Όπως τονίζει το πρόσφατο (Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 2022) Monthly Analysis που εξέδωσε το Ινστιτούτο Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης, «η τρέχουσα δραματική αύξηση στις τιμές του ηλεκτρισμού σε ολόκληρη την ΕΕ αποδεικνύει την ανεπάρκεια της υφιστάμενης δομής της αγοράς ηλεκτρισμού, ο σχεδιασμός της οποίας βασίζεται, κατά κύριο λόγο, στο οριακό κόστος της ακριβότερης πηγής ενέργειας, η οποία σήμερα είναι το φυσικό αέριο. Ο συγκεκριμένος σχεδιασμός της αγοράς, γνωστός ως “Target Model”, υιοθετήθηκε με στόχο την ενίσχυση της ανάπτυξης των ΑΠΕ όταν αυτές βρίσκονταν ακόμη σε αρχικό στάδιο».
Ωστόσο, σήμερα, όπως επισημαίνει το ΙΕΝΕ στην ανάλυσή του, «η ενεργειακή κρίση αναδεικνύει την ανάγκη αποσύνδεσης των τιμών ηλεκτρισμού από τις διαρκώς αυξανόμενες τιμές φυσικού αερίου και υιοθέτησης ενός νέου μοντέλου αγοράς το οποίο θα διακρίνει ανάμεσα στις πηγές που ενεργοποιούνται όταν είναι διαθέσιμες και όχι ανάλογα με τη ζήτηση, βάσει τις συμβολής κάθε μίας από αυτές στο μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής. Αυτό θα μπορούσε να εξασφαλίσει τιμές ηλεκτρισμού χαμηλότερες κατά 50% σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα, δεδομένου ότι οι πηγές που καλύπτουν τη ζήτηση (όπως το φυσικό αέριο, η πυρηνική ενέργεια και ο άνθρακας) καλύπτουν το 60% του μείγματος, μερίδιο το οποίο αναμένεται να συνεχίζει να μειώνεται όσο θα επιταχύνεται η ενεργειακή μετάβαση».
Στην τελευταία αυτή ανάλυσή του, το Ινστιτούτο αναπτύσσει, μεταξύ άλλων, όλες τις πτυχές που αφορούν την ανάγκη ανασχεδιασμού του μοντέλου της αγοράς ηλεκτρισμού και επισημαίνει εκείνες τις περιοχές όπου θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν ρεαλιστικές παρεμβάσεις. Στο πλαίσιο αυτό, η ανάλυση εξετάζει τις βασικές αρχές σχεδιασμού της αγοράς ηλεκτρισμού που θα πρέπει να επανασχεδιαστούν. Επιπλέον, το νέο Monthly Analysis του ΙΕΝΕ αξιολογεί τα μέτρα έκτακτης ανάγκης που έχουν ως τώρα συμφωνηθεί στην ΕΕ με στόχο την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και, με βάση αυτή την αξιολόγηση, περιγράφει το νέο μοντέλο αγοράς όπως εφαρμόζεται σήμερα στην Ελλάδα, γνωστό ως «ελληνικό μοντέλο», καθώς και το πώς αυτό θα μπορούσε να εφαρμοστεί συνολικά στις ευρωπαϊκές αγορές.
Όπως καταδεικνύει η ανάλυση του ΙΕΝΕ, ο υφιστάμενος σχεδιασμός της ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας αποτελεί ένα άθροισμα επιμέρους αγορών, πολλές εκ των οποίων εκτείνονται σε όλη την Γηραιά Ήπειρο, και στις οποίες οι μονάδες ηλεκτροπαραγωγής «συναντούν» τους προμηθευτές λιανικής, τους μεγάλους βιομηχανικούς πελάτες κλπ. Ορισμένες συμφωνίες γίνονται μήνες ή και χρόνια πριν από την παράδοση της ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς οι προμηθευτές και οι πελάτες χρειάζονται σαφήνεια σχετικά με τα έσοδα και το κόστος. Η τιμή αναφοράς για το ηλεκτρικό ρεύμα και για την σύναψη πολλών μακροπρόθεσμων συμφωνιών ορίζεται στην αγορά spot, όπου η φυσική παράδοση ηλεκτρικής ενέργειας διαπραγματεύεται για την επόμενη ημέρα. Οι προμηθευτές υποβάλλουν προσφορές ανάλογα με το πόσο θα κόστιζε η παροχή μιας επιπλέον μονάδας ισχύος, γνωστής ως οριακό κόστος.
Από την πλευρά της, η ΕΕ σχεδιάζει μία «εις βάθος και συνολική» αναμόρφωση της υφιστάμενης αγοράς ηλεκτρισμού ώστε να αντιμετωπίσει την τρέχουσα ενεργειακή κρίση, η οποία επιδεινώνεται λόγω του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία. Στα μέτρα περιλαμβάνεται η θέσπιση ανώτατου ορίου στα κέρδη των παραγωγών ηλεκτρισμού, που θα μπορούσε να εξοικονομήσει 140 δισεκατομμύρια ευρώ και θα προστατεύσει τους καταναλωτές από τις υψηλές τιμές. Όπως είπε πρόσφατα η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στην ομιλία της για το 2022 σχετικά με την «Κατάσταση της Ένωσης», «Ο τρέχων σχεδιασμός της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας —που βασίζεται σε αξιολογική κατάταξη— δεν εξυπηρετεί πλέον τους καταναλωτές. Οι καταναλωτές πρέπει να επωφεληθούν από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας χαμηλού κόστους».
Και, όπως καταλήγει συμπερασματικά η ανάλυση του ΙΕΝΕ, «επί του παρόντος, η αγορά spot κατανέμει αποτελεσματικά τη δυναμικότητα και παρέχει μηνύματα σχετικά με την ενεργειακή σπανιότητα, προσφέροντας κίνητρο για επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και φυσικό αέριο. Ωστόσο, για να αποφευχθούν οι συνεχείς ελλείψεις στην παραγωγική δυναμικότητα, και επομένως άλλη μια κρίση στις τιμές, οι αγορές ενέργειας της Ευρώπης πρέπει να προσαρμοστούν. Οι μακροπρόθεσμες αγορές αντιστάθμισης κινδύνου δεν διαθέτουν μεγάλη ρευστότητα, επειδή οι καταναλωτές δεν συνειδητοποιούσαν σε μεγάλο βαθμό την ανάγκη για ασφάλεια τιμών. Στο μέλλον, πιθανότατα θα αισθάνονται περισσότερο αυτή την ανάγκη».
ΔείτεεδώτοMonthly Analysis, September-October 2022