Κρατήστε την ανάσα σας:
-Η Ελλάδα την τελευταία δεκαετία δαπάνησε περισσότερα από 50 δισεκατομμύρια ευρώ (λίγο λιγότερα από 60 δις δολάρια) για την άμυνά της.
-Κατά κεφαλήν, οι δαπάνες αυτές ανήλθαν σε περισσότερα από 5.000 δολάρια ή από 400 ως και 778 δολάρια το χρόνο από κάθε Έλληνα και Ελληνίδα.
-Οι αμυντικές δαπάνες της Ελλάδας και σε απόλυτους αριθμούς αλλά και σε ποσοστό του ΑΕΠ (και μάλιστα σε μια περίοδο αύξησης του ΑΕΠ) έχουν ακολουθήσει αυξητική πορεία κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, παρά τις δημοσιονομικές περικοπές σχεδόν σε όλους τους άλλους τομείς, ενώ κυριολεκτικά εκτοξεύθηκαν τη διετία 2021-2022, που έφτασαν λίγο κάτω από 4% του ΑΕΠ.
- Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που βρίσκεται σταθερά κάθε χρόνο στις τρεις πρώτες θέσεις των χωρών του ΝΑΤΟ ως προς τις αμυντικές τους δαπάνες.
-Από τη σύγκριση 2014 και 2023, χωρίς να πάρει κανείς υπόψη τις ενδιάμεσες διακυμάνσεις, οι αμυντικές δαπάνες της Ελλάδας έχουν αυξηθεί κατά 50,33% (από 4,358 σε 6,551 δισεκατομμύρια δολάρια σε σταθερές τιμές 2015).
-Καθ’ όλη τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας η Ελλάδα δαπάνησε κάθε χρόνο πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ της για την άμυνα σε σύγκριση με την Τουρκία. Μάλιστα, τα τελευταία τρία χρόνια (2021-2023), η Ελλάδα κάθε χρόνο δαπανούσε πάνω από διπλάσιο (και ως σχεδόν τριπλάσιο) ποσοστό του ΑΕΠ της για την άμυνα σε σύγκριση με την Τουρκία (2,3 φορές περισσότερο το 2021, 2,8 φορές το 2022 και 2,3 φορές το 2023).
Αυτά και άλλα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία, που στηρίζονται αποκλειστικά στα επίσημα στοιχεία του ΝΑΤΟ, περιλαμβάνονται σε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του onenumberonestory.wordpress.com, με τίτλο "Εξοπλισμοί: Μια ιστορία που σπάνια λέγεται"- και που τα "Παιχνίδια Εξουσίας" αναδημοσιεύουν:
Εξοπλισμοί: μια ιστορία που σπάνια λέγεται
Τις τελευταίες μέρες, το ζήτημα των στρατιωτικών εξοπλισμών ήρθε και πάλι στην επικαιρότητα, με αφορμή την είδηση περί της έγκρισης της προμήθειας αεροσκαφών F35 από την Ελλάδα. Μια είδηση που αντιμετωπίστηκε από τον κυρίαρχο λόγο ως θετική, αφού εξασφαλίζει την ισορροπία των δυνάμεων στις δύο πλευρές του Αιγαίου, αν όχι την υπεροπλία της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας. Είναι όμως έτσι; Μια σύντομη επισκόπηση -όχι των καθαυτό στρατιωτικών, αλλά των οικονομικών μεγεθών- γεννά τουλάχιστον προβληματισμό.
Ωστόσο, η ιστορία των αμυντικών δαπανών και κυρίως των δαπανών για στρατιωτικούς εξοπλισμούς είναι μια ιστορία ιδιαίτερα αποκαλυπτική -αν και σπάνια λέγεται, γιατί θεωρείται σχεδόν “εθνική μειοδοσία” να αμφισβητήσει κάποιος το αν οι αμυντικές δαπάνες αποτελούν απόλυτη προτεραιότητα.
Ας δούμε μερικά χαρακτηριστικά στοιχεία από την πλέον επίσημη πηγή, τα δεδομένα του ίδιου του ΝΑΤΟ. Σημειωτέον, ότι μένουμε μόνο σε αδρές γραμμές στο ύψος κυρίως των αμυντικών δαπανών. Θα μπορούσε βέβαια κανείς να μπει και σε μεγαλύτερο βάθος. Λόγου χάρη, να αναρωτηθεί για την ακριβή σύνθεση των δαπανών, γιατί είναι τελείως διαφορετικό αν μια χώρα ξοδεύει περισσότερα σε αγορά εξοπλισμών ή σε εγχώρια έρευνα και ανάπτυξη. Ή, θα μπορούσε κάποιος να αναζητήσει δεδομένα για το περιβαλλοντικό αποτύπωμα της παραγωγής (και πολύ περισσότερο της χρήσης) των στρατιωτικών εξοπλισμών. Ας μείνουμε όμως στα απλά.
