο και περισσότερα κρίσιμα "εργαλεία", αφήνοντας την αγορά να αποφασίσει εάν και πότε θα επιτευχθούν οι εν λόγω εθνικοί στόχοι. Το δόγμα της ιδιωτικοποίησης των πάντων της κυβέρνησης ΝΔ (ΑΔΜΗΕ, ΔΕΔΔΗΕ, ΔΕΠΑ Υποδομών και Εμπορίας, ΕΛΠΕ, ΔΕΗ), στοχεύει στην παραχώρηση κρίσιμων, λειτουργικών, αναβαθμισμένων και κερδοφόρων εταιρειών, όπως στην περίπτωση του ΑΔΜΗΕ, και δε στοχεύει, στη μεγιστοποίηση του δημόσιου συμφέροντος αλλά αντίθετα στη μεγιστοποίηση του κέρδους κάποιων ιδιωτών. Η επιλογή της κυβέρνησης να πουλήσει ολόκληρο το ποσοστό του δημοσίου στο δίκτυο φυσικού αερίου (ΔΕΠΑ Υποδομών) σε ένα ιδιώτη σε όλη την Ελλάδα είναι απόδειξη αυτού του απόλυτου παραλογισμού του δόγματος των ιδιωτικοποιήσεων. Αυτές οι επιλογές δεν μπορούν να εγγυηθούν την επέκταση της χρήσης φυσικού αερίου στην ελληνική επικράτεια με χαμηλό κόστος, αλλά δημιουργούν ένα ιδιωτικό μονοπώλιο από το οποίο θα εξαρτάται η ελληνική κοινωνία και η οικονομία, όπως και η διαδικασία της μετάβασης.