Η Ελλάδα την τελευταία δεκαετία δαπάνησε περισσότερα από 50 δισεκατομμύρια ευρώ (λίγο λιγότερα από 60 δις δολάρια) για την άμυνά της. Πρόκειται περίπου για το ένα τέταρτο του ετήσιου ΑΕΠ κατά μέσο όρο κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας. Μιας δεκαετίας που κατά τα άλλα σημαδεύτηκε από την οικονομική κρίση και τη γενικευμένη λιτότητα που ακολούθησε και επηρέασε καθοριστικά όχι μόνο το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων/ίδων, αλλά και τη χρηματοδότηση βασικών κοινωνικών αγαθών και υπηρεσιών, όπως η υγεία, η παιδεία ή το ασφαλιστικό σύστημα.
Κατά κεφαλήν, οι δαπάνες αυτές ανήλθαν σε περισσότερα από 5.000 δολάρια ή από 400 ως και 778 δολάρια το χρόνο από κάθε Έλληνα και Ελληνίδα.
Η Ελλάδα είναι η αναμφισβήτητη πρωταθλήτρια μεταξύ των χωρών του ΝΑΤΟ, σε ό,τι αφορά τις αμυντικές τις δαπάνες. Με εξαίρεση τις ΗΠΑ, που αποτελούν εξάλλου και τον βασικό μέχρι σήμερα “αιμοδότη” του ΝΑΤΟ -γεγονός που έχει προκαλέσει και σχετικές συζητήσεις, που κατατείνουν στην αύξηση της συμμετοχής των άλλων χωρών, δηλαδή του Καναδά και των ευρωπαϊκών κρατών- η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που βρίσκεται σταθερά κάθε χρόνο στις τρεις πρώτες θέσεις των χωρών του ΝΑΤΟ ως προς τις αμυντικές τους δαπάνες.
Οι αμυντικές δαπάνες της Ελλάδας και σε απόλυτους αριθμούς αλλά και σε ποσοστό του ΑΕΠ (και μάλιστα σε μια περίοδο αύξησης του ΑΕΠ) έχουν ακολουθήσει αυξητική πορεία κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, παρά τις δημοσιονομικές περικοπές σχεδόν σε όλους τους άλλους τομείς, ενώ κυριολεκτικά εκτοξεύθηκαν τη διετία 2021-2022, που έφτασαν λίγο κάτω από 4% του ΑΕΠ. Από τη σύγκριση 2014 και 2023, χωρίς να πάρει κανείς υπόψη τις ενδιάμεσες διακυμάνσεις, οι αμυντικές δαπάνες της Ελλάδας έχουν αυξηθεί κατά 50,33% (από 4,358 σε 6,551 δισεκατομμύρια δολάρια σε σταθερές τιμές 2015).
Μάλιστα, η Ελλάδα είναι από τις ελάχιστες χώρες της συμμαχίας που σταθερά ξοδεύει πάνω από το 2% (και πλέον πάνω από το 3%) του ετήσιου ΑΕΠ της για την άμυνα, τη στιγμή που η πλειοψηφία των κρατών μελών του ΝΑΤΟ δεν έχουν ακόμα φτάσει το όριο του 2% που τέθηκε από το 2006 ως κατεύθυνση. Γι’ αυτό εξάλλου και καθ’ όλη την τελευταία δεκαετία η Ελλάδα βρισκόταν πολύ πάνω από τον μέσο όρο των κρατών μελών του ΝΑΤΟ πλην ΗΠΑ (ευρωπαϊκές χώρες και Καναδάς), έχει όμως πλέον βρεθεί πάνω από τον μέσο όρο και συνολικά του ΝΑΤΟ, δηλαδή ακόμα κι αν συνυπολογίσει κανείς τις δαπάνες των ΗΠΑ σε αυτόν.
Συνήθως, οι αυξημένες αμυντικές δαπάνες επιχειρείται να αιτιολογηθούν στη χώρα μας από τον “εξ Ανατολών κίνδυνο” που δήθεν αποτελεί η Τουρκία, η σύγκριση όμως των αμυντικών δαπανών Ελλάδας και Τουρκίας είναι αποκαλυπτική. Όπως έχει πολύ συχνά επισημανθεί, Ελλάδα και Τουρκία έχουν επιδοθεί σε έναν ανταγωνισμό γύρω από τους εξοπλισμούς που μακροπρόθεσμα βλάπτει τις εθνικές οικονομίες -και κατ’ επέκταση τις κοινωνίες- και των δύο χωρών.
Αυτό που συνήθως δεν λέγεται είναι ότι -εξαιτίας των διαφορετικών πληθυσμιακών και οικονομικών μεγεθών- η Ελλάδα βλάπτεται συγκριτικά ακόμα περισσότερο από αυτή την πλειοδοσία σε αμυντικές δαπάνες. Ο πληθυσμός της Τουρκίας είναι παραπάνω από 8 φορές μεγαλύτερος από αυτόν της Ελλάδας, ενώ και το ετήσιο ΑΕΠ της είναι από 4 έως 6 φορές μεγαλύτερο, κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας (2014-2023). Έτσι, η Τουρκία είναι σε θέση να καταβάλει μεγαλύτερες αμυντικές δαπάνες (για παράδειγμα, το 2023, η Τουρκία ξόδεψε για την άμυνά της 16,235 δις δολάρια έναντι 6,551 της Ελλάδας), χωρίς όμως την ίδια στιγμή οι δαπάνες αυτές να έχουν το ίδιο σοβαρό οικονομικό και κοινωνικό αντίκτυπο.
Συγκεκριμένα, καθ’ όλη τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας η Ελλάδα δαπάνησε κάθε χρόνο πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ της για την άμυνα σε σύγκριση με την Τουρκία. Μάλιστα, τα τελευταία τρία χρόνια (2021-2023), η Ελλάδα κάθε χρόνο δαπανούσε πάνω από διπλάσιο (και ως σχεδόν τριπλάσιο) ποσοστό του ΑΕΠ της για την άμυνα σε σύγκριση με την Τουρκία (2,3 φορές περισσότερο το 2021, 2,8 φορές το 2022 και 2,3 φορές το 2023).
Μάλιστα, η διόγκωση των αμυντικών δαπανών τα τελευταία χρόνια οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στην αύξηση των δαπανών για εξοπλισμούς, που απορροφούν όλο και μεγαλύτερο μέρος των συνολικών αμυντικών δαπανών, σε βάρος των δαπανών για το στρατιωτικό προσωπικό, τις υποδομές κ.λπ.
Από τα στοιχεία που είδαμε -που αποτελούν μόνο μια πρώτη πολύ γενική, αλλά ταυτόχρονα και πολύ κατατοπιστική αποτύπωση της κατάστασης- είναι σαφές ότι η Ελλάδα ήδη πριν την απόφαση προμήθειας των αεροσκαφών F35 ξόδευε πάρα πολύ μεγάλο μέρος των διαθέσιμων πόρων της στην άμυνα, και κυρίως στους εξοπλισμούς. Πρόκειται για μια διαχρονική στρατηγική επιλογή, στην οποία δυστυχώς συναινεί -και με πολύ μεγαλύτερη σαφήνεια τελευταία- το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού συστήματος, υπό το φόβο υποτίθεται της Τουρκίας.
Ωστόσο, δεν πρόκειται εδώ για ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος. Η επιλογή που έχει καταστεί κυρίαρχη στην Ελλάδα έχει ένα πολύ μεγάλο τίμημα -και συγκριτικά πολύ μεγαλύτερο σε σχέση με άλλες χώρες, της Τουρκίας περιλαμβανομένης- για την εθνική οικονομία και κυρίως για την ελληνική κοινωνία. Οι πόροι που κατευθύνονται στην προμήθεια διαρκώς νέων εξοπλισμών δεν είναι από το περίσσευμα (που δεν έχει η ελληνική οικονομία), αλλά από το υστέρημα που παράγεται μέσω της υποχρηματοδότησης άλλων κρίσιμων κοινωνικών αγαθών και υπηρεσιών.
Αυτό δεν είναι μόνο οικονομικό και κοινωνικό πρόβλημα, αλλά σε τελική ανάλυση αφορά και την ίδια την άμυνα της χώρας, η οποία σύμφωνα με τις σύγχρονες στρατηγικές αντιλήψεις είναι ένα μέγεθος πολυπαραγοντικό, που δεν καθορίζεται μόνο από τη στρατιωτική ισχύ της, αλλά και από τη συνολικότερη ευημερία της χώρας: την αντοχή της οικονομίας της, τη συνοχή της κοινωνίας της, τις διεθνείς σχέσεις της και ούτω καθεξής.
Είναι επομένως στιγμή η ελληνική κοινωνία, και κυρίως το πολιτικό σύστημα, να ξανασυζητήσει ανοιχτά, χωρίς ταμπού και χωρίς μια (κάθε άλλο παρά ανέξοδη) διάθεση “εθνικής πλειοδοσίας” για τη στρατηγική της. Να συζητήσει για τα οφέλη, αλλά και για τα τεράστια κόστη των εξοπλισμών και να αναζητήσει άλλους δρόμους για να επιτύχει την ασφάλειά της.
Όσο για το επιχείρημα ότι η Ελλάδα είναι “καταδικασμένη” να εξοπλίζεται, λόγω της γειτνίασης με την Τουρκία, που αποτελεί διαρκή απειλή, στην επισήμανση ότι “δεν μπορούμε να αλλάξουμε τη γεωγραφία”, η προφανής απάντηση είναι ότι “μπορούμε όμως να αλλάξουμε την εξωτερική πολιτική και τη διπλωματία”. Αν κοιτάξουμε την ιστορία των σχέσεων των δύο χωρών -και την αντίστοιχη πορεία των εξοπλισμών- θα δούμε ότι αυτό δεν είναι ανέφικτο. Άλλωστε, και οι δύο χώρες, και πολύ περισσότερο η Ελλάδα, θα είχαν πολλά να κερδίσουν από την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ τους και την επίτευξη μιας μακροχρόνιας ειρήνης και κατ’ επέκταση μεγαλύτερης κοινωνικής ευημερίας και στις δύο πλευρές του Αιγαίου.
Πηγή: onenumberonestory.wordpress.com